Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για το κακούργημα της διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών στην υπόθεση των Τεμπών, διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο προκλήσεων. Η ΝΔ καλείται να αποφασίσει πώς θα χειριστεί πολιτικά τον Κώστα Αχ. Καραμανλή, η αξιωματική αντιπολίτευση προσδοκά τη δημοσκοπική ανάκαμψη και ο ΣΥΡΙΖΑ στριμώχνεται στη γωνία
H πρόταση του ΠΑΣΟΚ για τη σύσταση μίας ακόμη προανακριτικής επιτροπής για το δυστύχημα των Τεμπών, σηκώνει την αυλαία της επόμενης πράξης της πολιτικής αντιπαράθεσης. Επί της ουσίας, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποβάλλει την κυβέρνηση, το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ σε ασκήσεις πολιτικών ισορροπιών, οι οποίες αναγκαστικά θα επιδράσουν στην πολιτική ατμόσφαιρα τις επόμενες εβδομάδες. Η συγκεκριμένη πρόταση επιχειρεί να φωτίσει, σε αντίθεση με τα όσα έχουν προηγηθεί, την πτυχή των πολιτικών ευθυνών για το τραγικό δυστύχημα.
Η κακουργηματικού χαρακτήρα κατηγορία που προτείνεται για τα πολιτικά πρόσωπα είναι αυτή της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών και στο στόχαστρο τίθενται οι πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Μεταφορών επί ΣΥΡΙΖΑ (Χρήστος Σπίρτζης, Μαρίνα Χρυσοβελώνη, Παναγιώτης Σγουρίδης, Νίκος Μαυραγάνης και Θάνος Μωραΐτης) και ΝΔ, μέχρι την ημέρα του δυστυχήματος (Κώστας Αχ. Καραμανλής, Γιώργος Καραγιάννης, Γιάννης Κεφαλογιάννης και Μιχάλης Παπαδόπουλος).
Στη βάση του σκεπτικού της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο αν είχε υλοποιηθεί η περιβόητη σύμβαση 717, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί η μοιραία σύγκρουση, καθώς και ο ισχυρισμός ότι το υπουργείο δεν προχώρησε στις αναγκαίες ενέργειες, παρά το γεγονός ότι είχε λάβει προειδοποιήσεις για τα κενά ασφάλειας των σιδηροδρόμων. Με την κατάθεση της πρότασης του ΠΑΣΟΚ, οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται ουσιαστικά να λύσουν νέες εξισώσεις, με σχετικά υψηλό βαθμό δυσκολίας.
Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι φανερό ότι θέτει στην κυβέρνηση ένα σαφές δίλημμα, ειδικώς σε ό,τι αφορά την πολιτική και ποινική μεταχείριση του Κώστα Αχ. Καραμανλή. Ο κακουργηματικός χαρακτήρας του κατηγορητηρίου διαφοροποιεί την υπόθεση από την αντίστοιχη του Χρήστου Τριαντόπουλου. Από κυβερνητικούς κύκλους διακινούνταν εν αναμονή της κατάθεσης της πρότασης, ότι η κακουργηματική κατηγορία κατά του προϊστάμενου πρώην υπουργού, κατ’ αναλογία των κατηγοριών των υφισταμένων του, είναι παράλογη και παραπέμπει σε πρακτικές άλλων εποχών.
Κατά τούτα, θα πρέπει να αναμένεται ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα επιμείνει στην κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, πλημμεληματικού χαρακτήρα. Με αυτόν τον τρόπο θα επιχειρηθεί, προφανώς, η τήρηση εσωκομματικών ισορροπιών και ειδικότερα με τους λεγόμενους καραμανλικούς, δίχως όμως να φανεί ότι υποτιμάται το σκέλος της πολιτικής ευθύνης. Την ίδια στιγμή, το ΠΑΣΟΚ είναι φανερό ότι επιχειρεί με την πρόταση ένα ξεκαθάρισμα στις τάξεις της αντιπολίτευσης και μία «χειραφέτηση» από τους πρόσφατους, εν πολλοίς ατυχείς, πολιτικούς εναγκαλισμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ και την Πλεύση Ελευθερίας, με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας.
Πέραν της ίδιας της υπόθεσης, στόχος και προσδοκία της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι να ανακτήσει δυναμική και να ανακάμψει δημοσκοπικά, επιστρέφοντας στη δεύτερη θέση πίσω από τη ΝΔ και μπροστά από την Πλεύση Ελευθερίας. Μέσω της συμπερίληψης, δε, του Χρήστου Σπίρτζη, έστω και αν η κατηγορία για εκείνον θεωρείται παραγεγραμμένη, χαράσσεται μία διαχωριστική γραμμή από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θα πρέπει να λάβει τις αποφάσεις του σε σχέση με τον πρώην υπουργό των κυβερνήσεών του, ενώ μένει να φανεί ποιοι θα είναι οι χειρισμοί του ΠΑΣΟΚ αν η Ζωή Κωνσταντοπούλου συνταχθεί και με την νέα αυτή πρότασή του.
Πηγή: Protagon.gr