Άρθρο του Γιώργου Μισιάκα για το πρόβλημα του ατομοκεντρισμού

Είναι νωρίς το απόγευμα. Πηγαίνοντας προς το σπίτι, και επειδή απογευματινός καφές χωρίς να διαβάσω δεν γίνεται, απλώνω το χέρι στο «σταντ» που βρίσκω μπροστά μου και παίρνω μια από τις εφημερίδες που διανέμονται δωρεάν.

Είμαι «τυχερός», καθότι το αντίτυπο που πήρα ήταν εκ των τελευταίων. Πρέπει να παραδεχτώ ότι η εφημερίδα αυτή έχει πολύ καλό στήσιμο, προσεγμένη γλώσσα, «βαρύγδουπες» υπογραφές και ανάλογα κείμενα. Ακόμη και ο δήθεν αυθορμητισμός είναι επιτηδευμένος, «φτιαγμένος», ενταγμένος σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και λογική. Το δε ύφος των «βαρύγδουπων» υπογραφών κινείται στο γνωστό μοτίβο: «Σέβομαι τη γνώμη σου, αλλά δεν δίνω δεκάρα γι’ αυτήν»… Είναι μια εφημερίδα που «γράφει για την ζωή», δεν γνωρίζει, όμως, τίποτα από την αληθινή ζωή, καθώς συγχέει την κοινωνική πραγματικότητα και το λαϊκό αισθητήριο με τον μικρόκοσμο του «λάιφ στάιλ».

Γιατί αυτό είναι το συγκεκριμένο (και όχι μόνο) έντυπο. Μια εφημερίδα για το «λάιφ στάιλ» και όχι για τη ζωή, ή για τον πολιτισμό, όπως τυχόν αφήνει να εννοηθεί από τους υπευθύνους της, αλλά και από ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού της κοινού. Ο πολιτισμός αποτελεί τη βάση του άλλοθι για την επί της «κοσμικής ζωής» πρόταση που έχει το έντυπο αυτό, όπως και κάθε ανάλογο έντυπο. Η δομή αυτής της πρότασης υποτίθεται πως βρίσκεται στον αντίποδα του κυρίαρχου, αυτού που προβάλλουν τα τηλεοπτικά κανάλια τύπου ΣΤΑΡ και τα περιοδικά του Κωστόπουλου και των ομοίων του. Εδώ δεν έχουμε Μύκονο, λαμπερά κλαμπ, επιδείξεις μόδας και όλα τα συναφή, που αφορούν στους «επιτυχημένους» (οι άλλοι οι «αποτυχημένοι», μπορούν μόνο να τους βλέπουν, να τους ζηλεύουν και να τους θαυμάζουν, έχοντάς τους ως κοινωνικά πρότυπα). Εδώ έχουμε «λάιφ στάιλ» και κουλτούρα «ποιοτική». Με ήπιους τόνους, ενάντια σε καθετί ακραίο που συνιστά «μη πολιτικά ορθό», ήχους πάσης φύσεως νέγρικης μουσικής, χαμηλόφωτα (και χαμηλόφωνα) μπαράκια, «εναλλακτικό» θέατρο και «καλτ» κινηματογράφο. Και κοινωνική κριτική, απευθυνόμενη σε πολλές  κατευθύνσεις.

Κριτική προς μια συγκεκριμένη μερίδα μοδάτων αστών και νεόπλουτων και πολύ περισσότερο κριτική προς τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, για τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους. Ο μέσος όρος των μόνιμων αναγνωστών του συγκεκριμένου εντύπου, όπως θα τον ήθελε ο εκδότης του, είναι κάπως έτσι: Φαίνεται «ψαγμένος», ξέρει να φέρεται, έχει πολιτι(στι)κές ανησυχίες στα όρια του «εφικτού», είναι μορφωμένος (χωρίς να χρειάζεται να είναι καλλιεργημένος, κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε «ανεξέλεγκτη» συμπεριφορά), δεν είναι πλούσιος, αλλά δεν πεινά κιόλας.Είναι ο διανοούμενος (έστω και «γιαλαντζί») της κοινωνίας μας, το πρότυπο της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης και συμπεριφοράς, που μπορεί να ζει σχετικά άνετα και «αξιοπρεπώς» και να αναλώνει τον όποιο ελεύθερο χρόνο του στα «ποιοτικά» θεάματα και ακροάματα, που του σερβίρονται προκειμένου να διαλέξει. Γι’ αυτό και έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Αλίμονο, αυτό είναι και το πιο σημαντικό, αυτό είναι το ζητούμενο, η δημιουργία εσωτερικών ψευδαισθήσεων.

Γι’ αυτό, άλλωστε, το Εμείς δεν υπάρχει πουθενά. Υπάρχει μόνο το εγώ. Εγώ και ο εαυτούλης μου. Άντε και ο άνθρωπος, με τον οποίο αποτελούμε ζευγάρι ή και μια «καλή» παρέα. Ολιγομελής πάντα και με συγκεκριμένες στοχεύσεις χαμηλού βεληνεκούς. Αυτός είναι όρος απαράβατος. Διότι στις πολυμελείς παρέες ελλοχεύει ο «κίνδυνος» της Συλλογικότητας. Δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός για κάτι το συλλογικό, για κάποια διεκδίκηση ουσιαστικού χαρακτήρα. Το δόγμα του «λάιφ στάιλ» παραπέμπει στην σωτηρία της ψυχής, όχι φυσικά με την δική μας έννοια, ούτε καν με την χριστιανική, αλλά με την έννοια της μικροαστικής καλοπέρασης. «Περνάμε καλά, το ίδιο ευχόμαστε και σ’ εσάς», είναι το σύνθημα που δίνει τον τόνο, χωρίς να καταγράφεται ξεκάθαρο ως τέτοιο. Διατρέχει, όμως, υπαινικτικά όλο το σώμα της εφημερίδας, ξεπηδά από κάθε σχεδόν κείμενο, από κάθε αλληλουχία λέξεων, αιωρείται αόρατα (μα τόσο αισθητά) μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος, έτσι και δεν έχει «αντισώματα», αιχμαλωτίζεται, άγεται και φέρεται.

Σε αντίθεση μ’ όλο το «σοφιστικέ» κλίμα που προηγήθηκε, η εφημερίδα κλείνει με μισή σελίδα διαφημίσεις πορνό: «Έλα, είμαι ανυπόμονη», «Πλήττεις; Δώσε ενδιαφέρον στην ζωή σου», «Είμαι έτοιμη και σε περιμένω», «Άνδρες ζητούν νέες γνωριμίες», «Γνώρισε αγόρια που σου υπόσχονται πολλά» και άλλες τέτοιες διαφημίσεις, ανάλογου ύφους και ήθους «για όλα τα γούστα», που απευθύνονται σ’ ανθρώπους μοναχικούς και συμπλεγματικούς, οι οποίοι δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια πραγματική σχέση στην ζωή τους. Μα τι συμβαίνει εδώ; Παραφωνία; Εξαίρεση στην όλη ύλη; Συμβιβασμός προκειμένου να εξασφαλιστούν χρήματα για την έκδοση; Όχι, χίλιες φορές, όχι για έναν και μοναδικό λόγο: Οι άνθρωποι που πωλούν αυτές τις άθλιες διαφημίσεις ξέρουν πολύ καλά που τις πουλάνε. Έχουν διαλέξει το πελατολόγιό τους. Αν δεν ήταν σίγουροι ότι από το αναγνωστικό κοινό της εν λόγω, «ποιοτικής» κατά τ’ άλλα, φυλλάδας θα αντλήσουν πελατεία για το «προϊόν» που διαφημίζουν, θα τις είχαν σταματήσει από πολύ νωρίς. Πώς γίνεται, όμως, μια εφημερίδα που υποτίθεται πλασάρει ποιότητα ζωής και πολιτισμό, να πλασάρει ταυτόχρονα διαφημίσεις για «ερωτικές» διεξόδους, που δεν έχουν σχέση με τον έρωτα;

Και όμως, υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα σ’ αυτού του είδους την ποιότητα και την υποκουλτούρα των sex shops, και ας μην φανεί καθόλου παράξενος, προκλητικός ή ανεδαφικός αυτός ο ισχυρισμός. Το κοινό είναι ο ατομοκεντρισμός, το «εγώ και ο εαυτούλης μου» που αναφέρθηκε προηγουμένως, που είναι παρών ακόμα και όταν κρύβεται πίσω από «καλοπερασάδικες» παρέες. Γιατί ακόμα και οι παρέες έχουν χάσει σήμερα εκείνο το παλιό και ωραίο αίσθημα της Κοινότητας, της Συντροφικότητας, της Αλληλεγγύης.

Δεν είναι πια παρά αθροίσματα ατομοκεντρικών προσωπικοτήτων, με ό,τι αυτό σημαίνει σε επίπεδο αντιλήψεων και συμπεριφορών. Στους χώρους όπου βασιλεύει ο ατομοκεντρισμός, βασιλεύουν και τα κάθε είδους συμπλέγματα, που με την σειρά τους δημιουργούν εύφορο έδαφος για να πωλήσουν την πραμάτειά τους οι έμποροι των διαφόρων μορφών του αγοραίου έρωτα. Πολύ χειρότερα, πλευρές ατομοκεντρικών συμπεριφορών τις έχουμε δει κατά καιρούς και δίπλα μας, ανάμεσά μας, ακόμα και σε ανθρώπους που δρούσαν συλλογικά, με την ουσιαστική έννοια του όρου. Ανθρώπους, που ο ατομοκεντρισμός τους, η τάση για αυτοπροβολή, η προσπάθεια υποταγής του Εθνικιστικού Κινήματος στα δικά τους συντηρητικά συμφέροντα, η μεγαλομανία και ο «βοναπαρτισμός» αναίρεσαν, δυστυχώς, κάθε ίχνος θετικής ενέργειας και έργου που είχαν προσφέρει μέχρι τότε.

Γνωρίζω πολύ καλά την βαρύτητα μιας τέτοιας αναφοράς και την πιθανότητα ενστάσεων πάνω σ’ αυτήν. Δεν διστάζω, όμως, να πω ξεκάθαρα την άποψή μου για ένα τέτοιο σημαντικό ζήτημα, γιατί τέτοιες συμπεριφορές επ’ ουδενί δεν πρέπει να επαναληφθούν. Αν χρειαστεί, λοιπόν, ας ανοίξει η συζήτηση επειδή η περιρρέουσα κοινωνική παρακμή δεν μας αφήνει ανέγγιχτους και γιατί δεν πρέπει ΠΟΤΕ να ξεχάσουμε πως σε κάθε εκδήλωση της προσωπικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής, πρέπει να είμαστε Εθνικιστές Επαναστάτες, να είμαστε Συνειδητοποιημένοι Έλληνες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΣΙΑΚΑΣ