Ηρακλής Φίλιος : Θεός φιλοσοφούμενος

God

Ακόμη κι ο τετραγωνισμός του κύκλου δεν αποτελεί θέμα. Ένας Αρχιμήδης ή ένας Δεινόστρατος κατάφερε να τετραγωνίσει τον κύκλο. Τον «τετραγωνισμό» της ουσίας ή των άδηλων του Τριαδικού Θεού όμως μπορείς να τον καταφέρεις, θεωρώντας τα ως κύκλους; Μέσα από τη χριστιανική φιλοσοφία που είναι «τετραγωνισμένος κύκλος» για τον Heideggerή μέσα από μία φιλοσοφία που ντύνει άλλοτε πλατωνικά, κι άλλοτε νέο – πλατωνικά τις αλήθειες για να λάμψουν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος;

Το ζητούμενο στην όλη ιστορία τελικά είναι ένα. Η προσπάθεια μεγάλων φιλοσόφων και Πατέρων της εκκλησίας να απομυθοποιήσουν τον τετραγωνισμό της κτιστότητος και να θέσουν στα όρια του απόρρητου μυστηρίου που εν τοις μυστηρίοις φανερώνεται, τον αληθινό Θεό. Την αλήθεια αυτή της «κακοποίησης» του Θεού τη γνώριζαν άριστα τόσο οι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι Πατέρες (από τους αιρετικούς) όσο και οι σύγχρονοι φιλόσοφοι. Μήπως ο Heidegger, ο Nietzscheκαι ο Derridaδεν γνώριζαν πως ο Θεός είναι ξένος προς τη δυτική σκέψη; Μήπως δεν γνώριζαν πως με έννοιες της μεταφυσικής και όρους του όντος δεν ερμηνεύεται; Αυτή η εμμονή που καταντά εωσφορική, να θες να «τακτοποιήσεις» τον Θεό σε σχήματα ευτελή και να τον κάνεις να φέρεται άλογα, είναι μία ψυχωτική άγνοια καθώς ο κάθε ένας είχε σκοπό να γίνει υπεράνθρωπος.

Και η δημιουργία του υπεράνθρωπου ερχόταν ως επιβολή στην αδυναμία σύγκρισης. Δεν άντεχε η νοησιαρχική αντίληψη ενός Δυτικού το άκτιστο, το απρόσιτο, το άδηλο, το απερινόητο και επέβαλε ως αντιστάθμισμα στην αδυναμία αυτή της σκέψης και της αντίληψης την εκκοσμίκευση ως άλλος Descartes(περί αποδείξεως Θεού) ή ως άλλος Άνσελμος. Έτσι μόνο ο Θεός μπορούσε να γίνει ο κατεξοχήν προσιτός στην κτιστή και ανήμπορη φύση του πάθους και της περατότητας. Πώς να υπάρξει η θεά ενός Θεού δικαστή για παράδειγμα αν δεν κυκλώναμε την παρουσία Του με έννοιες που περιγράφουν το αδύναμο της φύσης; Και η όντως φύση σαν ένα άλλο Ήναι του Heidegger, έπρεπε να υπερβεί την δυσκολία της έκφρασης, αλλά μόνο διαλογικά σχήματα και συσχετισμοί δια μέσου σύγκρισης (δεκτικότητας – απόρριψης) είχαν την «εντυπωσιακή» δύναμη να ανυψώσουν εκείνο που δεν νοείται αλλά βιώνεται.

Και η δυτική σκέψη περιέγραψε και σχηματοποίησε. Ουδέποτε εντρύφησε με πόνο και δάκρυ στο άγιο κάλλος και στις ενέργειες ενός Θεού που δεν είναι κτιστές αλλά άκτιστες. Εξάλλου η εξίσωση κτιστού και άκτιστου (κτιστό δηλοί το άκτιστον) δεν σηματοδοτεί μόνο το κατέβασμα ενός «εύκολου» κατανοητά Θεού στη γη, αλλά απορρίπτει ως ενάργεια τω ν πραγμάτων τη σωτηριολογική φύση των μυστηρίων. Θεωρώντας τη θεία χάρη ως κτιστή ενέργεια του απείρου και ανέκφραστο κάλλους, τότε σώσε μόνος τον εαυτό σου. Αυτοθέωσε τον, αποθέωσε τον και γονάτισε τον Θεό στα μέτρα σου και στην ανθρώπινη σκέψη που έχει τα όρια της, τις αντοχές της και της εξορίες της.

Ένας Θεός φιλοσοφούμενος είναι ένας Θεός Τριαδικός για τον απόστολο Παύλο, ένας Θεός αδύναμος (απουσία παντοδύναμου πατέρα) για τον Nietzscheαλλά και συνάμα ενός Θεού που οι άνθρωποι τον σκότωσαν (ως «ιδέα» αφού ο Θεός είχε ιδωθεί διανοητικώς και υπήρξε είδωλο κι όχι εικόνα), ένας Θεός από – χριστιανοποιημένος για τον Heidegger(από – χριστιανοποιημένος από τη δυτική σκέψη που τον ερμήνευε με όρους του όντος), ένας Θεός αγάπη για τη θεολογία της ορθόδοξης ανατολής.

Όλοι όμως οι παραπάνω γνώριζαν έναν υπερβατικό Θεό. Άλλοι έθεταν την υπερβατικότητα αυτή ως περιγραφική σκιά που αδυνατεί να «λύσει» το μυστήριο κι άλλοι έντυσαν τη ζωή τους με τον Θεό Λόγο που «ενώθηκε» «ασυγχύτως», «ατρέπτως», «αδιαιρέτως» και «αχωρίστως» με την ανθρωπότητα. Θεό ενανθρωπήσαντα κατά τον Κύριλλο Αλεξανδρέα και όχι θεοφόρο άνθρωπο κατά τον Νεστόριο.

ηρακλής φίλιος