Ηρακλής Φίλιος : Mια θαυμάσια ευχή του M. Bασιλείου

Αν σας έλεγε κάποιος πως ο Θεός τιμωρεί τον άνθρωπο για τις αμαρτίες του, πως θα νιώθατε; Αν σας έλεγε κάποιος άλλος πως με τις αμαρτίες σας πληγώνετε τον Θεό και γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός για να πληρώσει για τα δικά σας λάθη και πάθη, τι θα σκεφτόσαστε; Αν σας έλεγε ένας τρίτος πως οι αμαρτίες σας πρέπει να πληρωθούν και την ίδια στιγμή σας δημιουργούσε ενοχές, πως θα αισθανόσαστε; Κι αν σας έλεγε κάποιος τελευταίος πως ο Θεός δεν είναι τιμωρός και παρέχει σε όλους το άπειρο Του έλεος, τι θα αναθεωρούσατε;

Υπάρχει μία θαυμάσια ευχή που εκπέμπει μία απίστευτη μυσταγωγική ομορφιά. Πρόκειται για την ευχή της Αναφοράς από τη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου η οποία διαβάζεται λίγο πριν από τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, και μεταξύ των άλλων, συναντάμε και τις εξής φράσεις: «Οὐκ ἔστι μέτρον τῇ μεγαλοπρεπείᾳ τῆς ἁγιωσύνης σου», «οἰκονομῶν αὐτῷ τήν ἐκ παλιγγενεσίας σωτηρίαν», «διά σπλάγχνα ἐλέους σου», «ἐκένωσεν ἑαυτόν, μορφήν δούλου λαβών, σύμμορφος γενόμενος τῷ σώματι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν, ἵνα ἡμᾶς συμμόρφους ποιήσῃ τῆς εἰκόνος τῆς δόξης αὐτοῦ».

Σ’ ολόκληρη την ευχή γίνεται αναφορά στη δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό, στην πτώση του πρώτου, στη θεία ενανθρώπιση, στη Σταύρωση και Ανάσταση του Χριστού. Εκείνο βέβαια που αξίζει να σημειωθεί, είναι πως ο Θεός διά του απείρου ελέους Του οικονόμησε ώστε ο άνθρωπος να «μπει ξανά στο παιχνίδι» και να αποκτήσει και πάλι την ευκαιρία ώστε να γίνει χαρισματικά θεός. Ο Μ. Βασίλειος τονίζει εμφατικά σε όλη την ευχή, λέξεις δηλωτικές της αγάπης του Θεού (έλεος, οικονομία, σωτηρία, ταπείνωση, σύμμορφος κ.τ.λ.). Όχι όμως μιας κάποιας αγάπης, συναισθηματικής ή ιδεολογικής, που εκλαμβάνεται ως ηθική ιδιότητα του Θεού, αλλά της αγάπης που είναι ο Θεός (Α. Ιω. 4,16).

Όλα δίνονται ως δωρεά από τον Θεό. Αυτό όμως, η δυτική θεολογική σκέψη δεν μπορούσε να το κατανοήσει. Πόσο δε μάλλον να το βιώσει. Ο ιερός Αυγουστίνος πρώτος χρησιμοποιεί τον όρο «δικαίωση» με δικαιικό πνεύμα και εννοεί το προπατορικό αμάρτημα ως παράβαση. Αυτό δεν υπάρχει στην Ανατολή. Αν άκουγε ο Άνσελμος πως ο Θεός δεν τιμωρεί τον άνθρωπο και ως φιλάνθρωπος τον ελεεί, θα μας έλεγε, τι είναι αυτά που λέτε; Είστε με τα καλά σας; Ο άνθρωπος πρέπει να πληρώσει για την αμαρτία, για την κατάπτωση του. Πρέπει να του επιβληθεί ποινή. Αυτή θα ήταν η αντίδραση του. Κι ο Λούθηρος ως συνεχιστής της ανσέλμειας θεολογικής σκέψης περί «ικανοποίησης της θείας δικαιοσύνης», σε σκληρή γλώσσα θα κήρυττε πως «κάποιος πρέπει να τσακιστεί από την οργή του Θεού». Αυτό βέβαια, αναλαμβάνει να το κάνει ο Υιός του Θεού.

Ο κόσμος σήμερα φοβάται. Όσοι έχουν μία καλή σχέση με τα πράγματα της εκκλησίας, είτε θα γνωρίζουν την αλήθεια των πραγμάτων και την ομορφιά που απορρέει από το πνεύμα του νόμου, είτε θα εμμένουν στο γράμμα του νόμου και θα σκορπούν παντού ενοχές, δείχνοντας όμως στην ουσία, κι εδώ συντελείται το έγκλημα, έναν Θεό ανέραστο, έναν Θεό έρμαιο των ανθρωπίνων απωθημένων, εν τέλει έναν Θεό που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα ανθρώπου. Κι αυτό είναι πράγματι φοβερό. Κι έρχεται ο Νίτσε στο σημείο αυτό και μιλάει, πολύ σωστά για τη θεοκτονία που συντελείται, όταν ο άνθρωπος βλέπει τον Θεό ως ιδέα και όχι ως πρόσωπο, ως αγάπη!

Οι άνθρωποι σήμερα φοβούνται να ρωτήσουν ακόμη κι έναν κληρικό μία ερώτηση, που πιστεύουν πως η απάντηση της θα τους επιβάλλει μία ποινή και πως για να εξιλεωθούν, θα πρέπει να πληρώσουν γι’ αυτό. Ο Θεός δεν είναι δικαστής. Δεν ήρθε για να κρίνει αλλά για να σώσει τον κόσμο. Ήρθε για να κάνει την έκπληξη. Ακόμη και να ανατρέψει ευχάριστα τα δεδομένα, αν λάβουμε υπόψη μας τον μεταφυσικό οπτιμισμό του Γρηγορίου Νύσσης. Όχι όμως για να δημιουργήσει τύψεις και ενοχές στους ανθρώπους. Ο Χριστός δεν καταδικάζει κανέναν, δεν διώχνει κανέναν, δεν αποστρέφει το βλέμμα Του από κανέναν. Δεν δημιουργεί στον άνθρωπο ενοχικά σύνδρομα.

Οι Πατέρες της εκκλησίας σε κανένα τους κείμενο δεν λένε, θα πληρώσεις και θα πας στην κόλαση ή η αμαρτία σου αυτή επισύρει την τάδε ποινή κ.ο.κ. Το πνεύμα του ευαγγελίου και των Πατέρων, διακρίνεται για την αρχοντική του αγάπη, το άπειρο έλεος του Θεού και την ευγενική διάκριση. Δεν υπάρχουν για τον Θεό καταδικασμένοι και σεσωσμένοι. Για τον Θεό, σύμφωνα πάντα με τον ευαγγελικό και πατερικό λόγο, υπάρχει μετανοημένοι. Αν καθίσουμε και εξηγήσουμε τη σχέση Θεού – ανθρώπου όπως ο Άνσελμος, ο Λούθηρος, ο Ακινάτης, αλλοιώνουμε το πρόσωπο του Θεού. Όλοι οι ψαλμοί του Δαβίδ, τα κείμενα του Μαξίμου Ομολογητού που μιλάει για την αγάπη στα «Κεφάλαια περί Αγάπης», του Μ. Αθανασίου που μιλάει για το έλεος και την αγάπη του Θεού στο «Περί ενανθρωπήσεως» κ.τ.λ. εμπνέονται από την φιλανθρωπία του Θεού. Στην ευχή της Αναφοράς του Μ. Βασιλείου, ο Θεός συναντιέται με τον άνθρωπο που αρνήθηκε τον Θεό. Μία συνάντηση απροϋπόθετη και πολλές φορές ανερμήνευτη.

Η Δύση, δυστυχώς, ερμήνευσε την ενανθρώπιση Του, τα πάθη Του, με αμιγώς φιλοσοφικό τρόπο. Στο δυτικό πνεύμα εισήλθε η νομική αντίληψη περί Θεού, ο Θεός της αγάπης αντικαταστάθηκε από έναν Θεό τιμωρό που επιβάλλει ποινές. Δεν υπάρχει πνεύμα συγκατάβασης, φιλανθρωπίας και οικονομίας στον Λούθηρο ή στον Άνσελμο. Ο άνθρωπος, σύμφωνα το δυτικό πνεύμα, σώζεται μέσα από τα καλά έργα, στηριζόμενος στην πίστη στον Θεό, και για τις αμαρτίες του πρέπει οπωσδήποτε να πληρώσει.

Στην Ανατολή, τα πράγματα είναι διαφορετικά (αν και το προτεσταντικό πνεύμα έχει παρεισφρήσει κι εδώ). Ο Μ. Βασίλειος στην ευχή της Αναφοράς ξετυλίγει μέσα σε λίγες σειρές το σχέδιο της οικονομίας του Θεού που δίνει ως δωρεά το έλεος Του στον κάθε άνθρωπο, χωρίς όρους, κριτήρια και προϋποθέσεις. Αυτός ο Θεός είναι ένα «κατάλυμα των ανθρωπίνων ερώτων» όπως θα γράψει ο Νικόλαος Καβάσιλας.

Κάποτε ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, έδωσε μία συνέντευξη στο Αντίφωνο. Ο δημοσιογράφος τον ρώτησε «τι πρέπει να ελπίζει κανείς για το τέλος της ιστορίας;». Ο π. Νικόλαος, με ζωγραφισμένη την ελπίδα στο πρόσωπο του και με χαρούμενη βεβαιότητα, απάντησε: «Είναι μία έκπληξη το τέλος της ιστορίας. Δεν μπορεί να έχεις με έναν τόσο ερωτικό Θεό νταραβέρια και να μην σου την φέρει στο τέλος. Μια ερωτική έκπληξη. Θα μας την φέρει. Τελεία και παύλα. Και γι’ αυτό μπορούμε να είμαστε χαρμόσυνοι. Αν όχι χαρούμενοι, χαρμόσυνοι. Όπως είναι η μέρα θριαμβευτική. Έτσι όπως είναι το Πάσχα, ένας θρίαμβος. Έτσι θα είναι το τέλος. Μουσική θα είναι το τέλος. Μια τέλεια μουσική».

Ηρακλής Αθ. Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος