Ηρακλής Φίλιος : Ίσως να μην μάθουμε ποτέ τι είναι αγάπη …

filos_hraklis

 

Με ενοχλεί που πολλές φορές δεν μπορώ να πετάξω στον αέρα τα πιο όμορφα και αγνά συναισθήματα. Χαίρομαι όταν ζωγραφίζω την αύρα της αιθέριας φύσης με τα πιο όμορφα χρώματα που θέλουν να σου πουν «σ’ αγαπώ». Όταν στους ήχους μιας απαλής lounge music συναντώ τα κύματα της θάλασσας να χορεύουν με το ηλιοβασίλεμα. Λυπάμαι όταν ο άνθρωπος χτίζει με πόνο κι αγάπη κι όταν με μίσος σκοτώνει κάθε τι όμορφο που χάνει την προοπτική της αισθητικής τελείωσης.

Σκεφτόμενος πως ο σύγχρονος άνθρωπος έχει να παλέψει με έννοιες, καταστάσεις, βιώματα κι εξωγενείς παράγοντες, προβληματίστηκα για το πόσο είναι εφικτό όχι μόνο να στοχεύσει στην αυτοανακάλυψη του, αλλά και να καταφέρει να ξεκινήσει μία διαδικασία διόρθωσης όλων εκείνων των στοιχείων που μετατρέπουν ενδόμυχα κάθε σκέψη, πεποίθηση και πράξη σε ένα πρόσωπο απεχθές για τον ίδιο, αλλά και για τους γύρω του.

Δεν έχει σημασία αν εντοπίσεις κάθε αγνό ψυχικό σου χάρισμα. Σημασία έχει τα αγκάθια που ματώνουν ψυχή και καρδιά, να τα μετατρέψεις σε μυρίπνοα άνθη εκστατικών ευωδιών που με το άρωμα τους θα συνεπαίρνουν τον συνάνθρωπο σου και με τη γεύση των χρωμάτων τους θα ζωγραφίζουν με μυσταγωγική ευλάβεια το ναό της ψυχής, του σώματος τους. Γράφει ο ψυχίατρος και θεολόγος π. Φιλόθεος Φάρος, ένας άνθρωπος με καταπληκτικές σπουδές στη θεολογία και στην ψυχολογία που δίδαξε στα πιο γνωστά πανεπιστήμια της Αμερικής: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι πραγματικός άνθρωπος αν δεν γνωρίζει ποιος και τι είναι∙ και επιτυγχάνει αυτή την αυτογνωσία όχι μόνο όταν γνωρίζει τον εαυτό του ως άγγελο αλλά και όταν τον γνωρίζει σαν ζώο».

Η αυτογνωσία είναι μία επίπονη διαδικασία. Ποιος θέλει εξάλλου να ομολογήσει τα πάθη του, τα λάθη του και να τα διορθώσει; Αρκούμαστε σχεδόν πάντα σε ένα ευχάριστο πρόσωπο που δείχνουμε προς τους άλλους, χωρίς να θέλουμε να φτάσουμε στο βάθος της ύπαρξης μας και στις αιτίες που γεννάν ένα πρόσωπο που διακρίνεται για την ασχήμια του, τη σκοτεινότητα του. Ο άγιος Ησύχιος Ιεροσολύμων ονομάζει «αιθίοπα» αυτή την άσχημη όψη του εαυτού μας. Και με άλλη γλώσσα, ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος την παρομοιάζει με φίδι που μπήκε στην καρδιά μας και πληγώνει τα πιο σπουδαία όργανα της ψυχής μας. Αν σκοτώσεις αυτό το φίδι, μας λέει ο άγιος, τότε μπορείς να καυχηθείς ενώπιον του Θεού για την καθαρότητα σου. Έτσι οι περισσότεροι από εμάς κυριαρχούμαστε από το φόβο όχι τόσο της ανακάλυψης του «ποιοι είμαστε», αλλά της ανάγκης για διόρθωση της ασχήμιας μας που γεννά αυτή η φυσική συνείδηση επίγνωσης των άγιων μα και των εωσφορικών μας στοιχείων. Αρνούμαστε να κοιτάξουμε μέσα μας, γιατί φοβόμαστε πως θα αντικρύσουμε «είδωλα, δαίμονες, ξωθιές, φαντάσματα, σκυλιά», κατά την έκφραση του ποιητή.

Προχωρώντας στην «τέχνη» της ανακάλυψης μας, διαπιστώνουμε πως ένα τμήμα του όλου εγχειρήματος έχει να κάνει με τους ανθρώπους που βρίσκονται δίπλα μας. Πολλές φορές η συμπεριφορά μας επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σχέση μας με τους γύρω μας. Αν ο άλλος μας συμπεριφέρεται σωστά, τότε κι εμείς έχουμε ανάλογη συμπεριφορά προς εκείνον. Αν ο άλλος δεν μας συμπεριφέρεται σωστά, αναδύεται από μέσα μας ένα εγωιστικό και ειδεχθές πρόσωπο που εμφορούμενο από οργή και μίσος, γνωρίζει μόνο να εκδικείται, να κακοχαρακτηρίζει, να μιλάει άσχημα, να κατακρίνει και να «σκοτώνει» τον άλλον, αυτοϊκανοποιώντας τις εσωτερικές του ανησυχίες και πάθη, που θέλει να πνίξει στο σκοτάδι της ανυπαρξίας του. Όμως έτσι σκοτώνει τα πολύτιμα στολίδια της αγάπης, της ταπείνωσης, της υπομονής, του σεβασμού προς τον άλλον, με τα οποία αν κοσμούσε το δωμάτιο της ψυχής, θα έλαμπε το φως της αγάπης και της πραότητας ενδόμυχα, αλλά και μεταμορφωτικά θα διέχεε κάθε ευεργεσία προς τους άλλους. Έτσι δεν μπορούμε να διδάξουμε στον άλλον ηθική όταν εμείς αποδεικνύουμε πως γινόμαστε χειρότεροι. Γι’ αυτό και ο αμερικανός φιλόσοφος και ακαδημαϊκός του 18ου αιώνα Amos Bronson Alcott, λέει σχετικά: «Πρώτα ανακάλυψε τον άνθρωπο μέσα σου, αν θες να διδάξεις ανθρωπιά στους άλλους».

Αυτό που συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να θέλουμε να κρύψουμε τη βρωμιά που σαπίζει μέσα μας κάθε άγια προοπτική για ένωση με το Θεό και τον άλλον, να κατακρίνουμε εκείνον που σφάλλει και αμαρτάνει και να βγάλουμε στην επιφάνεια τις δικές του αμαρτίες, χωρίς να αναλογιστούμε πως η ενέργεια μας αυτή, είναι πολύ μεγαλύτερη αμαρτία. Κι επικαλούμαι τον σουηδό συγγραφέα Tito Colliander που γράφει τα εξής: «Όμως λένε οι άγιοι: κοίτα το σκοτάδι που υπάρχει στην καρδιά σου και την αδυναμία που κατοικεί στα μέλη σου και απόβαλε κάθε διάθεση κατάκρισης του πλησίον σου. Από το σκοτάδι, όπου βρίσκεσαι, βλέπεις το ουράνιο φως να αντικατοπτρίζεται πιο καθαρά στα άλλα δημιουργήματα. Δεν σου επιτρέπεται όμως να αποκαλύψεις τα αμαρτήματα των άλλων, διότι τα δικά σου είναι εξίσου μεγάλα. Μόνο όταν ασχοληθείς με επιμέλεια και στα σοβαρά για την τελειοποίηση σου θα παρατηρήσεις την ατέλεια σου. Και όταν αντιληφθείς την ατέλεια σου, μπορείς να τελειοποιηθείς».

Από την άλλη αισθάνομαι την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας μία εμπειρία. Πρόσφατα ένας νέος επισκέφθηκε ένα γέροντα σε ένα μοναστήρι της περιοχής μας όπου και εγκαταβιώνει μόνος του. Όταν μίλησε μαζί του τον ρώτησε: «Γέροντα έχω έναν προβληματισμό μέσα μου. Από τη μία, μία γυναίκα έχει αυτή τη ροπή προς τη ηδονή, το σεξ, που δεν είναι κακό σαν κάτι το πηγαίο και της αρέσει αυτό συνέχεια. Από την άλλη ένας άλλος την κατακρίνει παρουσιάζοντας της την αμαρτία αυτή με άσχημο τρόπο. Ποια είναι η μεγαλύτερη αμαρτία γέροντα; Και απάντησε ο γέροντας: Αν η κοπέλα μετανοήσει και κλάψει για αυτό της το πάθος, την επόμενη μέρα θα της δώσω ευλογία να κοινωνήσει. Όμως δεν ισχύει το ίδιο και για τον νέο που για να κοινωνήσει, πρέπει πρώτα να συμφιλιωθεί με εκείνη που κατακρίνει και αυτό είναι δύσκολο, να ρίξεις δηλαδή τον εγωισμό σου και να ταπεινωθείς». Τα λόγια αυτά θυμίζουν τα «ουαί» του Χριστού, που τα απεύθυνε στους γραμματείς και φαρισαίους, χωρίς στο συγκεκριμένο σημείο να αναφερθεί στα πάθη της σάρκας. Αντίθετα στο σημείο αυτό στηλίτευσε την υποκρισία.

Αυτή η σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, άλλοτε μας προβληματίζει, και άλλοτε θεωρούμε πως δεν χρειάζεται να της ρίξουμε φως, καθώς ο άλλος φταίει, ο άλλος αμάρτησε, ο άλλος μας μίλησε άσχημα. Κι έτσι εμείς γιατί να απολογηθούμε όταν του ανταποδώσαμε και γίναμε σαν εκείνον, κατρακυλώντας μαζί του στον κατήφορο αυτό; Διαβάζω τι γράφει ο π. Φιλόθεος Φάρος στο βιβλίο του «Ταξίδι Αυτοανακάλυψης»: «Δύο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία αυτής της σκοτεινής μας πλευράς: η οργή και η λαγνεία. Η οργή είναι εάν συναίσθημα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο δημιουργικά όσο και καταστροφικά. Ο άνθρωπος  που δεν είναι οργισμένος δεν είναι ούτε αξιέπαινος, ούτε αξιοκατάκριτος μόνο γι’ αυτό, αλλά από τον τρόπο που συμπεριφέρεται. Η οργή κρίνεται από αυτά που την συνοδεύουν. Αν τα κίνητρα της οργής είναι φθόνος, εγωκεντρισμός, έπαρση, ανυπομονησία, η οργή γίνεται καταστρεπτική∙ ενώ, αν τα κίνητρα είναι αγάπη, δημιουργική δύναμη και δικαιοσύνη, η οργή γίνεται δημιουργία». Εξάλλου όπως έλεγε και ο αρχαίος Έλληνας συγγραφέας Μένανδρος, «λίγο βαστάει ο θυμός όσων αγαπούν πραγματικά».

Αν και ο Paulo Coelho μας λέει πως «είναι ανώφελο να μιλάς γι’ αγάπη, γιατί η αγάπη έχει τη δική της γλώσσα και μιλάει από μόνη της», θα προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε σε ότι πιο όμορφο, άγιο, εξυψωτικό. Δεν είμαι κατάλληλος να μιλήσω γι’ αυτό. Νομίζω πως ποτέ δεν θα μάθουμε πως είναι να αγαπάς αληθινά. Αναζητώντας την αγάπη στον Χριστό, στους Πατέρες της εκκλησίας, στους φιλοσόφους, στους συγγραφείς, στη ζωή, μαθαίνουμε εμπνεόμαστε, βιώνουμε και ξεκινάμε άλλο ένα ταξίδι. Σαν την ιστορία αγάπης του επιστολικού μυθιστορήματος «Νέα Ελοΐζα» του Jean – Jacques Rousseau.

Μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να ορίσει την αγάπη. Κι αν την όριζε, θα την εγκλώβιζε σε λέξεις και σχήματα που ξεγυμνώνουν την εκφραστική δυναμική της που αναστατώνει ζωές, ψυχές, και μεταμορφώνει σε ότι πιο όμορφο τον άνθρωπο και τους άλλους. Το να θες να ορίσεις τι είναι αγάπη είναι σαν να θες να χωρέσεις όλη τη θάλασσα σε ένα κουβαδάκι, είναι σαν να θες να αγκαλιάσεις ένα ψηλό βουνό, είναι σαν να θες να χορέψεις πάνω στο ουράνιο τόξο που χύνει τα χρώματα του στην ατμόσφαιρα. Είναι σαν να θες να ξεχάσεις πόσο όμορφο είναι να αγαπάς, λέγοντας το μόνο. Η αγάπη δεν ορίζεται. Η αγάπη βιώνεται. Αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός όπως θεολογεί ο Ιωάννης ο Θεολόγος. Δεν είναι Εκείνος που έχει μόνο αγάπη, αλλά είναι η αγάπη. Το ομολογεί και ο συγγραφέας Samuel Butler, λέγοντας πως «ο Θεός είναι αγάπη τολμώ να πω». Το μαρτυρεί η φύση, τα ζώα, τα βουνά, οι δροσοσταλιές των δέντρων, το κελάηδημα των πουλιών, το χρώμα των λουλουδιών, ο άνθρωπος.

Ο Θεός είναι η όντως αγάπη. Από αγάπη δημιούργησε τη φύση, τον άνθρωπο, τα πάντα και η αγάπη Του κάλεσε τον άνθρωπο., να διορθώσει το πάθος του Αδάμ και της Εύας για ισοθεΐα. Το γεγονός ότι ο Θεός ντύθηκε τη σάρκα ολόκληρη χωρίς την αμαρτία, «ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» κατά την εύστοχη ρήση του Μ. Αθανασίου, το γεγονός ότι άδειασε τον εαυτό Του, για να γεμίσει με αιωνιότητα τη φθαρτή και αμαρτωλή ανθρώπινη φύση, το γεγονός ότι έχυσε το Αίμα Του για να κερδίσει ο άνθρωπος την ομορφιά που έχασε στον παράδεισο, όλα αυτά είναι αγάπη. Είναι μία ακραία ταπείνωση που υπέστη ποιος; Ο Θεάνθρωπος που μπορούσε να αποφύγει αυτόν τον εξευτελισμό, αλλά υπακούοντας στο θέλημα του Θεού, γεννήθηκε, ραπίστηκε, βρίστηκε, ξευτιλίστηκε, σταυρώθηκε κι αναστήθηκε.

Και ο Ίδιος μίλησε για την αγάπη. Και είπε λόγια που χτυπούν βαθιά τον ανθρώπινο εγωισμό και αναστατώνουν τη θλιβερή και ανόητη φύση του ανθρώπου, που ξέρει να πληγώνει, και ξέχασε να αγαπά, να κατανοεί και να συγχωρεί. Αν μας μιλούσε πάλι σήμερα, θα μας έλεγε αυτά τα λόγια που είναι δικά του: «Έχετε ακούσει ότι είπαν, να αγαπάς τον πλησίον σου και να μισείς τον εχθρόν σου. Εγώ όμως σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους που σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους που σας μισούν, και προσεύχεσθε δι’ εκείνους που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν, διά να γίνετε παιδιά του Πατέρα σας, που είναι εις τους ουρανούς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιο του διά τους πονηρούς και αγαθούς και βρέχει διά τους δικαίους και αδίκους. Διότι εάν αγαπήσετε εκείνους που σας αγαπούν, ποια ανταμοιβή έχετε; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώναι; Και εάν χαιρετάτε μόνο τους αδελφούς σας, τι περισσότερο κάνετε; Δεν κάνουν το ίδιο και οι τελώναι; Ναι είσθε λοιπόν τέλειοι, όπως και ο Πατέρας σας, ο ουράνιος, είναι τέλειος». Ταυτίζοντας λοιπόν ο ευαγγελιστής Ιωάννης την αγάπη με το Θεό, τη συνδέει με τη δημιουργία, τη συντήρηση και την τελείωση. Όπως γράφει και ο ακαδημαϊκός Ν. Ματσούκας: «Η αγάπη δεν είναι πόθος για τη ζωή, αλλά άπλωμα και έκρηξη της ζωής ανεξάντλητα. Γι’ αυτό όποιος αγαπά δωρίζει, ενώ όποιος κυριαρχείται τυραννικά από τον έρωτα, ζητάει κατοχή και κατακτήσεις».

Υπάρχουν αγάπες εγωιστικές, τυφλές, αγάπες που διαφθείρουν και καταστρέφουν, γιατί στο βάθος τους κρύβουν το στοιχείο της φθοράς και της ανθρώπινης ανεπάρκειας, όσο κι αν προβάλλονται ως αγνές και καθαρές κρινόμενες με ανθρώπινα μέτρα. Δεν είναι αρκετές η καλή διάθεση και ο συναισθηματισμός μας για να μας προφυλάξουν από την εκλογή λανθασμένου δρόμου, από την υπερεκτίμηση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, από τυχόν εκτροχιασμό και κατάληξη από αγάπη σε μη – αγάπη ή σε αδιαφορία ή ακόμη και σε μίσος. Αυτές οι νοσηρές αγάπες δεν κινούνται προς τη δημιουργική φορά της τελείωσης, απλά περιορίζουν την ύπαρξη τους λίγο πιο πάνω από το μηδέν.

Η αγάπη δεν αφορά μόνον τα ενδιαφέρον, την ταύτιση, την κατανόηση προς τον άλλον, αλλά αφορά και την αδυναμία σου να βυθιστείς στο ύψος της σιωπής των δακρύων που γεννά η συναίσθηση της αμαρτωλότητας σου και που επιβεβαιώνει η ταπείνωση. Αγάπη είναι να θάψεις το «εγώ» σου στο χώμα της τιποτένιας φθαρτότητας σου, της υπαρξιακής ταυτότητας του «τίποτε» του εαυτού σου.

Δεν μπορείς να λες «σ’ αγαπώ» και να πληγώνεις με τα λόγια σου∙ αυτό δεν είναι αγάπη. Δεν μπορείς να λες «σ’ αγαπώ» και να κατακρίνεις τον άλλον∙ αυτό δεν είναι αγάπη. Δεν μπορεί να λες «σ’ αγαπώ» και στις δυσκολίες να φεύγεις και να τον εγκαταλείπεις∙ αυτό δεν είναι αγάπη. Δεν μπορεί να λες «σ’ αγαπώ» και να θες να ζήσει ο άλλος τη ζωή σας όπως θες∙ αυτό δεν είναι αγάπη. Αγάπη είναι να σιωπάς όταν σε αδικεί ο άλλος και να πνίγεις το θυμό σου στη σιωπή των δακρύων. Αγάπη είναι να διακρίνεις την αμαρτωλότητα του άλλου και να μην τον κατακρίνεις γι’ αυτό που είναι. Αγάπη είναι να κατανοείς τον άλλον, τη διαφορετικότητα του. Αγάπη είναι να δέχεσαι τον άλλον όπως είναι, με τα πάθη του, τα λάθη του, τις αμαρτίες του. Εξάλλου γι’ αυτό που είναι δεν τον αγαπάς;

Όπως έλεγε και ο γέροντας Πορφύριος «η υπακοή φέρνει την ταπείνωση, η ταπείνωση την διάκριση, η διάκριση την ενόραση, η ενόραση την προόραση». Και οι Πατέρες της εκκλησίας μιλάνε για την αγάπη, τη διάκριση, την υπομονή, την υπακοή, τη διακονία προς τον άλλον. Λέει πολύ όμορφα ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, πως «ότις αγαπά, τούτου και αντέχεται πάντως∙ και πάντων των προς τούτο εμποδιζόντων αυτώ καταφρονεί, ίνα μη αυτού στερηθή».

Στη ζωή θα αδικηθούμε, θα μας πληγώσουν, θα μας βρίσουν, όμως η αντίδραση είναι η αγάπη. Δεν είναι εύκολο. Έχει τόσα ζιζάνια εγωισμού μέσα η ανθρώπινη ψυχή που τον κήπο της καρδιάς ματώνουν και σκοτίζουν το νου και ο άνθρωπος αν και μιλάει για αγάπη και βαυκαλίζεται πως αγαπάει, εντούτοις εκδικείται, μισεί, φθονεί. Η αυτογνωσία του νεκρώνεται και εκδηλώνει το κακό στο συνάνθρωπο του μέσα από την οργή του. Στο μονοπάτι αυτό πολλές φορές θα πέσει. Θα ανακαλύψει ποιος είναι, θα αγωνιστεί να διορθωθεί από την απάθεια αυτή, αλλά θα ξαναπέσει. Ίσως όμως μία μέρα μέσα από τις συνεχείς πτώσεις, καταφέρει και πιάσει το δέντρο της ζωής εκεί όπου θα είναι πεσμένος. Και ίσως κάποτε να δει διαφορετικά τον άλλον, να τον κατανοήσει, να ικανοποιήσει τα «πως» και τα «γιατί» του άλλου, τη συμπεριφορά του και ίσως τότε μισήσει τον άσχημο του εαυτό που έκρινε τον άλλον, ίσως τότε με διάκριση σταθεί απέναντι στον άλλον και σιωπήσει. Τότε θα κατανοήσει, θα υπομείνει, θα σταθεί με διάκριση απέναντι στην ασχήμια του άλλου, και θα αγαπήσει τον άλλον όπως είναι.

Βυθίσου στη σκέψη του ύψους του ομορφότερου συναισθήματος. Αναζήτησε την ασχήμια σου και σκότωσε τον εγωισμό και την υποκρισία, που εγκλωβίζουν χωροχρονικά τη νέα «αρχιτεκτονική» της αισθητικής ωραιότητας της αγάπης. Της αγάπης και του έρωτα που δεν αποτελούν προϊόντα εναγωνιώδους προσπάθειας για τον απεμπολισμό του ενόχου, αλλά ανάδειξη της συναισθηματικής υπερβατικότητας που γεννά η εδώ και αιώνες, οικείωση με το άγιο κι αγαπητικό συνεκτικό στοιχείο της εκκλησιαστικής φύσης που ο χρόνος σκέπασε στη λήθη της μνήμης. Η αισθητική αυτή αγνότητα, γυμνώνει πρώτα τις ψυχές και ύστερα τα σώματα. Γιατί όσοι λησμόνησαν να ερωτευτούν ψυχές, είναι όσοι σκότωσαν τον εαυτό τους στη γύμνια του σώματος.