Η δασκάλα από τη Λάρισα που υιοθέτησε ένα χωριό στην Τανζανία

Η Ελένη Αναστασοπούλου µαζί µε τρεις συµπατριώτες της, µέλη της οµάδας εθελοντών «Η Φιλότητα», θα εκπαιδεύσουν τις γυναίκες του Γκόνγκο να παράγουν προϊόντα από ανακυκλώσιµα υλικά ώστε να σταµατήσουν το κυνήγι ελεφάντων, που απειλούνται µε εξαφάνιση

Νακουπεντάλααααα µουαλιµού»! Ενα τσούρµο από µικρά παιδιά τρέχουν γύρω της και την αγκαλιάζουν. «∆ασκάλα, σ’ αγαπώ» της φωνάζουν στη γλώσσα τους, τα σουαχίλι. «Καρίµπου γουαγκιρίκι», που σηµαίνει «Ελληνες, καλωσήρθατε», φωνάζουν οι µητέρες τους.

Η δασκάλα είναι η Ελένη Αναστασοπούλου, η υπερδραστήρια νηπιαγωγός από τη Λάρισα που µαζί µε τρεις συµπατριώτες της, µέλη της εθελοντικής οµάδας «Η Φιλότητα», βρίσκονται αυτές τις ηµέρες στην Τανζανία, µε αποστολή να σώσουν ένα δάσος από την καταστροφή καθώς και τους ελέφαντές του.

Στο χωριό Γκόνγκο, περίπου 200 χλµ. βορειοανατολικά της πρωτεύουσας, µε τους 2.000 χαµογελαστούς κατοίκους που ασχολούνται µε την καλλιέργεια µπανάνας και ανανά (οι γυναίκες, γιατί οι άντρες αράζουν οληµερίς στα καφενεία), η παρέα των Ελλήνων βοηθά στο να γίνουν δύο οικολογικές τουαλέτες και να στηθεί ένα κτίριο για τον συνεταιρισµό των γυναικών. Εκεί οι γυναίκες του χωριού θα εκπαιδευτούν ώστε να παράγουν σερβιέτες και παιδικές πάνες από ανακυκλώσιµα υλικά και επαναχρησιµοποιήσιµα όπως υφάσµατα τα οποία πετούν µεγάλα εργοστάσια ρούχων.

Στόχος των εθελοντών είναι να πείσουν τους κατοίκους ότι µπορούν να εργαστούν και να βγάζουν τα απαραίτητα για τους ίδιους και τις οικογένειές τους χωρίς να κυνηγούν το εύκολο κέρδος. Το οποίο εύκολο κέρδος είναι η ξύλευση του κοντινού δάσους και η καταστροφή του για την παραγωγή κάρβουνου. Μαζί και το κυνήγι ελεφάντων, οι οποίοι τείνουν να αφανιστούν.

«Σε αυτό τον ευλογηµένο τόπο οι άνθρωποι είναι χαρούµενοι, γελαστοί, αρκετά ανεξάρτητοι, αλλά θέλουν µια ώθηση για να σταµατήσουν να καταστρέφουν το φυσικό περιβάλλον. Γύρω από το Γκόνγκο υπάρχει ένα παρθένο δάσος το οποίο αποψιλώνουν οι άνθρωποι. Πουλούν τα ξύλα και σε ό,τι µένει του βάζουν φωτιά και πουλούν το κάρβουνο. Πρέπει να πάψουν να ζουν έτσι» λέει στο «Εθνος της Κυριακής» η Ελένη Αναστασοπούλου, που συµπληρώνει δύο εβδοµάδες στην Τανζανία. Μαζί της είναι η επίσης εκπαιδευτικός Κυρατσώ Τσιόπα, ο επιχειρηµατίας Βασίλης Καλαµπούκας και ο εµπορικός αντιπρόσωπος Λεωνίδας Κίτσιος, ενώ τις προηγούµενες µέρες βρέθηκαν στην περιοχή και οι Θεσσαλονικιές Αννα Μαργούτα και Σµαράγδα Αυγέρη, που ανέλαβαν να στήσουν ένα νηπιαγωγείο στο Γκόνγκο.

∆ίπλα στους Ελληνες εθελοντές που προσπαθούν να σώσουν το τοπικό δάσος είναι και µια οικογένεια Γάλλων, στελεχών της WWF, αλλά και µια Γαλλίδα δηµοσιογράφος που πήγε για ρεπορτάζ και παθιάστηκε µε το θέµα. Πολύ πριν τους Ελληνες, βέβαια, στο Γκόνγκο βρέθηκε ο Ελληνοαφρικανός Κωνσταντίνος Κουκούλης, ο οποίος γεννήθηκε στο Μπουρούντι -η καταγωγή της οικογένειάς του είναι από τη Σάµο- και από το 2001 µετακόµισε στην Τανζανία, όπου, µεταξύ άλλων, διαχειρίζεται ένα από τα δέκα κορυφαία lodges για διακοπές σαφάρι στην Αφρική. Επιπλέον, έχει ιδρύσει τον οργανισµό SANA (Saving Africa’ s Nature), ο οποίος δραστηριοποιείται στην περιοχή Μισένι, όπου υπάγεται το Γκόνγκο. Στόχος του οργανισµού είναι η προστασία του περιβάλλοντος και των άγριων ζώων µέσα από βιώσιµες πρακτικές και ο ίδιος βρίσκεται καθηµερινά στα χωριά της περιοχής και προσπαθεί να πείσει τους κατοίκους ότι ο σεβασµός στο περιβάλλον είναι σεβασµός στη ζωή τους.

tanzania.jpg

Στο Γκόνγκο γνώρισαν, επίσης, το 18µελές κοινοτικό συµβούλιο. Το 1/3 των µελών του είναι υποχρεωτικά γυναίκες, και αν δεν ψηφιστούν, επιλέγονται ανάµεσα από γυναίκες που δηλώνουν πως θέλουν να ασχοληθούν µε τα κοινά του χωριού.

«Οι γυναίκες στην Τανζανία είναι πολύ δυναµικές. ∆ουλεύουν όλη τη µέρα και µεγαλώνουν τα παιδιά τους. Τους λείπουν τα βασικά, όπως οι παιδικές πάνες, αλλά αγαπούν πολύ τη µητρότητα. Για τους άντρες είναι χρήσιµες όσο γεννούν. Αλλά εδώ οι γυναίκες δεν αφήνουν κανένα παιδί έκθετο. Στην αρχή της εβδοµάδας πέθανε από AIDS µια νεαρή µητέρα από το Γκόνγκο. Νοσηλευόταν σε νοσοκοµείο στο Νταρ Ες Σαλάµ και την έφεραν για την κηδεία στο χωριό. Ολες οι γυναίκες την έκλαψαν, την ακολούθησαν στην τελευταία της κατοικία και µία πήρε το παιδί της για να το µεγαλώσει µαζί µε τα δικά της» µας λέει η Ελένη Αναστασοπούλου.

Η διαµονή στις σκηνές µέσα στο δάσος είναι µια συναρπαστική εµπειρία. Οι φωνές από τα άγρια ζώα ταράζουν την ηρεµία της νύχτα, αλλά δεν αναστατώνουν τους επισκέπτες. Οι ελέφαντες είναι µακριά, βλέπουν µόνο τα ίχνη τους το πρωί. Από κοντά τους έχουν συναντήσει σε βόλτες µε τζιπ µέσα στο δάσος.

Αλλά και οι διαδροµές τους στο χωριό µε τα µηχανάκια των νεαρών, µε τα σύννεφα σκόνης να τους πνίγουν, είναι διασκεδαστικές. Οι αποστάσεις δεν είναι µεγάλες και καλύπτονται εύκολα είτε µε τα πόδια είτε µε δίκυκλα.

Οι Ελληνες εθελοντές εργάζονται όλη την ηµέρα. Χτίζουν, κουβαλούν πράγµατα, βοηθούν σε δουλειές, και το απόγευµα κάθονται µε τους άντρες στα καφενεία και κουβεντιάζουν, παρουσία πάντα του αγγλόφωνου διερµηνέα.

«Προσπαθούµε να τους πείσουµε ότι το δάσος και τα ζώα είναι τόσο τοπική όσο και παγκόσµια περιουσία. Αν κάψουν όλο το δάσος, θα µειωθεί το οξυγόνο, θα επιβαρυνθεί το περιβάλλον, θα καταστραφούν οι ζωές τους. Οµοίως, αν σκοτώσουν όλους τους ελέφαντες, η περιοχή τους θα είναι ένας άλλος τόπος» αναφέρει η νηπιαγωγός από τη Λάρισα.

Η Ελένη Αναστασόπουλου είναι µια εκπαιδευτικός εξαιρετικά δραστήρια και αρκετά διαφορετική από τις άλλες. Τελείωσε την Παιδαγωγική Σχολή στο ΑΠΘ, εργάστηκε ως νηπιαγωγός για περίπου 20 χρόνια σε σχολεία της Φωκίδας και της Λάρισας, έχει κάνει µεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαιδευτική και την Ψυχολογική Μεθοδολογία, στην Οργάνωση και ∆ιοίκηση Επιχειρήσεων και στην ∆ηµιουργική Γραφή, έχει ειδικευτεί στην Ειδική Αγωγή, τη ∆ιαπολιτισµική Αγωγή και στο Θεατρικό Παιχνίδι, και µιλά άψογα αγγλικά, ιταλικά και ισπανικά. Συγχρόνως, µέχρι πριν λίγο καιρό ήταν περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας.

Αυτό είναι το τρίτο της ταξίδι στην Αφρική, µε την οµάδα «Φιλότης». Το 2013 και το 2014 βρέθηκε πάλι στην Τανζανία, και συγκεκριµένα στην πόλη Ιρίνγκα, 500 χλµ. µακριά από το Νταρ Ελ Σαλάµ, σε µεγάλο υψόµετρο και µέσα σε δύσκολες συνθήκες.

Στην αρχή ήταν λίγο σαν χαµένη. Ντράπηκε και έκλαψε. Γρήγορα, όµως, η σκληρή πραγµατικότητα, το βλέµµα, τα χαµόγελα και οι πλατιές αγκαλιές των παιδιών τη συνέφεραν. Είπε «άσε τις ψυχοπονιές και πιάσε δουλειά». Η «δουλειά» είχε να κάνει µε διανοµή ρούχων, καλαµποκιού, ρούχων, βιταµινών και σχολικών ειδών στις κοινότητες των Μασάι.

Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα, έγραψε το παραµύθι «Ο Μπαµπαγιούµ και οι καραµέλες», που µεταφέρει αυτό το κλίµα, «απαλλαγµένο από δήθεν «φιλάνθρωπα» αισθήµατα λύπησης». Το βιβλίο της έγινε best seller και κάνει συνεχώς επανεκδόσεις.

ethnos.gr