Γιώργος  Αλεξανδρής: “Της μοίρας το γραμμένο”

Ποίημα “ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ”

Πολύ το τρέχεις γιόκα μου το μαύρο σου το άτι.
Βαρύς ο δρόμος που πατείς κι η απόσταση μεγάλη.
Κατάκοπος μου φαίνεσαι παρά τη λεβεντιά σου
που έχεις δίπλα για βοηθό στο κάθε πάτημά σου.
Ξενόφερτος μου φαίνεσαι σε τούτα  δω τα μέρη.
Το τι ζητάς, το πού θα πας, μπορώ να μάθω κάτι;
Το γήρας μ’ έμαθε πολλά μη λάχει σε βοηθήσω.
–Γέροντα που σ’ απάντησα εδώ, καταμεσής του δρόμου
και θέλησες με προθυμιά και με περίσσεια αγάπη,
εμέ τον άγνωστο βοήθεια για να μου δώσεις λίγη,
αφουγκράσου το τι θα πω κι ευχαριστώ για όλα.
–Ιδρώτας πολύς σε λούζει κατάξανθε λεβέντη
μα έχεις καρδιά που λέει και στήθια που βαστούνε.
Χαρά στη μάνα πό ‘καμε τέτοιο παλληκάρι
και το ‘χει για στολίδι της μονάκριβο καμάρι.
–Γέροντα  σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια
και  θέλω κάτι να μου πεις, κάτι να μ’ ορμηνέψεις
κι αν βγει ο λόγος σου σωστός και παινεμένος,
πατέρα θα σε κάνω εγώ τιμή και σέβας θα ‘χεις
γιατί ο πραγματικός στο χώμα βρίσκεται θαμμένος.
–Ορφανός είσαι παιδάκι μου, χωρίς γλυκό πατέρα
γι ‘ αυτό το βλέμμα σου είναι βαρύ και λυπημένο;
Τον χάροντα ψάχνεις για να βρεις εκδίκηση να πάρεις
που σου  ‘στειλε την ορφανιά σαν μαύρη καταιγίδα;
–Χήρα με γέννησε η φτωχή και Σάββατο ημέρα.
Πατέρα δεν εγνώρισα σε όλη τη ζωή μου.
Είναι πολλά τα βάσανα που σέρνει η ψυχή μου.
Φωτιά και λάβα πέσανε όλα μαζί σ’ εμένα,
εθόλωσεν ο νους και έχασα τα λογικά μου,
μα ανεστήθη η καρδιά που τώρα με προστάζει.
Κόρη καλή αγάπησα γέροντα στη ζωή μου.
Την πόθησα με πόθησε, μ’ ορκίστη αιώνια πίστη,
μα ο δικός μου έρωτας δεν είναι απλή αγάπη.
Φλόγες φωτιάς με ζώνουνε, μου καίνε το κορμί μου.
Νερό ζητώ να πιω, στα χείλη της το βρίσκω,
νερό κρυστάλλινο καθαρό, γαργαρωμένο νέκταρ.
Στα μάτια της τα όμορφα, τα μαργαριταρένια
πο ’χουν το χρώμα τ’ ουρανού και της αυγής τη χάρη,
τον κάθε πόνο μου ξεχνώ και της ζωής τα πάθη.
Μα μοίρα κακή μας μοίρανε, κακό μεγάλο εφάνη.
Αρρώστια την επλάκωσε βαριά και βασανίστρα
και το κρεβάτι σύντροφο το έκαμε και λιώνει.
Γιατροί περάσανε πολλοί ’π’ ανατολή και δύση.
Αγιάτρευτη η αρρώστια της που λιώνει το κορμί της.
Είναι γραμμένο γέροντα, έτσι μου είπαν όλοι
τον κάτω κόσμο για να δει, εκεί για να μισέψει,
εμέ  ν’ αφήσει έρημο, το χάρο να ζηλέψει.
Δεν μπόρεσα , δεν άντεξα στην τόση αυτή αγάπη.
Φτερά έβαλε αυτή στ’ αλόγου μου τα πόδια
και δύναμη σε με και θάρρος στην καρδιά μου,
την μοίρα της να πάω να βρω στα πόδια της να πέσω
με δάκρυα πολλά καφτά να την παρακαλέσω,
να ξέγραφε το γραμμένο της, το μαύρο πεπρωμένο,
τι είναι η πρώτη στο χωριό  κι είναι δική μου αγάπη.
Πες μου γέροντα, πες μου μη λάχει και πως ξέρεις
τ’ όμορφο παλάτι της η μοίρα έχει κτισμένο;
Καιρό έχω τώρα που πατώ τα χώματα τα ξένα,
μα να την βρω δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, δεν ξέρω.
Μήπως τη βρήκες πουθενά και μίλησες μαζί της,
για μια  ομορφονιά, που έχει τα μάτια γαλανά
και μια χρυσή καρδιά σχισμένη σε κομμάτια;
Μίλα καλέ μου γέροντα κι απάντησέ μου τώρα,
τι μ’ έφαγε η καρτεριά κι άλλον καιρό δεν έχω.
Να την προλάβω ζωντανή, γραμμένη σ’ αυτούς που ζούνε,
που χαίρονται και που γελούν, που τώρα τραγουδούνε.
Δεν θέλω να χαθεί, δεν θέλω να μ’ αφήσει
πεντάρφανο και έρημο σ’ αυτήν εδώ τη ζήση.
–Πουλάκια που ξεβγαίνουνε στο πέλαγος μονάχα,
γρήγορα θα κουραστούν και κάποτε θα πέσουν,
θα φύγουν, θα χαθούν, και άλλο δε θα ζήσουν.
Αχ γιε μου, άδικα το προσπαθείς κι άσκοπα το γυρεύεις.
–Το θέλω γέροντα πολύ και μην με απελπίζεις.
–Το βλέπεις κείνο το βουνό που  στέκεται αντίκρυ;
Παλάτια χρυσοστόλιστα η μοίρα έχει  χτισμένα
και  ν ‘ανεβείς δεν ημπορείς δεν δύνασαι παιδί μου,
γιατί ο δρόμος σταματά καβάλα στα ριζά του
κι αρχίζουνε κακοτοπιές, χαράδρες και φαράγγια.
Μονοπάτια είναι εκεί, πολλά και μπερδεμένα,
ανάμεσά τα στα κλαριά σαν φίδια γυρισμένα,
και τέλος δε θα βρεις και στην κορφή ν’ ανέβεις,
γιατί όλα φτάνουν στα μισά και στην κορφή κανένα.
Πολλοί το θέλησαν να πάν’ τη μοίρα τους να δούνε
μα πίσω δε γυρίσανε τι είδανε να πούνε.
Το σώμα τους το γεύθηκαν ανήμερα θηρία
που  τα ‘χει η μοίρα φύλακες, βράδυ και μεσημέρι.
–Οι συμβουλές σου συνετές, χρόνια πολλά να έχεις
μα εγώ το αποφάσισα και πίσω δεν γυρίζω.
Τ’ ορκίστηκα  στη μάνα μου, σε μια μεγάλη αγάπη,
το πεπρωμένο να της δω, μαντάτα να της φέρω
κι αν δε γυρίσω πίσω στο φτωχικό μου σπιτικό,
χαρούμενος και γελαστός και γιος ηλιοφερμένος,
στη δόλια μάνα μου να πας, να την  καλοκαρδίσεις
και σ’ αυτήν την όμορφη την αγαπητικιά μου,
τα άσπρα να φορέσουνε τα γιορτινά να βάλουν,
τι πως μ’ απάντησες εδώ τη μοίρα να ‘χω δίπλα
και το πικρό γραμμένο της άγραφο πως εγίνει
και να με περιμένουμε απάνω στη γιορτή μου.
Πάρε κι αυτό το φυλαχτό και δώσ’ το στην καλή μου.
Της στέλνω χαιρετίσματα απ΄ την περίσσεια αγάπη,
μα πρόσεξε καλά και βάλτο στο μυαλό σου,
να μη στο δει η μάνα μου κι αρχίσει για να κλαίει,
μην προδοθεί το μυστικό στην όμορφη καλή μου
και μάθει το γραμμένο μου και κλάψει τη θανή μου.

                                Γιώργος  Αλεξανδρής