Γ. Παπασίμος: Η «αυτοκτονική» εθνική ενεργειακή πολιτική

Οι βασικοί στόχοι της διάσκεψης για την κλιματική κρίση στη Γλασκώβη(COP26), που ήταν ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας μέσω της μείωσης της εκπομπής ρύπων, κατά δύο βαθμούς, καθώς και η ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων χωρών για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, παρέμειναν εκτός ουσιαστικής συζήτησης. Πλην κάποιων συμφωνιών για περιορισμό της χρήσης του μεθανίου και της δασικής αποψίλωσης ουδέν συμφωνήθηκε ως προς τον περιορισμό των ρύπων από τη χρήση των προϊόντων άνθρακα. Οι μεγάλοι παγκόσμιοι ρυπαντές (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία), αποδείχτηκε περίτρανα ότι ουδέν συγκεκριμένο μέτρο είναι διατεθειμένες να αναλάβουν για την πραγματική μείωση της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, που περνάει μέσα από την πλήρη απανθρακοποίηση (κατάργηση του άνθρακα και του πετρελαίου ως κυρίαρχα ενεργειακά υλικά).

Μοναδική εξαίρεση στην εφαρμογή αναγκαστικών μέτρων περιορισμού του άνθρακα-λιγνίτη, είναι η Ε.Ε., που εν μέσω της σφοδρής ενεργειακής κρίσης, η οποία πυροδοτείται πρωτίστως από τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα των χωρών που κατέχουν το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, φαντάζει πλέον ως ο «χρήσιμος ηλίθιος» της ιστορίας στον παρόντα ενεργειακό πόλεμο.

Αμείλικτοι επ’ αυτού είναι οι αριθμοί. Η παραγωγή ηλεκτρικού  ρεύματος στην Ε.Ε., που προέρχεται από άνθρακα ανέρχεται σε ποσοστό 17%, όταν στην Κίνα το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 65%, στην Ινδία σε 72% και στις ΗΠΑ σε 25%. Ακόμα και αν η Ε.Ε. εξάλειφε πλήρως τη χρήση του άνθρακα και του λιγνίτη, η συνεισφορά της στο παγκόσμιο αυτό πρόβλημα θα ήταν ελάχιστη, δεδομένου ότι οι υπόλοιποι παγκόσμιοι ρυπαντές δεν αναλαμβάνουν καμία υποχρέωση μείωσης, αλλά αντιθέτως λόγω της ενεργειακής κρίσης, αυξάνουν περαιτέρω τη χρήση του άνθρακα.

Έτσι, η πολυδιαφημισμένη και φιλόδοξη «πράσινη μετάβαση» δεκαετούς διάρκειας της Ε.Ε., που ξεκίνησε εδώ και δύο χρόνια κατέληξε να συντρίβεται από το φετινό άγριο ενεργειακό χειμώνα. Ο στόχος να απομακρυνθεί άμεσα και γρήγορα από τη χρήση άνθρακα και λιγνίτη, χωρίς όμως να προχωρήσει με την ανάλογη ταυτόχρονη ταχύτητα στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες και κοστοβόρες, την άφησαν βαριά εκτεθειμένη στη κρίση των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, απειλώντας πλέον την οικονομία και τη κοινωνική συνοχή των χωρών της. Η ευρωπαϊκή αυτή πολιτική έχει όλα τα στοιχεία της επιπολαιότητας και της αφέλειας, τη στιγμή που όπως καταδείχθηκε περίτρανα στη σύνοδο της Γλασκώβης, η οφειλόμενη παγκόσμια συνεργασία για το ζήτημα της μετάβασης σε νέο ενεργειακό παραγωγικό μοντέλο δεν υφίσταται, λόγω των αποκλινόντων συμφερόντων οικονομικών και γεωπολιτικών των παγκόσμιων καπιταλιστικών πόλων.

Αλλά εάν γενικά μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει στο ζήτημα αυτό την Ε.Ε. ως «χρήσιμο ηλίθιο» της ιστορίας εντός των τειχών αυτής, υπάρχουν σοβαρές διαφοροποιήσεις καθόσον δεν υπάρχει ενιαία θέση. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένες χώρες, που σε βάρος των δικών τους εθνικών οικονομικών συμφερόντων ανέλαβαν αυτόβουλα να προτάξουν ως σημαία του «πρωτοπόρου» στην πορεία της πράσινης μετάβασης, απειλώντας όμως την εθνική τους οικονομία. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Ελλάδα, που τείνει και στο θέμα αυτό να αναδειχθεί ο πιο «χρήσιμος ηλίθιος» εντός της Ε.Ε. Το χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της «αντεθνικής οικονομικής πολιτικής» είναι το γεγονός ότι την ώρα που η Ελλάδα έκλεισε τις λιγνιτικές μονάδες της (1 τρις ευρώ υπολογίζεται ο λιγνιτικός πλούτος της χώρας) η Γερμανία από την οποία η χώρα μας εισάγει τις ανεμογεννήτριες, τις μηχανές και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, θα κρατήσει τις δικές της λιγνιτικές μονάδες και τις μονάδες άνθρακα ως το 2040. Πέραν της μακροπρόθεσμης δραματικής επιδείνωσης στο οικονομικό ισοζύγιο της χώρας, όπου το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 400 δις, και την πρόδηλη αδυναμία της να δημιουργήσει στοιχειωδώς ένα ενδογενές παραγωγικό ανταγωνιστικό σύστημα, ήδη η τιμή ρεύματος στην παρούσα κρίση έχει τριπλασιαστεί σε σχέση με τη Γερμανία.

Την ίδια στιγμή ως «ιδανικοί αυτόχειρες» εισάγουμε ρεύμα από τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων και την Τουρκία, που ζήτησαν και εξαιρέθηκαν από τους περιορισμούς της χρήσης άνθρακα και οι οποίες χρησιμοποιούν μονάδες ρυπογόνου άνθρακα. Πρόκειται αναμφισβήτητα για το απαύγασμα της υποτελούς πολιτικής του πολιτικού ελληνικού συστήματος και ιδιαίτερα της σημερινής κυβέρνησης, που πρωτοστατεί ως τραγικός «Δον Κιχώτης» στην πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας μέχρι το 2028. Οι πολιτικές αυτές μετέτρεψαν την Ελλάδα από ισχυρό εξαγωγέα ρεύματος, προ 20ετίας, να εισαγάγει το 1/3 των αναγκών της, ενώ το υπόλοιπο 1/3 το παράγει με εισαγόμενο φυσικό αέριο. Μόνο για το υπόλοιπο 1/3 έχει εσωτερική αυτάρκεια. Ακόμα και με την αγορά δικαιωμάτων ρύπων, το κόστος του λιγνικού ρεύματος είναι πολύ μικρότερο από αυτό του φυσικού αερίου εξαιτίας της τεράστιας αύξησης της τιμής του τελευταίου, που παρά τις επιφανειακές προβλέψεις κάποιων δεν φαίνεται να είναι συγκυριακή, αλλά αποκτά όλο και περισσότερο τα στοιχεία της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης του 1973.Η Ελλάδα αν δεν είχε τόσο ισχυρά εξαρτημένο πολιτικό προσωπικό εξουσίας, αφενός θα ζητούσε την εξαίρεση της από τους περιορισμούς δεδομένου ότι η εκπομπή ρύπων της ανέρχεται στο 0,12% λόγω των τεράστιων αποθεμάτων λιγνίτη που διαθέτει και αφετέρου θα είχε προχωρήσει στην εξόρυξη του φυσικού αερίου, που πλέον έχει πιστοποιηθεί ότι υφίσταται σε μεγάλες ποσότητες νότια της Κρήτης.

Η καταστρεπτική αυτή πολιτική είναι βέβαιον, ότι θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα  όχι μόνο στα ελληνικά νοικοκυριά, αλλά και στις υπάρχουσες παραγωγικές επιχειρήσεις, αφού το ενεργειακό κόστος πιθανόν να οδηγήσει πολλές σε περιορισμό των δραστηριοτήτων ή και σε πτώχευση τους, θα οδηγήσει δε πλήρη μαρασμό μεγάλες περιοχές της χώρας, όπως η ευαίσθητη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.