Θύμησες του Ηλία Βλαχογιάννη από παλιά Χριστούγεννα στον Άγιο Προκόπιο

Αλήθεια, πόσες φορές δεν σκεφθήκαμε εμείς οι παλαιότεροι, τα δικά μας Χριστούγεννα στο χωριό μας;

Πόσοι από μας δε θυμόμαστε με νοσταλγία, τα αθώα παιδικά εκείνα χρόνια;

Τι, αλήθεια, νοσταλγούμε περισσότερο; Τη ζεστή οικογενειακή θαλπωρή και ζεστασιά; Τη λαχτάρα ν’ ακούσουμε την καμπάνα της εκκλησιάς να χτυπά ακριβώς, στις 03.00’ και να μας καλεί να λειτουργηθούμε;

Η τη λαχτάρα, για το πρώτο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι;

Ας μεταφερθούμε νοερά, ας αφήσουμε τις θύμησές μας να γυρίσουν, σ’ εκείνες τις Άγιες ημέρες του μακρινού 1960….

Κάθε νοικοκύρης έτρεφε το δικό του οικόσιτο γουρούνι ( «γρούνι», στη δική μας ντοπιολαλιά…). Οι πιο επιμελείς νουκοκυραίοι, έθρεφαν το μεγαλύτερο, εννοείται… Ακόμη και κοντά στις 60 «οκάδες». Γιατί, παρότι είχε εισαχθεί το «κιλό», σαν μονάδα μέτρησης βάρους από την Ελληνική Πολιτεία , στα απομακρυσμένα και απομονωμένα χωριά, ζύγιζαν ακόμη σε «οκάδες» και «δράμια» (υποδιαίρεση της οκάς) . Με τα «σατέρια» ή «καντάρια» ( εργαλείο ζυγίσματος) , που ίσχυαν επί Οθωμανών κυριάρχων….

Την παραμονή των Χριστουγέννων, γινόταν το σφάξιμο («θυσία» κατά τους παλαιότερους…) των γουρουνιών, στη συνέχεια ενός εθίμου, που έχει τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα…

Τέσσερις – πέντε οικογένειες μαζί, τα πιο κοντινά και γειτονικά «σόϊα»…., με επικεφαλής τον πιο ψύχραιμο και θαρραλέο, έσφαζαν με τη σειρά τα «γρούνια». Ο ένας κρατούσε το… χατζάρι και οι άλλοι έριχναν κάτω το ζώο και προσπαθούσαν να το ακινητοποιήσουν, μέχρι το χατζάρι να επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα.. .Ενώ η νοικοκυρά με αναμμένο θυμιάμα πάνω σε κάρβουνα στην ξύστρα του τζακιού, θυμιάτιζε το κομμένο κεφάλι και την ψυχή που έβγαινε, ίσως ζητώντας έμπρακτη συγχώρεση, ίσως βοηθώντας την ψυχή να πάει πιο ψηλά στους ουρανούς, σαν ευχαριστήριο προς το Θεό για τη γήινη ζωή μας…

Στο σφάξιμο βοηθούσαν και οι πιο θαρραλέοι από μας, με έπαθλο φυσικά την…. «φούσκα». Όπου φούσκα, ήταν η ουροδόχος κύστη του ζώου…. Την οποία έπαιρνε σαν έπαθλο ο κοντινότερος συγγενής από μας και ελλείψει, ο πιο θαρραλέος που συμμετείχε στη σφαγή… Τη φούσκα, τη βάζαμε στη στάχτη του τζακιού και αφού με συνεχείς μαλάξεις τη στεγνώναμε με τη βοήθεια του παππού ή της… μανιάς ( η γιαγιά στη ντοπιολαλιά μας) , στη συνέχεια τη φουσκώναμε όπως τα μπαλόνια και τη χρησιμοποιούσαμε σαν μπάλα του βόλεϊ να παίζουμε. Για να μην τη χάνουμε στο σκοτάδι , βάζαμε στο εσωτερικό της δύο – τρία σπυριά σταριού ή καλαμποκιού, για να την…. ακούμε…. Εννοείται ότι ΔΕΝ υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα( όπως και δρόμος) και ο φωτισμός γίνονταν με λάμπες ή, συνηθέστερα, με καντήλια πετρελαίου, τα λεγόμενα «γκαζοκάντηλα»….. Ενώ χρησιμοποιούνταν και ξερά ξύλα κέδρου, που έβγαζαν πολλή φλόγα και ήταν τα ιδανικότερα να βράσει το χοιρινό κρέας και να βγει το λίπος του (η «λίπα», στη δική μας γλώσσα…).

Πριν απ’ αυτό όμως, τρώγαμε την περίφημη… τηγανιά, λίγο μετά το σφάξιμο και γδάρσιμο του σφαχτού. Η τηγανιά περιείχε τη συκωταριά, τα γλυκάδια (κομμάτια κρέατος που ένωναν τα εσωτερικά όργανα του ζώου) και λίγο πράσο….. Εννοείται πως ήταν, ό,τι πιο νόστιμο και λαχταριστό….

Στις τρεις ακριβώς, χτυπούσε την καμπάνα ο παπάς μας ,ο αποκαλούμενος… Παπακιός, «περιπαιχτικά» ίσως…, από κάποιους συγχωριανούς, αν και τούτο ήταν αληθές γιατί το επώνυμο του ήταν Κιός… Το οποίο όμως ο παπάς άλλαξε σε Παπαδημητρίου…. Ήταν απ’ το χωριό Άγιο Βησάριο ή Δούσικο και πηγαινοέρχονταν στον Άγιο Προκόπιο. Οι χωριανοί τον κατηγορούσαν ότι φόρτωνε πολλά ξύλα και τα πήγαινε στο Δούσικο…. Ε’, τι να ‘κανε ο δυστυχής…. Ξύλα για το τζάκι, έπαιρνε!!!!!

Με την πρώτη καμπάνα, τρέχαμε όλοι άγρια μεσάνυχτα στην εκκλησία…. Κάποιους από μας που είχαμε υποφερτή φωνή , ο καλός παπάς μας έβαζε χορωδία στο ψαλτήρι…. Οι περισσότεροι ήταν στο προαύλιο του σχολείου και άναβαν τεράστιες φωτιές. Και πηδούσαμε πάνω – κάτω, πέρα – δώθε, πάνω απ’ τις φωτιές. Ενώ κάποιοι άλλοι έκαναν αυτοσχέδια τραμπάλα, με μακριά ξύλα. Κάποιοι πιο μεγαλύτεροι και…. θαρραλέοι, έβγαζαν το «γλόμπο» εσωτερικά της καμπάνας και έτσι υπήρχε αδυναμία για τα επόμενα χτυπήματα…. Και τότε άρχιζε η συνηθισμένη καρπαζιά στο ιερό, μέχρι να υπάρξει η δέουσα «ομολογία», αποκατάσταση λειτουργικότητας της καμπάνας και απόδοση δικαιοσύνης, με την επακολουθούσα τιμωρία του δράστη. ….

Κοντά στο χάραμα, «απολούσε» η εκκλησία… Κι όλοι, μικροί – μεγάλοι, σπάγαμε χλωρά κλαδιά από πουρνάρια, πηγαίναμε στο τζάκι και τα καίγαμε, λέγοντας ευχές για καρποφορία και ευζωία στο σπιτικό και νοικοκυριό μας…. Το επόμενο μεσημεριανό τραπέζι, πλούσιο : τηγανιά, πρασοσέλινο , τραχανόπιτα με κομμάτια κρέατος, κάστανα ψητά, ντόπιο κρασί και πολλά…. απεικαστά ( απεικάζω, ομηρική λέξη = βρίσκω, αποκαλύπτω, ανακαλύπτω, μαντεύω), ήτοι, ανέκδοτα και… καλαμπούρια…

Όσο για την τύχη του υπολοίπου σφαχτού; Μ αυτό περνούσε η οικογένεια μέχρι το Πάσχα. Από το κεφάλι και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Με κομμάτια κρέατος και τσιγαρίδες, έφτιαχναν αλευριά προσθέτοντας αλεύρι «μπομπότα» (καλαμποκίσιο). Από το «ψαρονεύρι», σούβλα στα κάρβουνα του τζακιού, με καλαμποκίσιο αλεύρι. Με τα έντερα, λουκάνικα. Τα…. κανονικά, με καλό κρέας και τα συναφή καρυκεύματα, τα…. χονδρά( γιατί γίνονταν απ’ τα παχιά έντερα) ή «μπρουζνέλια», με τα περιττά λίπη κλπ., που ελάχιστοι τα έτρωγαν, (μόνο ο πατέρας μου και η γιαγιά μου, από μας τα έτρωγαν.).

Για δεκαπέντε μέρες τα λουκάνικα ήταν κρεμασμένα σε σειρές γύρω από ένα μακρύ ξύλο, πάνω απ’ τη φωτιά, στο μαγειρειό, για να καπνίζονται και στεγνώσουν…. Εννοείται ότι πρώτος τα τιμούσε ο παπάς με τον αγιασμό των υδάτων και των….. λουκάνικων … Το ψαχνό – καλό κρέας, το έβαζαν σε μεγάλους ξύλινους κάδους ( μαστέλο), το αλάτιζαν, το κάλυπταν με λίπος και το σφάλιζαν. Αφού τελείωνε το κρέας που κρατούσαν, – εννοείται σε κρύο μέρος, γιατί ψυγεία δεν υπήρχαν- για κατανάλωση του επόμενου μήνα, τότε άρχιζε σταδιακά η κατανάλωση του παστού κρέατος, που φυσικά ήταν πολύ αλμυρό και όχι τόσο νόστιμο….

Τα λιπαρά μέρη του γουρουνιού, τα έβαζαν σε μεγάλα καζάνια, όπου τα έβραζαν σε πολλή υψηλή θερμοκρασία, χρησιμοποιώντας «σκίζες», ήτοι σκισμένα ξερά ξύλα κέδρου, που έβγαζαν εντυπωσιακή φλόγα και είχαν υψηλή θερμική απόδοση. Το λιωμένο λίπος ( λίπα, για μας…), το έβαζαν σε στεγανά πήλινα δοχεία και το χρησιμοποιούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου για τηγάνισμα, πίτες κλπ., αντί για λάδι που ήταν σπάνιο και το χρησιμοποιούσαν με φειδώ στις σαλάτες, στα όσπρια κλπ.

Τα κομματάκια κρέατος που απέμειναν, ήταν οι λεγόμενες «τσιγαρίδες»…. Περίφημες και περιζήτητες για τη νοστιμιά τους…. Τρώγονταν σκέτες ή σε πίτες, τραχανόπιτες ή τυρόπιτες…

Χριστουγεννιάτικο δένδρο μέχρι τότε, δεν στολίζαμε. Μόνο από τα μέσα της δεκαετίας του 60,όταν επέστρεφαν οι μαθητές Γυμνασίου απ’ την Πύλη και τα Τρίκαλα, ήρθε αυτό το έθιμο. Μόνο σπάγαμε κλαδιά από πουρνάρια και έλατα και τα κρεμάγαμε στις κάμαρες και στο μπαλκόνι. Δεν τραγουδούσαμε τα κάλαντα, ούτε εμείς, ούτε στα γειτονικά χωριά. Τα πολλά έθιμα στο χωριό μας, όπως και σ όλα τα ορεινά, αφορούσαν την Πρωτοχρονιά και των Φώτων, όπως θα σας αφηγηθώ σε επόμενη δημοσίευση.