Θεολογία και φιλοσοφία. Αντίθεση ή σύγκραση; Με αφορμή τον θάνατο του φιλοσόφου Χρήστου Γιανναρά (6/7)

Πρεσβυτέρου Ηρακλή Φίλιου

Θεολόγου, Βαλκανιολόγου

Κληρικού της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών & Μετεώρων

 

Πώς φιλοσοφούμε;

Χρησιμοποιούσαν όμως αμιγώς τη φιλοσοφική σκέψη και τον φιλοσοφικό λόγο οι Πατέρες στα θεολογικά τους συγγράμματα; Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος θα αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να φιλοσοφούμε· ‘’ἁλιευτικῶς ἀλλ’ οὐκ ἀριστοτελικῶς’’ [47]. Ο τρόπος πρέπει να είναι αλιευτικώς, όχι αμιγώς φιλοσοφικώς [48]. Οι Πατέρες επιλεκτικά ενεργούσαν σχετικά με την φιλοσοφία. Δεν δέχονταν όλα τα σημεία της. Στους φιλοσόφους είχαν προσάψει πολλά αρνητικά. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι επιδίδονταν κυρίως στην κομψότητα του λόγου, κάτι που αποτελούσε καύχημα για εκείνους, ενδιαφερόμενοι λιγότερο για την αλήθεια [49]. Μάλιστα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σημειώνει: ‘’ποῦ νῦν εἰσιν οἱ τους τρίβωνας ἀναβεβλημένοι καί τό βαθύ γένειον δεικνύντες… οἱ ἔξωθεν φιλόσοφοι, τά κυνικά καθάρματα’’ [50]. Κι ο Μ. Βασίλειος στο έργο του, όπου απευθύνεται στους νέους της εποχής του, απορρίπτει από την κλασική παιδεία παντελώς την περί θεών μυθολογία [51]. Μάλιστα, κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ επαινεί, όπως είδαμε τον φιλόσοφο Ήρωνα, δεν διστάζει στον λόγο του να στηλιτεύσει τα αρνητικά της φιλοσοφίας: ‘’Κατάστρεφε μεν και την δεισιδαιμονία των Ελλήνων, όπως και πριν, και την πολύθεο αθεΐα τους και τους παλαιούς θεούς και τους νέους και τους αισχρούς μύθους και τις ακόμη πιο αισχρές θυσίες…’’ [52].

 

Η φιλοσοφία εις βάρος της θεολογίας.

Κρίνεται απαραίτητο, στο σημείο αυτό, να σταθούμε σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο δείχνει τη λανθασμένη χρήση της φιλοσοφίας στη θεολογία. Ο Άρειος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) δεν καταδικάστηκε ως αιρετικός γιατί είχε λιγότερες γνώσεις από τον Μ. Αθανάσιο (δεν υπολειπόταν εξάλλου σε γνωστικό επίπεδο από τον Μ. Αθανάσιο), αλλά επειδή ακριβώς χρησιμοποίησε αμιγώς τη φιλοσοφία στη διατύπωση των θεολογικών θέσεων. Ο Άρειος επειδή προερχόταν από τη σχολή της Αντιόχειας, στην οποία γινόταν ευρεία χρήση της διαλεκτικής του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση περί κατηγοριών ταύτιζε το ‘’ἀγέννητον’’ με το ‘’γένητον’’ και το ‘’γεννητόν’’ με το ‘’γενητόν’’ [53]. Με απλά λόγια ταύτιζε το ‘’γεννᾶσθαι’’ με το ‘’γίγνεσθαι’’. Επομένως, αφού, με βάση το αριστοτελικό σχήμα, ο Υιός γεννάται, άρα και γίνεται, δηλαδή είναι κτίσμα και όχι Θεός. Τι έπραξε λοιπόν ο Άρειος; Εξώθησε στα άκρα το αριστοτελικό σχήμα, και προσέγγισε το μυστήριο του Θεού αμιγώς φιλοσοφικά. Κι επειδή θεώρησε τον Υιό και Λόγο του Θεού ως ‘’τέλειο κτίσμα του Θεού’’ [54], που δεν είχε τη θεότητα, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ορθά από τους θεοφόρους Πατέρες ως αιρετικός.

 

Υποσημειώσεις:

[47] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΓ΄, PG35, 1164.

[48] Ανάλογη είναι και η θέση του Μ. Βασιλείου, ο οποίος αναφέρει: ‘’Αυτά λοιπόν που μας βοηθούν προς αυτήν την ζωή λέγουμε ότι πρέπει και να τα αγαπούμε και να τα επιδιώκουμε με όλη μας την δύναμη· αυτά όμως που δεν φθάνουν προς εκείνη την ζωή, να τα περιφρονούμε ως ανάξια λόγου’’. Βλ. σχετικά ό.π. σ. 319.

[49] Γρηγορίου Θεολόγου, Εισαγωγή, ΕΠΕ 3, σ. 14.

[50] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς ἀνδριάντας, PG 49, 173.

[51] Μ. Βασιλείου, Προς τους νέους, πως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ΕΠΕ 7, σ. 23.

[52] Ό.π. σ. 281.

[53] Βλ. ενδεικτικά, Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεού κατά τόν Μ. Βασίλειον, Η υπερβατικότητα της θείας ουσίας, σσ. 30 – 31.

[54] Αρείου, Ἐπιστολήν πρός Αλέξανδρον. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 69, 7.