Τα καταστροφικά αδιέξοδα του νέου μνημονίου

mnhmonio

 

 

Οι ελάχιστοι εναπομείναντες απολογητές του νέου μνημονίου ισχυρίζονται ότι αποτελεί τη μόνη ελπίδα της χώρας απέναντι στην άτακτη χρεοκοπία. Η αλήθεια είναι ότι το φάρμακο τους είναι πιο θανατηφόρο από την αρρώστια. Τα νέα μέτρα συνεχίζουν τις ίδιες πολιτικές του πρώτου μνημονίου, που δεν είναι μόνο άδικες και αντικοινωνικές, αλλά και βαθύτατα αναποτελεσματικές.

Θα οδηγήσουν, αναπόφευκτα, σε άτακτη χρεοκοπία, στην οποία θα οδηγηθούμε άκοντες, χωρίς να την έχουμε εμείς οι ίδιοι επιλέξει,  χωρίς προετοιμασία, με την οικονομία διαλυμένη και κατεδαφισμένο το κοινωνικό κράτος. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: το δημόσιο χρέος που ήταν στα 299 δις ευρώ το 2009, ή 129.3% του ΑΕΠ, αυξήθηκε στα  329 δις ευρώ το 2010, ή 144,9% του ΑΕΠ, ενώ το 2011, σύμφωνα με τα κυβερνητικά στοιχεία, έφτασε τα  368 δις υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου, υποτίθεται ότι η εφαρμογή των μέτρων, εάν υπάρχει ανάκαμψη της οικονομίας, θα οδηγούσαν το χρέος το 2020 στα επίπεδα του 2010. Ήδη όμως οι εκτιμήσεις της γερμανικής κυβέρνησης θεωρούν ότι το χρέος τότε θα φτάσει στο 160% του ΑΕΠ, ενώ αναλυτές περάνω πάσης αντιμνημονιακής υποψίας θεωρούν ότι μπορεί να ξεπεράσει το 200%[1]!

 

Από την άλλη μεριά, το νέο μνημόνιο καθιστά σαφές σε τι συνίστανται οι διαρθρωτικές αλλαγές που ευαγγελίζονται οι υποστηρικτές του, η μη εφαρμογή των οποίων υποτίθεται ότι οδήγησε στην καταστροφή που βιώνει η χώρα. Πρόκειται για τη γνωστή συνταγή της διαβόητης «συναίνεσης της Ουάσιγκτον», που συνοψίζεται στο εξής τρίπτυχο:

  • Μεγιστοποίηση της κερδοφορίας μέσω της συμπίεσης του μισθολογικού κόστους και της αποδιάρθρωσης της εργατικής νομοθεσίας, υπό το ψευδώνυμο της «απελευθέρωσης»
  • Μαζική μεταφορά πόρων από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα (ιδιωτικοποιήσεις)
  • Μονεταριστική πολιτική με έμφαση στη δραματική μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδίως των κοινωνικών.

Συνεπώς, το PSI, δεν αποτελεί μια αναδιάρθρωση του χρέους που απλώς ήρθε πολύ αργά, και επειδή δεν καλύπτει το σύνολο του δεν επαρκεί για να καταστήσει το χρέος βιώσιμο. Αυτά, προφανώς ισχύουν. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι εντάσσεται σε μια στρατηγική πλήρους αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών σχέσεων, που θα θέσει τη χώρα μας οριστικά στο περιθώριο της νέας γερμανικής Ευρώπης. Η εμμονή της τρόικας να θεωρεί άμεσα συγκρίσιμες με εμάς χώρες αυτές των Βαλκανίων είναι αποκαλυπτική: το ότι το 27% των Ελλήνων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας μοιάζει τρομακτικό ποσοστό, ωχριά όμως μπροστά στο 41% των φτωχών της Ρουμανίας, που είναι η χώρα υπόδειγμα για εμάς, κατά τους σοφούς σχεδιασμούς των επικυριάρχων μας. Και όλα αυτά συνδυάζονται με περαιτέρω αμφισβήτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας.

Από νομική άποψη, ο υπό κατάθεση νόμος ενσωματώνει ως παραρτήματα, όπως είχε ήδη πράξει ο νόμος 3845/2010 για τα πρώτα μνημόνια,  τρία νέα μνημόνια:

  • το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies),
  • το Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy conditionality) και
  • το Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Technical Memorandum of Understanding)

Τα μνημόνια αυτά δεν αποτελούν κανόνες δικαίου, αλλά πολιτικά προγράμματα και, για το λόγο αυτό, για να γίνουν δεσμευτικά απαιτούν εφαρμοστική νομοθεσία. Η πρώτη αντισυνταγματικότητα –και κουτοπονηριά-  είναι η πρόβλεψη του νόμου να τους προσδώσει άμεση ισχύ. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 1, ορίζεται ότι ειδικά οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις» παραγράφου 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης» παράγραφος 4.1: Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας» του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (οτιδήποτε, δηλαδή, σχετίζεται με την αποδιάρθρωση της εργατικής νομοθεσίας), συνιστούν, επί λέξει «πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής δεδομένου ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του Μνημονίου συνιστούν μέτρα που πρέπει να υιοθετηθούν πριν την εκταμίευση των ενισχύσεων και συνεπώς επιβάλλεται η άμεση ενσωμάτωση των προβλέψεών τους ως κανόνων δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη.» Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου προβλέπεται να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

Ο σκοπός της απίστευτης αυτής ρύθμισης είναι αφενός να καθησυχαστούν οι ξένοι επικυρίαρχοι ότι τα μέτρα αυτά έχουν ήδη εγκριθεί, αφετέρου να αποφύγει η Κυβέρνηση να φέρει εφαρμοστικό νομοσχέδιο στη Βουλή και να διακινδυνεύσει ακόμη μια φορά τη συνοχή των κοινοβουλευτικών ομάδων που το απαρτίζουν.  Είναι, όμως, συνταγματικά και πρακτικά αδύνατο να θεωρηθούν οι προβλέψεις των μνημονίων κανόνες άμεσης εφαρμογής, στο βαθμό που η διατύπωση τους δεν είναι μόνον γενική και αφηρημένη, αλλά και εξαγγελτική. (Υπενθυμίζεται ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου του ν. 3845/2010 τα Μνημόνια αποτελούσαν νόµο πλαίσιο για την εφαρµογή του «προγράµµατος στήριξης», που θα εξειδικεύονταν με Προεδρικά Διατάγματα, τα οποία ποτέ δεν εκδόθηκαν.)

Περαιτέρω, με το νομοσχέδιο, προτείνεται η έγκριση των Σχεδίων Σύμβασης Συγχρηματοδότησης «Σύμβαση Συγχρηματοδότησης»  του PSI) και της νέας Δανειακής Σύμβασης. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 ορίζεται ότι οι Συμβάσεις αυτές θα ισχύουν  από την ημερομηνία υπογραφής τους από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ειδικότερα καθορίζονται σε αυτές και ότι  ο Υπουργός Οικονομικών μεριμνά ώστε οι Συμβάσεις της παραγράφου 1 και 4, το Μνημόνιο Συνεννόησης, οι ανά τρίμηνο αναθεωρήσεις του Μνημονίου Συνεννόησης και οι Επιστολές Πρόθεσης,  μετά την υπογραφή τους από όλα τα προβλεπόμενα μέρη, να διαβιβάζονται στη Βουλή για ενημέρωση.

Και αυτό όμως είναι ευθέως αντίθετο στο άρθρο 36 παρ. 2 Σ, που προβλέπει ότι οι συνθήκες για οικονομική συνεργασία και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος πρέπει να κυρωθούν με νόμο[2]. Η απλή έγκριση του σχεδίου ανυπόγραφης σύμβασης δεν αρκεί, ούτε η εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Οικονομικών είναι συνταγματικά έγκυρη.

Οι ίδιες οι συμβάσεις είναι συνταγματικά απαράδεκτες και πολιτικά εξαμβλωματικές. Προβλέπουν και οι δύο ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό και αρμόδια δικαστήρια αυτά του Λουξεμβούργου. Η υπαγωγή αποσκοπεί στο να θωρακίσει τους δανειστές μας απέναντι στο μοναδικό νομικό όπλο που έχει απομείνει στη χώρα, να επανακαθορίσει τους όρους αποπληρωμής του χρέους με μονομερή, κυριαρχική της πράξη με τους όρους που θα συμφέρουν εμάς και όχι τους δανειστές μας[3].

Και οι δύο περιλαμβάνουν τον απαράδεκτο όρο παραίτησης «από ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας», η οποία είναι απολύτως πρωτοφανής και ταπεινωτική για ανεξάρτητο κράτος. Η πρώτη από αυτές περιλαμβάνει, επίσης, δρακόντειους λόγους καταγγελίας σε βάρος της χώρας μας. Για παράδειγμα, σε  περίπτωση που οι υποχρεώσεις της Ελλάδας από τη Σύμβαση κηρυχθούν από δικαστήριο ως μη δεσμευτικές ή μη εκτελεστές, ή κηρυχθούν από το παράνομες, ή σύμβαση θα καταγγελθεί. Με τον όρο αυτό επιχειρούν οι δανειστές μας να προστατευθούν από την διαπίστωση καταχρηστικότητας όρων ή διαπίστωσης ότι τμήμα του χρέους αυτού είναι επονείδιστο (odious).

Ακόμη αποκαλυπτικότερο είναι ότι αποτελεί λόγο καταγγελίας εάν «δηλώσεις και εγγυήσεις που δόθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και υποσχέσεων και εγγυήσεων που δόθηκαν σε σχέση με την παρασχεθείσα νομική γνωμοδότηση είναι ανακριβή, αναληθή ή παραπλανητικά». Ο όρος αυτός δείχνει καθαρά ότι οι δανειστές αντιλαμβάνονται ότι η γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που απαίτησαν και πήραν αποτελεί ανεπαρκές φύλλο συκής για τη συνταγματικότητα της διαδικασίας.

Και άλλοι όροι είναι λεόντειοι υπέρ των εταίρων, όπως, ενδεικτικά, ότι λόγο καταγγελίας θα αποτελεί οποιαδήποτε απόφαση για στάση πληρωμών ή αναδιάρθρωση του χρέους ή η καταγγελία οποιασδήποτε δανειακής σύμβασης μεταξύ της χώρας μας και οποιουδήποτε Ευρωπαϊκού οργανισμού ή οργάνου, του ΔΝΤ ή ενός άλλου παρόχου χρηματοδοτικής Ενίσχυσης, ανεξαρτήτως ποσού, είναι αντικείμενο καταγγελίας. Επίσης, προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα καλύψει όλες τις δαπάνες, τα έξοδα, τις αμοιβές και την απώλεια τόκων ως συνέπεια της καταγγελίας. Ο πιο ατιμωτικός, όμως, για τη χώρα όρος είναι αυτός που προβλέπει την υποχρέωση της χώρας μας να δέχεται επιθεωρήσεις για πρόληψη «απάτης» (sic!) εκ μέρους της.

Και, εννοείται, και από πλευράς ουσίας τα μέτρα είναι προδήλως αντισυνταγματικά. Επιχειρούν μια βίαιη αναπροσαρμογή του οικονομικού συντάγματος της χώρας σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, σε αντίθεση με βασικές θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος. Η ευθεία επέμβαση στη ΕΓΣΣΕ και η de facto κατάργηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων προσκρούει στη θεμελιώδη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρ. 22, κατά την οποία η συλλογική διαπραγµάτευση αποτελεί τον κύριο ρυθµιστικό παράγοντα των εργασιακών σχέσεων, κατά περιορισμό της παντοδυναμίας του νομοθέτη.

Η μείωση του ελάχιστου νόμιμου μισθού, όπως κατοχυρώνεται με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας προσκρούει στο άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Με τις προβλέψεις αυτές ο ελάχιστος μισθός παύει να επιτελεί την προστατευτική λειτουργία του, σε ευθεία αντίθεση με τις σχετικές προβλέψεις της δσε  98  και 154 , όπως ερμηνεύονται από τα αρμόδια όργανα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας. Αυτή επιμένει ιδιαίτερα στη σημασία που έχει ο ελάχιστος μισθός «ως σταθερό σημείο αγκυροβόλησης, που θα υποστηρίξει την ζήτηση και αμβλύνει τις οικονομικές πιέσεις».

Συνεπώς, το νέο μνημόνιο και η νέα δανειακή σύμβαση μόνο δεινά συσσωρεύουν για τη χώρα. Ήρθε η στιγμή να τεθεί υπόψη του λαού με δημοψήφισμα εάν επιθυμεί η όχι τη συνέχιση της αδιέξοδης τούτης πολιτικής και όσα αυτή συνεπάγεται.

Του Γιώργου Κατρούγκαλου, Καθηγητή ΔΠΘ

ThePressProject

.