Στις μισές σχολές μπήκαν με βαθμούς κάτω του… 10

Βάσεις εισαγωγής κάτω του 10, δηλαδή κάτω των 10.000 μορίων, για το 42% του συνόλου των τμημάτων. Σχολές που πέρυσι είχαν βάση το 6, δηλαδή τα 6.417 μόρια, και φέτος αυτή έχει γκρεμιστεί ακόμη και κάτω της μονάδας, δηλαδή σε μόλις 625 μόρια.

Αδιανόητα περιστατικά που δεν είναι μεμονωμένα, αφού και φέτος υπάρχουν κάποιες σχολές, όπου οι βάσεις αντιστοιχούν σε σχεδόν λευκές κόλλες.

Την τραγική αυτή εικόνα επιβεβαιώνουν ξανά τα αποτελέσματα για τις βάσεις τα οποία δείχνουν ότι οι πανελλήνιες εξετάσεις είναι εξετάσεις κατ’ ευφημισμό. Από την στιγμή που οι θέσεις στα πανεπιστήμια είναι σχεδόν όσες και ο αριθμός των υποψηφίων, οι πανελλήνιες εξετάσεις έχουν νόημα μόνο για τις σχολές υψηλής ζήτησης. Σε πολλές από τις υπόλοιπες, μπορούν να περάσουν οι πάντες. Το αποδεικνύει το γεγονός ότι για μια ακόμη χρονιά υπάρχουν σχολές με βάσεις όχι κάτω του 10, αλλά κάτω του 5, ακόμη και τμήματα όπου τα απαιτούμενα μόρια εισαγωγής ήταν κάτω από 1.000, όπως η περίπτωση της σχολής Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος στο Καρπενήσι.

Συγκεκριμένα, φέτος, για το 42% των τμημάτων, η βάση εισαγωγής διαμορφώθηκε σε κάτω των 10.000 μορίων, για όσους έδωσαν με το νέο σύστημα από τα Γενικά Λύκεια. Το αντίστοιχο ποσοστό τμημάτων για όσους έδωσαν με το νέο σύστημα από τα Επαγγελματικά είναι στο 30%. Συνολικά το 32% των υποψηφίων των Γενικών Λυκείων είχε επιτυχία με λιγότερα από 10.000 μόρια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους υποψηφίους των ΕΠΑΛ είναι 25%.

Η εικόνα επιβεβαιώνει το αποτυχημένο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια, από την στιγμή που σε αυτά μπορούν να μπουν σχεδόν όλοι, προκειμένου κανείς να μην μείνει δυσαρεστημένος. Ένα μοντέλο που απλώς εγκλωβίζει σε σχολές, χωρίς καμία προοπτική, χιλιάδες νέους ανθρώπους. Σπουδές που είτε δεν έχουν κανένα αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας, είτε όσοι τις παρακολουθούν δεν πρόκειται να τελειώσουν ποτέ. Εγκλωβισμένοι σε έναν πανεπιστημιακό δρόμο στον οποίο δεν μπορούν να ανταποκριθούν ή δεν τους προσφέρει τα εφόδια για την επαγγελματική ζωή, χιλιάδες νέοι 23-34 ετών βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με την αμείλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας. Έτσι εξηγείται και γιατί οι εργοδότες αναζητούν δεξιότητες στην αγορά εργασίας τις οποίες δεν μπορούν να βρουν παρά την μεγάλη ανεργία, ειδικά ανάμεσα στους νέους.

Το εντελώς λανθασμένο αυτό μοντέλο που ανακυκλώνεται εδώ και χρόνια ξεκινά από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες που έχει υποβαθμίσει τόσο πολύ την επαγγελματική εκπαίδευση. Στην χώρα μας το 70% των μαθητών πηγαίνει στο Γενικό Λύκειο και μόλις το 30% στο Επαγγελματικό (ΕΠΑΛ), όταν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες συμβαίνει το αντίστροφο.

Εκτός της απουσίας έμφασης στην επαγγελματική εκπαίδευση και τις πολλές άχρηστες σχολές που έχουμε, το θέμα είναι ότι η αυξομείωση των βάσεων αντικατοπτρίζει και την διακύμανση του βαθμού δυσκολίας των θεμάτων από χρονιά σε χρονιά. Σύμφωνα ωστόσο με αξιόπιστες στατιστικές τεχνικές, δοκιμασμένες διεθνώς, υπάρχει η δυνατότητα ο παράγοντας της διακύμανσης δυσκολίας των θεμάτων να εξαλειφθεί. Η βάση του 10 μάλιστα, η οποία ίσχυε παλαιότερα, δεν αποτελεί πανάκεια, εξηγούν οι ειδικοί, καθώς αυτή εξαρτάται κάθε φορά από την δυσκολία των θεμάτων.

Το πρόβλημα σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να μετριαστεί, εάν η πολιτεία ανταποκρίνονταν στο πάγιο αίτημα των ίδιων των πανεπιστημίων για μείωση του αριθμού των εισακτέων τους οποίους μπορούν να εκπαιδεύσουν. Πρόταση που τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα, έχει πέσει στο τραπέζι.

Η φετινή εικόνα αποτελεί μια ευκαιρία για να ανοίξει μια γενναία συζήτηση τι είδους πανεπιστήμια θέλουμε, πόσες σχολές χρειαζόμαστε, ποια τμήματα πρέπει να πάψουν να υπάρχουν. Όσο παραμένει το συγκεκριμένο μοντέλο, τόσο συντηρείται ο φαύλος κύκλος της εξόδου στην αγορά εργασίας ανθρώπων χωρίς να έχουν τύχη  επαγγελματικής αποκατάστασης.