Πώς η κλιματική αλλαγή «καίει» τις οικονομίες- ποιες οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας

Εάν η κατάσταση στον πλανήτη μείνει ως έχει, η κλιματική αλλαγή θα καταστρέψει έως το 2100 τις οικονομίες χωρών πλούσιων και φτωχών σε θερμές ή ψυχρές ζώνες. Αυτό προκύπτει από μία νέα μεγάλη έρευνα του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, για την οποία συγκεντρώθηκαν στοιχεία από 174 χώρες από το 1960 και η οποία έρχεται να αμφισβητήσει την πεποίθηση πολλών ότι είναι μόνο οι φτωχοί του πλανήτη σε χώρες, όπου ο υδράργυρος χτυπάει ήδη κόκκινο, εκείνοι που θα υποφέρουν.

Σε ένα σενάριο που θέλει τις οικονομίες του πλανήτη να επιμένουν εν πολλοίς στη σημερινή ρότα, οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες θα αυξηθούν κατά 4 βαθμούς Κελσίου έως το 2100 και το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα έρθει αντιμέτωπο με απώλειες άνω του 7% προειδοποιούν οι επιστήμονες, που εργάστηκαν για την έρευνα. Η αμερικανική οικονομία, η μεγαλύτερη του πλανήτη, θα χάσει το 10% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ ο Καναδάς, που βλέπει την θερμοκρασία να ανεβαίνει με ρυθμό διπλάσιο του υπόλοιπου κόσμου, θα έχει απώλειες 13% στο κατά κεφαλήν εισόδημα. Στους μεγάλους χαμένους και η Ελβετία με το κόστος να ανέρχεται στο 12%. ενώ για την Ινδία, την Ιαπωνία και τη Νέα Ζηλανδία οι απώλειες στο κατά κεφαλήν εισόδημα θα είναι 10% και για τη Ρωσία περίπου 9%. Περίπου το 4% του εισοδήματός τους θα χάσουν και οι πολίτες της Βρετανίας.

«Είτε πρόκειται για ξαφνικά ψυχρά κύματα είτε για καύσωνες, για πλημμύρες ή άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι κλιματικές συνθήκες αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο από τα ιστορικά δεδομένα και έχουν δυσμενέστατες οικονομικές επιπτώσεις» αναφέρει η έρευνα. «Χωρίς πολιτικές αντιμετώπισης της υπερθέρμανσης του πλανήτη και προσαρμογής στα νέα δεδομένα, πολλές χώρες θα βιώσουν παρατεταμένες περιόδους υψηλών για τα ιστορικά δεδομένα θερμοκρασιών και θα υποστούν μεγάλη οικονομική ζημία. Αυτό ισχύει για πλούσιες και φτωχές οικονομίες, για θερμές και ψυχρές περιοχές» επισημαίνεται με τους ειδικούς να υπογραμμίζουν το παράδειγμα του Καναδά, ο οποίος δεν είναι σε θερμή ζώνη, αλλά θερμαίνεται με ρυθμούς διπλάσιους του υπόλοιπου κόσμου και επομένως θα είναι μεταξύ των μεγάλων χαμένων. Εάν από την άλλη οι κυβερνήσεις ελάμβαναν τα δραστικά μέτρα που απαιτούνται για να ανταποκριθούν στη Συμφωνία του Παρισιού, που υπεγράφη το 2015 από σχεδόν 200 χώρες και προβλέπει να κρατήσει την αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς, η οικονομική ζημία θα ήταν πολύ μικρότερη. Στην περίπτωση τόσο των ΗΠΑ όσο και του Καναδά για παράδειγμα θα περιοριζόταν κάτω από το 2%.

Το βάρος που σηκώνουν οι φτωχοί 

Ωστόσο η αίσθηση ότι οι φτωχότεροι του πλανήτη υποφέρουν περισσότερο δεν είναι εσφαλμένη. Μπορεί σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ τα μεγέθη να δείχνουν μεγάλες απώλειες σε πλούσιες οικονομίες, αλλά σε επίπεδο συνεπειών στην καθημερινότητα οι συνέπειες σε υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι δραματικές. Η αδυναμία πρόσβασης σε πόσιμο νερό και οι επισιτιστικές κρίσεις είναι η «κανονικότητα», που έχουν να αντιμετωπίσουν οι πολίτες τους και η οποία επιδεινώνεται από την κλιματική αλλαγή.

Πρόσφατη μελέτη της Christian Aid επισημαίνει ότι  ότι η κλιματική αλλαγή έχει πια δυσανάλογα μεγάλες επιπτώσεις στην επάρκεια τροφίμων των χωρών εκείνων, που ευθύνονται λιγότερο για τις εκπομπές ρύπων και την υπερθέρμανση του πλανήτη. «Οι πεινασμένοι του πλανήτη υποφέρουν από την κλιματική αλλαγή, χωρίς να την προκαλούν» αναφέρουν οι συντάκτες της μελέτης. Οι  10 χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά επισιτιστικής ανεπάρκειας παράγουν όλα λιγότερο από μισό τόνο CO2 ανά άτομο και ευθύνονται αθροιστικά για μόλις το 0,08% των παγκόσμιων ρύπων. Η δεκάδα περιλαμβάνει το Μπορούντι, τη Δημοκρατία του Κονγκό, τη Μαδαγασκάρη, την Υεμένη, τη Σιέρα Λεόνε, το Τσαντ, το Μαλάουι, την Αϊτή, τον Νίγηρα και τη Ζάμπια.

Στην Ινδία την ίδια ώρα εκατομμύρια φτωχοί πολίτες δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να βρουν πόσιμο νερό, καθώς μεγάλες περιοχές υποφέρουν από έντονη ξηρασία. Ο πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, ομολογεί ότι «δεν περισσεύει ούτε σταγόνα» και οι ειδικοί προειδοποιούν πως έως το 2030 η ζήτηση νερού στη χώρα θα είναι διπλάσια της προσφοράς.

Οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας

Σε έκθεσή του ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ΙLO) προειδοποιεί πως 1,2 δισεκατομμύρια θέσεις εργασίας εξαρτώνται απολύτως από ένα σταθερό και υγιές περιβάλλον. Ο αγροτικός τομέας, η αλιεία και η δασοκομεία αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, αλλά δεν είναι οι μόνοι που επηρεάζονται. Ισχυρός είναι επίσης ο αντίκτυπος στον τουρισμό, αλλά και στις υπηρεσίες υγείας.

Σύμφωνα με τους ειδικούς του ILO το κέρδος από την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού θα είναι 18 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Αν και θα χαθούν 6 εκατομμύρια θέσεις, θα δημιουργηθούν 24 εκατομμύρια νέες, που θα διασφαλίσουν μία δίκαιη μετάβαση. Επιπλέον 6 εκατομμύρια θέσεις μπορούν να δημουργηθούν από την υιοθέτηση της λεγόμενης κυκλικής οικονομίας.

Πρόκειται για μια νέα τάση στην παραγωγική και καταναλωτική διαδικασία που ήδη έχει δρομολογήσει νέες επενδύσεις ύψους 550 δισ. ευρώ στην Ευρώπη και έχει σαν στόχο τη μείωση του αποτυπώματος της οικονομικής δραστηριότητας στις πρώτες ύλες και το περιβάλλον.

Εστιάζει στη μείωση της σπατάλης των πόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία, δίνοντας έμφαση στην αξιοποίηση ανανεώσιμων πόρων, φυτικών και ζωικών υποπροϊόντων και βιοαποικοδομήσιμων υλικών, την ανάκτηση και την επαναχρησιμοποίηση προϊόντων, αλλά και την παραγωγή ενέργειας από τα απόβλητα παραγωγικών διαδικασιών, τη διατήρηση ενός προϊόντος σε καλή λειτουργική κατάσταση για μακρύ χρονικό διάστημα, την οικονομική αξιοποίηση προϊόντων για την παροχή υπηρεσιών σε πολλαπλούς χρήστες.

naftemporiki.gr