Στις 21 Νοεμβρίου 2016 ο αξιότιμος Καθηγητής Δογματικής του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. κ. Χρυσόστομος Σταμούλης παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη το νέο του βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;», βιβλίο που αφορά την παρουσία της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο. Ένας από τους ομιλητές ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιμος.
Ο Σεβασμιώτατος είναι γνωστός για τις όμορφες σκέψεις και προσεγγίσεις σε θέματα που απασχολούν την Εκκλησία και την κοινωνία. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη η ενδιαφέρουσα προσέγγιση του σχετικά με το νέο βιβλίου του κ. Χρυσόστομου Σταμούλη. Η αλήθεια είναι πως όποιος έχει ακούσει τον Σεβασμιώτατο να αρθρώνει εκκλησιαστικό λόγο, εντυπωσιάζεται. Και είναι ο σύγχρονος τρόπος θέασης των γεγονότων και η αγάπη του για τον κάθε άνθρωπο, που τον ωθούν να εκφράζει λέξεις και νοήματα κατανοητά μα κυρίως με πνεύμα αγάπης και ελευθερίας.
Ερχόμαστε επί του παρόντος∙ στην ομιλία του Σεβασμιωτάτου. Στην αρχή του λόγου του σημειώνει δύο εύστοχες παρατηρήσεις, απαραίτητες για την πορεία της συζήτησης που διεξήχθη. Αφενός μεν «στις μέρες μας συνήθως δεν διαλεγόμαστε αλλά μονολογούμε παράλληλα (ή ψευδώνυμα στα σχόλια των ιστοσελίδων)», αφετέρου δε «ένας τέτοιος διάλογος – αυτός καθ’ αυτόν – είναι δύσκολος» όπως σημειώνει ο ίδιος. Διερωτώμενος «το παζάρι γιατί το φοβόμαστε;», απορεί στη συνέχεια με την Εκκλησία που δεν αισθάνεται άνετα με τον ίδιο της το ρόλο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ναί! το Κράτος προσπαθεί να βγάλει την Εκκλησία από τη δημόσια πλατεία, (αυτό δεν με ξαφνιάζει), όμως απορώ που και η Εκκλησία δεν αισθάνεται πλέον βολικά στην πλατεία. Ποιά; η Εκκλησία! που ξεκίνησε όχι από τους δρόμους αλλά κάτω από τους δρόμους, από τις κατακόμβες και μεταμόρφωσε αυτοκρατορίες».
Ο Σεβασμιώτατος προβαίνει στη χρήση τριών παραδειγμάτων, τα οποία ανταποκρίνονται στη σύγχρονη πραγματικότητα και κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου. Στο πρώτο αναφέρεται στο μεγάλο γεγονός της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και στο φόβο και πανικό που επικρατούσε και επικρατεί, θέτοντας ο ίδιος με τον μεστό του λόγο μία καίρια παράμετρο. «Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι η Εκκλησία, υπάρχει στ’ αλήθεια Σύνοδος Επισκόπων που θα επιδιώξει και θα επιτύχει να βλάψει την Εκκλησία;». Το δεύτερο παράδειγμα έρχεται από τον πανεπιστημιακό χώρο και συγκεκριμένα αφορά την ίδρυση προγράμματος ισλαμικών σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ.. Ο Σεβασμιώτατος θα ερχόταν να μιλήσει στην Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης για το ζήτημα αυτό αλλά απέφυγε τελικά, κάνοντας υπακοή στους λόγους του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Ανθίμου – και πνευματικού του πατρός – αφού είναι ένα θέμα που κυριαρχούν οι εύθραυστες ανατροπές. Αν ερχόταν όμως, σημειώνει ο ίδιος, θα έλεγε τα εξής: «…οι Θεσσαλονικείς φοβάστε τους 30 θρακιώτες μουσουλμάνους που θα παρακολουθήσουν το Πρόγραμμα, όμως εγώ φοβάμαι κάτι άλλο: μην τυχόν αυτά τα παιδιά -που είναι, όπως ήταν κάποτε τα δικά μας κατηχητόπουλα το 1960- χαλάσουν και στη Σχολή και στη Θεσσαλονίκη».
Το τρίτο και τελευταίο παράδειγμα εστιάζει στο προσφυγικό και εύστοχα ο Σεβασμιώτατος θα πει πως «μας προέκυψε, δεν το επιλέξαμε». Καλεί να επιλέξουμε ανάμεσα στη λογική και φανατική λύση αντιμετώπισης του ζητήματος. Τονίζει λοιπόν με τόλμη: «Πώς το αντιμετωπίζουμε οι Ορθόδοξοι Έλληνες; Με τις ίδιες αναποτελεσματικές και επικίνδυνες μεθόδους που το παλεύουν στην Ευρώπη. Αφού ξέρουμε ότι υπάρχουν δύο τακτικές, η λογική και η φανατική, γιατί δεν επιλέγουμε την πρώτη; Έχουμε προηγούμενο: εξελληνίσαμε και εκχριστιανίσαμε λαούς και φυλές στην ιστορία μας, όχι λίγες, αλλά κι εκείνη η πολιτική δεν ήταν και η πιό πετυχημένη».
Η πορεία σκέψης του Σεβασμιωτάτου είναι άκρως καταλυτική για τη συνειδητοποίηση του ρόλου της Εκκλησίας σήμερα στο δημόσιο βίο αλλά και για τον επαναπροσδιορισμό κάποιων καίριων σημείων που η ίδια δείχνει να αγνοεί ή να έχει παραιτηθεί προ καιρού από αυτά. Θέτοντας έναν προβληματισμό που περισσότερο απογοητεύει – ίσως και να πεισμώνει, με σκοπό να σημειωθεί η επανεκκίνηση της κατηχητικής μηχανής – θα ομολογήσει χωρίς φόβο πως «στη Χώρα μας εκκλησιάζεται το 5%» των Ορθοδόξων». Και θέτει ο ίδιος αυτόν τον προβληματισμό για να αναγκάσει την Εκκλησία να αντιληφθεί πως ο ρόλος της είναι μέσα στη ζωή.
Ακολούθως με αίσθηση ευθύνης και χωρίς να δικαιολογήσει την Εκκλησία για τις ενέργειες και πρακτικές που πολλές φορές ακολουθεί θα εξομολογηθεί πως «γλιστράμε εύκολα». Ενδεικτικά, μεταξύ των άλλων τονίζει εμφαντικά τα εξής αφυπνιστικά: «Απαιτούμε τη διόρθωση του μαθήματος των θρησκευτικών, περιφέροντας τις σαγιονάρες των οσίων για προσκύνηση. Θριαμβολογούμε την απομάκρυνση του υπουργού Παιδείας, όταν το Κοινοβούλιο ψήφισε πανηγυρικά το Σύμφωνο Συμβίωσης (και όταν ο Ομπάμα αναφέρθηκε στο γάμο των ομοφυλοφίλων, οι Ορθόδοξοι Έλληνες που ήταν στην κατάμεστη τεράστια αίθουσα του Ιδρύματος Νιάρχου, τον καταχειροκρότησαν). Οι νέοι μας ζητούν ψωμί κι εμείς τους δίνουμε πέτρες. Επιστήμες του αύριο, όπως η Βιολογία και η Γενετική, ζητούν να βάλουμε ηθικά όρια στην έρευνά τους κι εμείς ασχολούμαστε με …προφητείες… Όταν θίγονται τα προνόμοιά μας, επικαλούμαστε το ρόλο του Κλήρου στα 1821. Όταν προτείνεται η αξιολόγησή μας, κραδαίνουμε τα συσσίτια των ενοριών μας. Ενώ υπάρχουν παπάδες που ξημεροβραδιάζονται στους ναούς με το πετραχείλι στο λαιμό, επίσημα προτάσσουμε το κοινωνικό μας έργο».
Ο Σεβασμιώτατος βγάζοντας την Εκκλησία στους δρόμους, δεν διστάζει να προβεί σε μία αυτοκριτική με σκοπό να δείξει ότι η ποιμαντική πολλές φορές περί άλλα τυρβάζει, αγνοώντας τις σύγχρονες προκλήσεις που μπορούν να γίνουν πρόσκληση μέσα από τη μαρτυρία του θείου λόγου. Δεν βγάζει τον εαυτό του απ’ έξω, ούτε τον εαυτό των χαρισματικών φορέων που δείχνουν να έχουν μαλώσει με τις πλατείες και τους δρόμους, αλλά υπεύθυνα και ώριμα αγωνιά με την αγαθή του προαίρεση και αγάπη να υποψιάσει. Αυτή η υποψία είναι που θα θέσει σε κίνηση κάθε σκέψη για σύγχρονη μαρτυρία του ευαγγελικού και πατερικού λόγου στο παζάρι.
Ο αγαπητός Σεβασμιώτατος Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιμος για άλλη μία φορά με τους λόγους του τολμάει ένα άνοιγμα που έχει τη δύναμη της συνάντησης. Δεν το τολμάει επειδή ο ίδιος επιδιώκει να διαφημίσει με την προσέγγιση του στο βιβλίο μία κάποια διαφορετική και ανατρεπτική παρουσία, για να ξεχωρίσει, αλλά γιατί πιστεύει στην αγάπη του εραστού – κατά Διονύσιο Αρεοπαγίτη – Θεού που μεταμορφώνει τον άνθρωπο και την κοινωνία. Για να συμβεί όμως αυτό η Εκκλησία πρέπει να πάψει να κρύβεται και να διαιωνίζει καταστάσεις που την γλιτώνουν για άλλη μία φορά από τις ευθύνες που χρειάζεται να αναλάβει.
Σε ένα σημείο των λόγων του ο Σεβασμιώτατος θέτει ένα ακόμη ερώτημα. Το αντιγράφω ώστε με ήσυχο νου να απαντήσει ο καθένας από εμάς πρώτα στον εαυτό του, μετά ψιθυριστά κι εν τέλει με δυνατή φωνή προς πάσα κατεύθυνση: «…πείτε μου, σας παρακαλώ, αν ο Λυαίος σήμερα φώναζε και προκαλούσε στο στάδιο (πλατεία, παζάρι, δημόσιο, κοινωνία), ποιός Δημήτριος από το πλήθος θα κατέβαινε στην παλαίστρα, ενθαρρυμένος από τί, με ποια εξάρτυση, ώστε να εξουθενώσει την έπαρσή του;».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος