Είναι γεγονός ότι ο κόσμος ολόκληρος ζει και κινείται, σήμερα, χωρίς την ακτινοβολία μεγάλων ιδεών και προσωπικοτήτων. Η κατάσταση αυτή επηρεάζει και την Ελλάδα, όπου οι βαθιές ανατροπές στον χώρο της οικονομίας συνέβαλαν αποφασιστικά στην υποβάθμιση κάθε ιδεολογίας, κάθε σοβαρής ανάλυσης και κάθε οράματος. Αυτά πρέπει να αναζητήσουμε και πάλι.
Η τρέχουσα πολιτική εμφανίζεται αδύναμη να υπερβεί τα γεγονότα και να καταστεί ο μοχλός αντιμετώπισης των σημερινών αδιεξόδων. Η εξουσία έχει χάσει τον προσανατολισμό της, ενώ εμφανίζεται ανίκανη να κατανοήσει τις λαϊκές αντιδράσεις και τα προβλήματα της κοινωνίας, η οποία έχει περιπέσει σε βαθιά κατάθλιψη. Σε μια τόσο βαριά ατμόσφαιρα απαιτείται η πολιτική να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να πει αλήθεια- και μόνον αλήθεια – στον λαό και ν΄ αναζητήσει νέους τρόπους διεξόδου για το παρόν και το μέλλον. Για να επιτευχθεί όμως η αλλαγή αυτή απαιτείται μια γενικότερη πολιτική συνεννόηση, η οποία οφείλει να υπερβεί τη δομική αντιπαράθεση των κομμάτων. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή του ΄80, με τις συνεχείς κομματικές αντιπαραθέσεις και τις συλλογικές αυταπάτες. Οι καιροί απαιτούν την αποτελεσματική προσέγγιση των προβλημάτων με ένα πνεύμα που θα σφραγίζεται από μια συμφιλιωτική και οραματική δυναμική. Με ιδιαίτερη έμφαση:
α) Στην ανάλυση των σύγχρονων κοινωνιών. Ως τις αρχές του 21ου αιώνα ο χώρος της κοινωνίας ήταν συγκεκριμένος. Οι κοινωνικές διαστρωματώσεις και οι επιδιώξεις τους (συγκρούσεις- συναινέσεις) ήταν φανερές (εργοδότες- εργαζόμενοισυνδικάτα κ.λπ.). Η διαπάλη αυτή εκφραζόταν μέσα από τα κόμματα, τα οποία είχαν συγκεκριμένα προγράμματα και στόχους. Σήμερα όμως το κοινωνικό πεδίο αλλάζει. Από τη μια πλευρά βρίσκεται το απροσδιόριστο- αλλά κυρίαρχο- χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο με τους μεγάλους τραπεζικούς επενδυτικούς οργανισμούς, και από την άλλη οι απροστάτευτοι πολίτες. Γιατί τα κράτη έχουν ήδη υποταχθεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις δυνάμεις της χρηματιστηριακής αγοράς και των διαβόητων «οίκων αξιολόγησης». Ποια είναι, συνεπώς, η σημερινή κοινωνία; Ποιος εναντίον ποιου και πού θα συγκρουσθεί ή θα διεκδικήσει; Σε ποιο δηλαδή κοινωνικό πεδίο; Εύλογα ο λαός αισθάνεται ανίσχυρος και απροστάτευτος. Σε αυτό όμως το φαινόμενο δεν φταίνε οι πολιτικοί. Ισως φταίνε γιατί κατασκεύασαν φαινόμενα «Φρανκενστάιν» ή γιατί χρησιμοποίησαν ως βάση της πολιτικής τους τον λαϊκισμό και τις υποσχέσεις. Οι ιστορικές ωστόσο συγκυρίες εκδικούνται.
β) Στην αναβάθμιση των θεσμών της πολιτικής και των θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στις καλύτερες παραδόσεις της.
Δυστυχώς όμως οι βάσεις για μια ειλικρινή συνεννόηση και συμφιλίωση δεν έχουν διαφανεί στον ορίζοντα, παρ΄ όλο που συνομολογείται απ΄ όλους- μέσα κι έξω από την Ελλάδα- ότι είναι η μοναδική λύση απέναντι στην πολύπλευρη κρίση που περνάει η χώρα μας. Το κλίμα μανιχαϊσμού και μισαλλοδοξίας των περασμένων δεκαετιών δεν έχει εκλείψει ακόμη, ενώ η άσκηση της εξουσίας συντελείται από κλειστά κυκλώματα αφανών κέντρων. Ετσι, τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα να διογκώνεται η λαϊκή δυσφορία, η οποία συχνά, πλέον, εκδηλώνεται με βίαιους, χυδαίους και αντιδημοκρατικούς τρόπους εναντίον των πολιτικών. Οι επιθέσεις αυτές εξυπηρετούν, τελικά, αντίθετους των επιδιωκόμενων σκοπούς και οδηγούν τη χώρα σε μια κατάσταση εμφύλιου σπαραγμού. Βαθαίνουν και δεν λύνουν τα αδιέξοδα.
Δυστυχώς, η πολύπλευρη κρίση συνδέθηκε τελευταία στη χώρα μας με δύο νέα, εξίσου δυσμενή συμπτώματα: από τη δημιουργία ενός απολιτικού κλίματος στον λαό, που έπαψε να σκέπτεται και να ενεργεί ως πολίτης, ενώ ένα μέρος αυτού αδιαφορεί τελείως για την πολιτική και τη συμμετοχή του στα κοινά και ενεργεί ως «χουλιγκάνος» των γηπέδων. Το δεύτερο αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης είναι η πλήρης υποβάθμιση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως και του έργου και της προσωπικότητας όλων των πολιτικών συλλήβδην. Η γενίκευση αυτή είναι και άδικη και αυθαίρετη. Η απαξία της πολιτικής και των πολιτικών οδηγεί και συμπαρασύρει τον λαό σε εύκολους και γενικότερους αφορισμούς και σε ανάρμοστες συμπεριφορές, που επιτείνουν το πρόβλημα και το καθιστούν οξύτερο και αδιέξοδο. Γιατί οι λύσεις μόνο μέσα από την πολιτική και τους θεσμούς της μπορούν να δοθούν.
Οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να κατανοήσουν το αυτονόητο: ότι τα σημερινά αδιέξοδα για να ξεπεραστούν έχουν ανάγκη από την οικοδόμηση ενός ουσιαστικού πεδίου εθνικής συνεννόησης του κομματικού συστήματος και σωστής καθοδήγησης του λαού μας. Η πρότασή μου όμως για εθνική συνεννόηση προβάλλει σήμερα ιδιαίτερα επιτακτική και λόγω της πλήρους ανατροπής στο κοινωνικό πεδίο.
Απαιτείται, συνεπώς, να βρεθεί ο «νέος κοινωνικός τόπος» των αγώνων, η «νέα κοινωνία», και να εντοπισθεί ο «νέος εχθρός». Μέσα σ΄ αυτή τη «νέα κοινωνία» θα προσδιοριστούν και τα νέα λαϊκά αιτήματα και δικαιώματα, τα οποία θα αγωνιστούν να στηρίξουν πολίτες και πολιτικοί. Ο λαός, συνεπώς, οφείλει να αντιληφθεί και να εντοπίσει τον «πραγματικό εχθρό», ο οποίος δεν είναι οι πολιτικοί αλλά τα διεθνή συμφέροντα και κέντρα εξουσίας. Γιατί οι εκλεγμένοι πολιτικοί- όσο οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό σήμερα, στην εποχή των αφορισμών και της γλώσσας του λαϊκισμού – ήταν και παραμένουν η μόνη κοινωνική ομάδα που θα μπορούσε να τον στηρίξει στα αδιέξοδά του και συγχρόνως να είναι υπόλογη λογοδότης απέναντί του. Αυτό μάς διδάσκει η Ιστορία διαχρονικά.
(*Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, στο φύλλο της 14ης Αυγούστου
*Ο κ. Σωτήρης Χατζηγάκης είναι πρώην υπουργός- βουλευτής της ΝΔ.)