Μέσα σε ένα τρίμηνο χάθηκαν 183.000 θέσεις εργασίας

Πρωτοφανής, όπως και η κατάσταση που βιώνει η χώρα εν μέσω της παγκόσμιας πανδημίας του κορωνοϊού, είναι η αύξηση της ανεργίας μέσα σε τρεις μήνες. Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής είναι άκρως αποκαλυπτικά. Από τον Μάρτιο που ελήφθησαν από την κυβέρνηση τα πρώτα μέτρα και οδηγηθήκαμε στο lockdown έως και τον Ιούνιο, μήνα που τυπικά ξεκίνησε το άνοιγμα των ξενοδοχείων και η ιδιότυπη τουριστική περίοδος, χάθηκαν 183.000 θέσεις εργασίας. Ετσι, το ποσοστό ανεργίας από το 14,4% στα τέλη Μαρτίου εκτινάχθηκε στο 18,3% τον Ιούνιο, ήτοι άνοδος της ανεργίας κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες. Πρόκειται για μία αύξηση που φτάνει το 27%.

Ακόμα και αν η σύγκριση γίνει από μήνα σε μήνα, προκύπτει ότι «το τέρας» της ανεργίας αυξήθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα, από το 17,3% που είχε καταγραφεί από την ΕΛΣΤΑΤ τον Μάιο.

836.637 άνεργοι

Σε απόλυτους αριθμούς, οι άνεργοι στην Ελλάδα ανήλθαν τον Ιούνιο στους 836.637, αυξημένοι κατά 27.091 (+3,3%) σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 και περισσότεροι κατά 58.146 (+7,5%) σε σχέση με τον Μάιο του 2020. Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι φέτος ούτε το άνοιγμα του τουρισμού, κατά τον συγκεκριμένο μήνα, κατάφερε να περιορίσει το «άλμα προς τα πάνω» που έκανε η ανεργία, παρότι ταυτόχρονα «τρέχουν» τόσο το μέτρο της αναστολής συμβάσεων (με τους εργαζομένους που μπαίνουν στον «πάγο» να μη θεωρούνται άνεργοι), όσο και το πρόγραμμα «Συν-Εργασία» (κατά το δεύτερο 12ήμερο του Ιουνίου).

Οι απασχολούμενοι τον Ιούνιο έφτασαν τα 3.744.630 άτομα, καταγράφοντας μείωση κατά 174.217 (-4,4%), συγκριτικά με τον Ιούνιο του 2019, αλλά και μικρή αύξηση κατά 11.640 (+0,3%), σε σχέση με τον Μάιο της τρέχουσας χρονιάς.

Οι οικονομικά μη ενεργοί, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, αυξήθηκαν κατά 108.669 άτομα σε σχέση με τον Ιούνιο του 2019 (αύξηση 3,4%) και μειώθηκαν κατά 72.265 άτομα σε σχέση με τον Μάιο του 2020 (μείωση 2,1%). Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τον ορισμό για τον άνεργο και τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εάν ένα άτομο που δεν εργάζεται, δεν αναζητά ενεργά εργασία και δεν είναι διαθέσιμο να αναλάβει άμεσα εργασία, δεν κατατάσσεται στους ανέργους αλλά στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό.

Ανά φύλο, φαίνεται ότι στις γυναίκες είναι αισθητά υψηλότερη η ανεργία (21,1%), σε σχέση με τους άνδρες (16,1%). Παράλληλα, διαπιστώνεται αύξηση του ποσοστού ανεργίας σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Ειδικά στην κατηγορία των νέων (15-24 ετών), η ανεργία «σκαρφάλωσε» εκ νέου στο 39,3%, από 34,4% που είχε υποχωρήσει, πριν από ένα έτος. Στις ηλικίες 25-34 ετών, η αύξηση είναι μικρότερη (23,7% φέτος, αντί για 23% πέρυσι). Είναι όμως πολύ πιο αισθητή στην κατηγορία 35-44 ετών, που θεωρείται η πλέον παραγωγική (από 14,8% πέρυσι, αναρριχήθηκε στο 16,3% φέτος τον Ιούνιο). Ελάχιστη ήταν η αύξηση που καταγράφηκε στις ηλικίες 45-54 ετών (14,5% φέτος, από 14,3% πέρυσι) και 55-64 ετών (13,5% φέτος, από 13,3% πέρυσι). Μοναδική ηλικιακή ομάδα όπου διαπιστώθηκε μείωση είναι από 65 έως 74 ετών, όπου η ανεργία μειώθηκε στο 7,1% τον φετινό Ιούνιο, από 10,5% πέρυσι. Το στοιχείο αυτό συνδέεται με την αύξηση των αιτήσεων συνταξιοδότησης κατά τον συγκεκριμένο μήνα, και δείχνει ότι πάρα πολλοί εργαζόμενοι που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα συνταξιοδότησης, μπροστά στον κίνδυνο της ανεργίας επέλεξαν τη «λύση» της εξόδου.

Πρώτο το Αιγαίο

Ανά περιφέρεια το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας της τάξης του 28,6% καταγράφεται στο Αιγαίο και είναι υπερδιπλάσιο από το 13,8% που είχε καταγραφεί πριν από ένα έτος, αλλά και σαφής ένδειξη ότι ο τουρισμός φέτος συνέδραμε ελάχιστα στην αύξηση της απασχόλησης στα νησιά της χώρας.

Στο 20,9% μετρήθηκε η ανεργία στην Κρήτη (από 11,4% πέρυσι) και στο 20,5% στη Μακεδονία – Θράκη. Ακολουθούν η Θεσσαλία – Στερεά Ελλάδα με 19,5%, η Πελοπόννησος, Δυτ. Ελλάδα και τα Ιόνια Νησιά με 18,8% και η Ηπειρος – Δυτ. Μακεδονία με 18,4%. Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας (14%) καταγράφηκε στην Αττική.

«Ψαλίδι» στους μισθούς λόγω μείωσης του χρόνου εργασίας

Στη δραματική μείωση των απασχολουμένων θα πρέπει να προστεθεί και ο δραστικός περιορισμός του χρόνου απασχόλησης όσων παραμένουν εντός της αγοράς εργασίας, εξαιτίας της στροφής στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (περίπου 50% των νέων θέσεων εργασίας) και των μέτρων αναστολής, επισημαίνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στο μηνιαίο οικονομικό δελτίο του.
Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει και ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του, η επίπτωση της κρίσης της πανδημίας στη μείωση του εργάσιμου χρόνου είναι 10 φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν στην κρίση του 2007-2008. Για να υπογραμμίσει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ ότι οι δραματικές αυτές εξελίξεις στο μέτωπο της απασχόλησης και των σχέσεων εργασίας θα έχουν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση των μισθών και του διαθέσιμου εισοδήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιστημονικοί συνεργάτες της συνομοσπονδίας θεωρούν εξαιρετικής σημασίας τη λήψη νέων μέτρων παρέμβασης στην οικονομία, καθώς είναι ανάγκη να δημιουργηθούν συνθήκες σταθεροποίησης και αντιστροφής της υφεσιακής δυναμικής αλλά και μετασχηματισμού του αναπτυξιακού υποδείγματος. «Δεδομένης της μακροοικονομικής δομής της οικονομίας, η επιβράδυνση της ύφεσης και η ταχεία ανάκαμψη της μεγέθυνσης θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη της καταναλωτικής δαπάνης και την επίδραση που αυτή έχει στις επενδυτικές προσδοκίες», επισημαίνεται στο δελτίο και υπογραμμίζεται πως «δεδομένου ότι ένα γενικό lockdown δεν είναι πιθανό, η εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος θα καθοριστεί από τη μεταβολή της απασχόλησης και την αμοιβή της, καθώς και από τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας τους αμέσως επόμενους μήνες θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό τη χρονική έκταση και την ένταση της ύφεσης αλλά και την επιστροφή στην ανάκαμψη».

kathimerini.gr