Κάθε χρόνο παράγονται περίπου 5,6 εκατ. τόνοι αστικών απορριμμάτων στην Ελλάδα- Αύξηση 6% από το 2015
«Κάτω από τη βάση» είναι η ανακύκλωση στην Ελλάδα. Οπως επιβεβαιώνει έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η χώρα μας δεν υπάρχει πιθανότητα να επιτύχει τους στόχους για την ανακύκλωση, υπολογίζοντας ότι το πραγματικό ποσοστό της ανακύκλωσης βρίσκεται σήμερα στο 16%. Μάλιστα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει για πρώτη φορά ανοιχτά την ανησυχία ότι η Ελλάδα υπερεπενδύει σε μονάδες μηχανικής διαλογής με φτωχά αποτελέσματα, αντί για υποδομές ανακύκλωσης, αμφισβητώντας ευθέως το μοντέλο που ακολουθείται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Η έκθεση, που δημοσιοποιήθηκε χθες, αφορά τις επιδόσεις των κρατών-μελών της Ε.Ε. στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων και την ανακύκλωση. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών που κινδυνεύουν να μην επιτύχουν τους στόχους για τα αστικά απόβλητα (ανακύκλωση ή προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση του 55% έως το 2025), για την ανακύκλωση συσκευασιών (65% έως το 2025 με ειδικότερους στόχους ανά υλικό) και τη μείωση της ταφής απορριμμάτων (έως 10% έως το 2035).
Πιο συγκεκριμένα, το 2019 η ανακύκλωση στην Ελλάδα βρισκόταν στο 21% (34% κάτω από το στόχο). Ωστόσο, όπως σημειώνεται, σύμφωνα με το νέο τρόπο υπολογισμού (που περιλαμβάνει και τα απόβλητα της διαδικασίας διαχωρισμού των ανακυκλώσιμων) η πραγματική ανακύκλωση στη χώρα μας βρίσκεται στο 16%. Τα επίπεδα της ανακύκλωσης αυξήθηκαν μόνο κατά 5,2% τα τελευταία πέντε χρόνια, ενδεικτικό της στασιμότητας στην οποία έχει περιέλθει η υπόθεση.
Ειδικά για την ανακύκλωση συσκευασιών, η χώρα μας δείχνει βρίσκεται κοντά στο να επιτύχει τους στόχους για δύο από τα υλικά, με 66% για χαρτί-χαρτόνι και μέταλλα πλην αλουμινίου (ο στόχος βρίσκεται στο 75% και 70% αντίστοιχα). Υπολείπεται όμως σημαντικά στους στόχους της για τις πλαστικές συσκευασίες (24% με στόχο το 50%), το γυαλί (25% με στόχο το 70%) και το αλουμίνιο (27% με στόχο το 50%).
Συνολικά, η ανακύκλωση συσκευασιών βρίσκεται στο 52,9% (12,1% κάτω από το στόχο του 2025), με τον ρυθμό να έχει μειωθεί κατά 0,2% τα τελευταία πέντε χρόνια.
«Υπάρχουν επισφάλειες για το κατά πόσο το σύνολο των συσκευασιών που κυκλοφορούν στην αγορά καταγράφονται και περιλαμβάνονται στα στοιχεία παραγωγής αποβλήτων- είναι πιθανό να είναι υποεκτιμημένα», αναφέρει η έκθεση. Πρόκειται για μια… μάλλον ευγενική τοποθέτηση, με δεδομένες τόσο την «εισφοροδιαφυγή» (δηλαδή τη μη συμβολή όλων των μεγάλων εταιρειών που παράγουν ή εισάγουν συσκευασίες με συστήματα ανακύκλωσης), όσο και την απουσία κρατικών ελέγχων για τα στοιχεία που τα συστήματα ανακύκλωσης καταθέτουν (ο ΕΟΑΝ υπολειτουργεί εδώ και χρόνια, οι εκθέσεις δεν δημοσιοποιούνται όπως θα όφειλαν).
Τέλος, για την υγειονομική ταφή, στη χώρα μας εξακολουθεί να ξεπερνά το 77%, με τον ευρωπαϊκό στόχο να βρίσκεται ακόμα πολύ μακριά, ενώ η κομποστοποίηση έχει αυξηθεί από 2,6% σε 5% (παραμένοντας πολύ χαμηλή).
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερωτάται κατά πόσο δαπανώνται πολύ μεγάλα ποσά για τη διαχείριση των απορριμμάτων με μεθόδους που βρίσκονται στα κατώτατα επίπεδα της ιεραρχίας (σσ. της κοινοτικής νομοθεσίας), έναντι των επενδύσεων σε υποδομές ανακύκλωσης. Επομένως η Ελλάδα πρέπει να είναι προσεκτική για να μην μετακινηθεί από την ταφή απορριμμάτων στη διαχείρισή τους σε μονάδες μηχανικής διαλογής χαμηλής ποιότητας», αναφέρει η έκθεση.
Στη χώρα μας παράγονται περίπου 5,6 εκατ. τόνοι αστικών απορριμμάτων ετησίως και η παραγωγή αποβλήτων έχει αυξηθεί από το 2015 κατά 6%. Αυτό αντιστοιχεί σε 524 κιλά/κάτοικο, πολύ πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο (501 κιλά/κάτοικο).