Καλοκαιράκι στα Τρίκαλα του 1960

Τα Τρίκαλα τότε … Μικρή πολιτειούλα των 27.000 κατοίκων όλων κι όλων, που άπλωνε ράθυμα το ρικνό κορμί της, (φρυγμένο από τις κάψες των καλοκαιριών και πασπαλισμένο από την πάχνη των φθινοπώρων), γύρω από το σμαραγδί ποτάμι της όπου θρασομανούσαν τα καλάμια, οι λεύκες, οι ιτιές και τα πλατάνια. Αναθυμάμαι τους ήσυχους ανθρώπους της, τις όμορφες γειτονιές της, τις πλατείες με τις λυγερόκορμες λεύκες της και τα στενορρύμια τα πνιγμένα στις ροζ και στις άλικες τριανταφυλλιές, τους βαθυπράσινους κισσούς που βεργοτυλίγονταν στα ολόρθα κυπαρίσσια, τις βαρυφορτωμένες από τους χρυσοκίτρινους καρπούς σκαμνιές και τις εκατόχρονες (ιερό δέντρο των μουσουλμάνων) μπορμποτσιλιές, τις χίλιες εκκλησιές της πυκνοχτισμένες στα στενά του Βαρουσιού. Και ολόγυρα από το ποτάμι, τον Ληθαίο μας, σε ολόκληρη της φιδίσια διαδρομή του, απλωνόταν ολοπράσινος και καρπερός ο παχύς τρικαλινός κάμπος, που πυργωνόταν θρασύτατα από τη μια στον λόφο του Αη-Λια με το εκκλησιδάκι και τις βερραμάν βελόνες των πεύκων του και από την άλλη στο ενετικό φρούριο  με το πετρόκτιστο ρολόι, σήμα κατατεθέν της ποτε Τρίκκης διαχρονικό.

Καλοκαιράκι στα Τρίκαλα του ‘60 με το θερμόμετρο να βαράει αλύπητα 45άρια υπό σκιάν, όπως έδειχνε το μεγάλο μπλε θερμόμετρο στον τοίχο του φαρμακείου Κιοσσέ, γωνία Κονδύλη και Καραϊσκάκη, διαγώνια από το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Κίτσιου και Πρίαμου Μέγα και απέναντι από το κατάστημα Βασιλού.

Σπίτια από τούβλα, λίγα πέτρινα, (όσα είχε αφήσει ο σεισμός του 1953, ημέρα Παρασκευή, ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής), μονόπατα ή δίπατα, (ακόμα δεν είχε ενσκήψει στην πόλη μας και σε ολόκληρη την Ελλάδα η κατάρα της πολυκατοικίας που εξαφάνισε τις γειτονιές και τη θαλπωρή των ανθρώπων της που νοιάζονταν για τον διπλανό τους σαν να ήταν δικός τους άνθρωπος), χτισμένα με μονότουβλους τοίχους και κεραμιδένια σκεπή και βέβαια χωρίς ίχνος αιρ κοντίσιονιγκ. Τα σπίτια μέσα μέρα-νύχτα έβραζαν κυριολεκτικά από τη μεγάλη λάβρα και κοιμόμασταν λουσμένοι στον ιδρώτα˙ τυχεροί όσοι είχαν αυλές, γιατί έβγαζαν εκεί κρεββάτια και κοιμόνταν σε σχετική δροσιά κάτω από τα δέντρα, καθώς και όσων τα σπίτια είχαν ταράτσες, γιατί κοιμόνταν εκεί στρωματσάδα, κάτω από ανέφελο ουρανό κατάστικτο από τη στίλβη των μακρινών άστρων.

Η εξουθενωτική κάψα της ημέρας που την έτρωγαν κατακέφαλα όσοι δεν ξεκαλοκαίριαζαν στην Τύρνα, το Περτούλι, το Μέτσοβο, το Σμόκοβο, τη Μηλίνα, την Άφησο, τα Καλά Νερά, τον Πλαταμώνα και το Τσάγεζι, ακολουθούνταν νομοτελειακά από το απογευματάκι που μαζί του έφερνε δροσερό και ζωογόνο το πρώτο αεράκι της ημέρας, τον Καλαμπακιώτη. Η ζωή άρχιζε μετά τις οχτώ, με το μούχρωμα, όταν από  το ποτάμι που διασχίζει την πόλη μας  από άκρη σε άκρη, από το εργοστάσιο Κλωτσοτήρα στο Τρικκαίογλου μέχρι τις Αμυγδαλιές και  πέρα από τον Άγιο Κωνσταντίνο και κυλάει ήσυχα τα ολοπράσινα νερά του ανάμεσα στις γλυσίνες και τα βρύα, άρχιζε να αναδίδεται η πολυπόθητη δροσούλα, ανακατεμένη με τις δρυμιές μυρωδιές από τα χνουδωτά πολυτρίχια του βυθού και τα στριγγά κοάσματα των μπακακών που μπαινόβγαιναν στις στρουφιχτές δίνες. Έβγαινε τότε είτε η πράσινη είτε η  φούξια καταβρεχτήρα του Δήμου, που αφού φόρτωναν νερό από τις ειδικές εγκαταστάσεις της πλατείας Στρατηγού Κιτριλάκη, (επί της Λαρίσης δεξιά όπως πήγαινες για το γήπεδο), κατάβρεχαν τους κατάστεγνους από την ολοήμερη λάβρα δρόμους, που άχνιζαν από την εξάτμιση του νερού όταν κρουνηδόν έπεφτε στην καφτή άσφαλτο.

Οι Τρικαλινοί άρχιζαν να βγαίνουν και να γεμίζουν το κέντρο της πόλης μας. Οι δρόμοι και οι πλατείες της, κεντρικοί και στις συνοικίες, (Τρικκαίογλου, Αγία Μονή, Σταθμός, Στρατώνες, Μπάρα), έσφυζαν από καφφενεία, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, τσιπουράδικα˙ οι μαγαζάτορες και οι παραγυιοί τους άπλωναν  τις ψάθινες ή πάνινες καρέκλες τους έξω από τα μαγαζιά τους στο πεζοδρόμιο, κατάβρεχαν τους χώρους και περίμεναν τους πελάτες. Την τιμητική τους είχαν τα μεγάλα καφφενεία και ζαχαροπλαστεία στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Αμερικανών με τα θαυμάσια κτίρια του ξενοδοχείου Πανελλήνιον, του ξενοδοχείου Μετέωρα και της Λέσχης Επιστημόνων Τρικάλων, στην πλατεία Κιτριλάκη, στην πλατεία Ρήγα Φερραίου, στην πλατεία Χατζηπέτρου, στην πλατεία Δεσποτικού και επί της Ασκληπιού (που από την οδό Καρδίτσης και μετά μέχρι τον Σταθμό λεγόταν Σιδηροδρόμου). Μαγαζάκια για καφέ, τσιπουράκι ή λεμονάδα μπορούσες να βρεις και στην οδό Καλαμπάκας ειδικά μετά τον Άγιο Στέφανο όσο πλησίαζες στο Τρικκαίογλου, στην Πράσινη Γωνιά στη στροφή προς τον Πύργο, στη Λαρίσης μετά τους Στρατώνες, γύρω από την πλατεία Συνοικισμού, στην πλατειούλα δίπλα στις Φυλακές, στη Μπάρα και σε όλες τις γειτονιές της πόλης. Μπορούσες να ανεβείς στο Φρούριο είτε από την πύλη του, ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο μετά το Πρώτο Δημοτικό Σχολείο είτε ανεβαίνοντας την ωραιότατη στριφογυριστή πλατύσκαλη κλίμακα απέναντι από την Αγία Φανερωμένη, για να βρεθείς μπροστά στο θαυμάσιο δημοτικό κτίριο αναψυχής (το λέγαμε Φρούριο, από τις πολεμίστρες του) με την λιμνούλα και τα πολύχρωμα συντριβάνια, που στο κέντρο της μετεωριζόταν η χορευτική πίστα και να απολαύσεις από ψηλά την πόλη μας, κάτω από θεόρατα πλατάνια που άπλωναν τα τεράστια πυκνόφυλλα κλαδιά τους, δροσίζοντας ευεργετικά τους θαμώνες.Μπορούσες ακόμη να κάνεις περίπατο κατά μήκος του ποταμού στην αριστερή όχθη του προς το Τρικκαίογλουμόνος ή με παρέα, περπατώντας αμέριμνα ή ψιλοκουβεντιάζοντας κάτω από τις λεύκες που πυργώνονταν η μιά μετά την άλλη στις καταπράσινες όχθες, ψηλόκορμες και ακατάδεχτες, να διαβείς την πράσινη γέφυρα του Αγίου Νικολάου, την πλατεία Βουβής, τη γέφυρα πίσω από το ιερό του Αγίου Στεφάνου (παλιάς Μητρόπολης πριν από την ανέγερση του Αγίου Νικολάου) και να φτάσεις σιγά σιγά στο εξοχικό «Η αύρα», για να ξαποστάσεις με καφέ στο μπρίκι και στη χόβολη καιπαγωμένη λεμονάδα ή γκαζόζα από τις πολλές τότε τρικαλινές βιοτεχνίες˙ μετά επιστροφή, αυτή τη φορά από την αντίπερα όχθη, περνώντας την κόκκινη γέφυρα Μπέλλευς, (θαυμαστό σε σύλληψη δημιούργημα του Εγγλέζικου Μηχανικού στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, για να αντικαθιστούν με αυτές στο άψε σβήσε στις γέφυρες που ανατίναζαν οι Γερμανοί, υποχωρώντας) ώσπου να φθάσεις στο καφφενείο  «Η ένωσις», που στέγαζε εκείνα τα χρόνια το πρακτορείο των λεωφορείων Καρδίτσης-Τρικάλων.Μπορούσες ακόμη να μισθώσεις κάποια από τα ωραιότατα μόνιππα που έκαναν πιάτσα στην όχθη του ποταμού προς την Κεντρική Πλατεία, (δημιούργημα του ρέκτη δήμαρχου Θεοδοσόπουλου, με τα χτιστά σαγρέ διπλά παρτέρια γεμάτα πάντοτε από πολύχρωμα ανθάκια και τις μνημειακές τοξωτές στήλες φωτισμού, μία των οποίων στολίζει σήμερα το Φρούριο) και να φθάσεις μέχρι την Αγία Μονή διασχίζοντας την Ασκληπιού ή μέχρι το κέντρο Γκιούλ Μπαξέ στους Στρατώνες από τη Λαρίσης.

Έτσι ήταν τότε. Η διασκέδαση που παρείχε η πόλη μας στους κατοίκους της περιοριζόταν σε περιπάτους, στο θέαμα που παρείχαν οι κινηματογράφοι και σε γαστριμαργικές απολαύσεις που παρείχαν τα τσιπουράδικα και τα ζαχαροπλαστεία. Υπήρχαν και φορές όπου στην  πλατεία Αμερικανών ερχόταν και έπαιζε εμβατήρια η μπάντα του Α΄ Σώματος Στρατού, του οποίου διοίκηση έδρευε τότε στα Τρίκαλα και στεγαζόταν σε ωραιότατο κτίριο στους πρόποδες του λόφου του Άη Λια, στο τέρμα της Κρυστάλλη.

Μπορούσες λοιπόν το απόγευμα να πιείς τον καφέ σου στο Φρούριο. Να κάνεις ποδηλατάδα μέχρι τους Στεφανουσαίους ή την Αγία Μονή. Να φας παγωτό στου Μέγα, κωκ στου Γεωργίου, σεράνο στην Κυβέλεια, πουτίγκα στου Σαββουλίδη, κορνέ και ροξ στο μπάρ του Παλλάς, πουτίγκα σπάτουλα στο Διεθνές, εκλαίρ στου Γιαννή, μπουγάτσα από τον Ρουμάνο, γουρουνοπούλα ψητή στη σούβλα στου Σελεμέκου ή στου Κουκουρλή σε ξύλινη εξέδρα πάνω στο ποτάμι για δροσιά. Ζεστό φυστικάκι, στραγαλάκι, φουντουκάκι, πασατεμπάκι από τους Πελίγκους στο καρροτσάκι με φωτιστικό ασετυλίνης, έξω από τον «Έσπερο». Σάμαλι και μπακλαβά από τους πλανόδιους γλυκατζήδες. Παγωτό χωνάκι μοσχομυριστό και μαστιχάτο με βυσσινάδα από πάνω, σε ειδικό κυπελλάκι από μπισκότο από τους πλανόδιους Αλέκο, Βησσάρη και Τόγελο˙ το καρροτσάκι τους ήταν πολύχρωμο, πλουσιότατατα στολισμένο και με στρογγυλή άσπρη τέντα για τον ήλιο με ολοκόκκινες φούντες γύρω γύρω. Παγωτό «ΕΒΓΑ», ξυλάκι κρέμα, κρέμα σοκολάτα, κυπελλάκι από το πρατήριο Φασούλα επί της Ασκληπιού, με υπαλλήλους ντυμένες με μπλε ποδιά και εξυπηρετικότατες. Νοστιμότατο κοκκορέτσι, κεμπάπ από ζυγούρι και αρνίσια συκωτάκια περιτριγυρισμένα με  σκέπη από τον Βασίλη ή τον Ρούκη, μια δραχμούλα το κομμάτι μαζί με το ψωμί. Μπύρα και μεζέ στο μπάρ «Ο Θανασάκης» επί της Ασκληπιού, στου Τσιτσάνη πίσω από τα «Μετέωρα», στην «Ωραία θέα» των Καρέληδων στις Φυλακές, στην «Κληματαριά»και στου «Κύρνα» (ένα ψηλοτάβανο οίκημα με τοιχογραφίες βαρελοφρόνων) στη Σιδηροδρόμου και στον «Γκιούλ Μπαξέ»μετά τους Στρατώνες δεξιά.

Μόλις σουρούπωνε, άναβαν τα εξωτερικά φώτα των θερινών κινηματογράφων, που φώτιζαν τις απαστράπτουσες προθήκες τους όπου είχαν αναρτηθεί φωτογραφίες της ταινίας που έπαιζαν «Σήμερον» και των ταινιών που περίμεναν τη σειρά τους «Προσεχώς, Έγχρωμον», «Κατάλληλον» ή «Ακατάλληλον δι’ ανηλίκους». Θερινοί κινηματογράφοι τότε ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού : Το «Σταρ» στην Σιδηροδρόμου, ο «Έσπερος» δίπλα στο Παλλάς, το «Άριστον» στην Κονδύλη στην αρχή της Μπάρας και για ένα διάστημα η «Φαντασία» στο Κολωνάκι μετά από το Μονοπώλιο αριστερά όπως πήγαινες για την πράσινη γέφυρα και το «Παλλάς» στη Λαρίσης αριστερά όπως πήγαινες για τους Στρατώνες.

Μετά τις οκτώ η ώρα άρχιζε η πατροπαράδοτη βόλτα στην Ασκληπιού, το αποκαλούμενο τότε και νυφοπάζαρο. Τότε απαγορευόταν η κυκλοφορία των οχημάτων στην οδό αυτή από την Κεντρική Γέφυρα μέχρι την Καρδίτσης, όπου η Τροχαία τοποθετούσε ειδικό απαγορευτικό σήμα. Πλήθη Τρικαλινών συρρέαμε εκεί και περπατούσαμε επί ώρες ολόκληρες σε δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μία προς τον Σταθμό και μία προς τη Γέφυρα, για να τις δούμε και να μας δουν, με τα θηλυκά ξεμπράτσωτα και μαυρισμένα από τα μπάνια στη Μηλίνα, την Άφησσο και τα Καλά Νερά. Και στα πλαϊνά της Ασκληπιού πεζοδρόμια άπλωναν τα τραπεζάκια τους τα ζαχαροπλαστεία (το θρυλικό «Διεθνές» των αδελφών  Μπαρτζιώκα και η «Βιολέττα» των τότε ποδοσφαιριστών Παπαχρήστουσέντερ μπακ του «Αχιλλέως» και Μπέσιουχαφ της «Α.Ε.Τ.») και τα καφέ μπαρ, οι δε τρικαλινοί, σε πολύβουεςνεανικές παρέες κυρίως φοιτητών γέμιζαν τα τραπεζάκια μέχρι το πρωί και γεύονταν πουτίγκα σπάτουλα, παγωτό και γλυκά του ταψιού, όλα φτιαγμένα με την καπατσοσύνη του ζαχαροπλάστη Μανώλη.

Η πόλη διέθετε και κοσμική ζωή. Μεταξύ του κινηματογράφου Παλλάς και του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρίας, στην αποκαλούμενη «Λίντα», ένα ωραιότατο κτίριο με μεγάλη αυλή μπροστά, λειτουργούσε το νυκτερινό κέντρο «Το χρυσό πέταλο» του Γιώργου του Τσιτσάνη, που μετακαλούσε ορχήστρες ελαφράς μουσικής με γνωστούς ντιζέρ και ντιζέζ. Εκεί περνούσαν τις καλοκαιρινές νύχτες τους οι κοσμικοί τρικαλινοί και καρδιτσιώτες (όταν δεν πήγαιναν στο δικό τους αντίστοιχο «Παυσίλυπο»), χορεύοντας μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες βαλς, ταγκό, σάμπα, ρούμπα και φοξ τροτ  και ακούγοντας τα μεγάλα σουξέ του Μαρούδα, του Γούναρη, του Παναγόπουλου, του Πολυμέρη, του Πατέτσιου, της Βέμπο, της Βάνου, της Βλαχοπούλου.

Η νεολαία είχε και τα πάρτυ. Κάποιο φιλόξενο σπίτι, πικάπ Ντούαλ ή Φίλιπς, δισκάκια 45άρια με τα τελευταία ευρωπαϊκά και αμερικανικά σουξέ, βερμούτ χύμα από του Τσαγκούλη και φυστίκια αράπικα, τουίστ, μάμπο, γιάνκα, μπόσσα νόβα, ροκ εντ ρολλ, χάλλυ γκάλλυ, τσα-τσα, τσάρλεστον, μπλουζ, βαλς, ταγκό και μετά σέικ, πατσάγκα, λίμπο ροκ και μάντισον.

Αλησμόνητα καλοκαίρια.

 

Ο ΠΑΛΑΙΟΣ