Ηρακλής Φίλιος : Εξι μήνες απουσίας

Έξι μήνες απουσίας. Έξι μήνες ισχυρής απουσίας. Πολλά χρόνια, ταπεινής παρουσίας στη ζωή της εκκλησίας, στη ζωή του καθενός. Έξι μήνες χωρίς τον π. Γεώργιο Στέφα.

Έξι μήνες χωρίς τον πνευματικό άνδρα που μιλούσε με τη σιωπή του. Μήνες περίεργοι. Δεν μπορώ να τους περιγράψω. Δεν βρίσκω τις λέξεις. Ηχηρή απουσία. Έτσι, θα χαρακτήριζα τις μέρες από τον περασμένο Αύγουστο. Η απουσία αυτή είναι πικρή. Δεν σε γλυκαίνει κάτι, παρά μόνο η θύμηση όλων των στιγμών μαζί του.

Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, τον θυμάμαι δίπλα του από μικρό παιδάκι. Από τότε που διακονούσε ως Πρωτοσύγκελλος, την Μητρόπολη μας Τρίκκης & Σταγών. Πολλές αναμνήσεις, μα πιο ζωηρές, καθώς μεγάλωνα. Όχι μόνο ο ίδιος, βέβαια. Τόσοι άνθρωποι, νέοι, νέες, μεγάλοι, με τους οποίους συνδεόταν και είχε «συνεργασίες» όπως του άρεσε να λέει πάντα. Η συνάντηση με το πρόσωπο του; Μόνο ευεργετική. Πόσους έχει αναπαύσει; Για πόσους έγινε διάκονος, τελευταίος, ελάχιστος, ώστε να μας ωφελήσει με το λόγο του, το χαμόγελο του; Αυτό το χαμόγελο του! Δεν θα σβήσει ποτέ από την καρδιά μας. Τί να τον κάνεις τον νου; Ο νους ξεχνάει. Η καρδιά ποτέ.

Σαν μικρό παιδί γελούσε, χαιρόταν, απολάμβανε την παρέα και συζητούσε. Άκουγε. Ναι, ο π. Γεώργιος ήταν άριστος ακροατής. Κι όταν επαναστατούσες; Κι εκεί άκουγε. Με πολύ προσοχή. Ανεξίκακος. Απορούσες μαζί του. Ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να μην έχει έστω ένα αρνητικό συναίσθημα για κάποιον; Έχει ο Θεός σου ‘λεγε. Όχι βιαστικότατα, ανεύθυνα και με προχειρότητα, όπως πολλές φορές λέγεται σήμερα. Ζούσε τις λέξεις. Βεβαίωνε πως ο Θεός έχει. Και σε ενέπνεε να ελπίζεις, να ζεις, να χαίρεσαι. Χαιρόταν με το γέλιο παιδιού. Αστειευόταν με τον ίδιο τρόπο. Σε μπέρδευε όταν ήθελε να σε αποκαλέσει κάπως… «είσαι ο εγγονός του πατέρα της μητέρας σου»! Μέχρι να το βρεις εσύ, εκείνος γελούσε!

Δεν εγκατέλειπε ποτέ. Ακόμη κι αν τον είχες αρνηθεί, πώς γινόταν να στέκεται δίπλα σου διακριτικά και να αναλαμβάνει εκείνος την πρωτοβουλία για να σε δει; Χωρίς να ζητήσει τίποτε. Χωρίς να έχει όφελος. Για σένα μόνο. Η αγάπη του είχε διακόψει κάθε είδους σχέση με τον εγωισμό. Φωτισμένος άνθρωπος. Τα λόγια του πάντοτε ζυγισμένα. Ομολογώ, πως δεν συμφωνούσες πάντα μαζί του. Ομολογώ επίσης, πως δεν καταλάβαινες ποτέ το μέγεθος της αγάπης του και της ανεξικακίας του. Δεν έφερνε σε σύγκρουση τους ανθρώπους. Άκουγες να σου λέει για προσευχή αλλά μοιραζόταν σκέψεις που σάρκωναν το ανέλπιστο στην ώρα του. Είχε δίκιο σε πολλά. Όπου δεν συμφωνούσες μαζί του; Ήταν αυτή η φιλαυτία που δεν σου επέτρεπε να δεις καθαρά.

Ανέστησε μαζί με τον μακαριστό Μητροπολίτη Σταγών & Μετεώρων κυρό Σεραφείμ όχι μία ιδέα, αλλά τον άνθρωπο! Ο π. Γεώργιος ήταν η ψυχή των πάντων. Έδινε ζωή στη Μητρόπολη, στις κατασκηνώσεις, στη λατρευτική ζωή, στη διακονία του κάθε πονεμένου, μόνου και τσαλακωμένου. Τον θυμάμαι χρόνια στις κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών & Μετεώρων, στην Τρυγόνα. Πόσα παιδιά αγάπησαν τις κατασκηνώσεις; Έδινε ζωντάνια στις σκέψεις του και η αγάπη του ενσαρκώθηκε στα πρόσωπα των παιδιών. Δεν μπορώ να ξεχάσω σαν ομαδάρχης, την ανάγκη του να λειτουργούν όλα τέλεια. Ήταν τελειομανής. Αυτό μας κούραζε κάποιες φορές! Τί σημασία είχε όμως; Για εμάς ήταν ο πατέρας μας.

27 Ιανουαρίου 2018. Ιερά Μονή αγίων Θεοδώρων Καλαμπάκας. Συναντηθήκαμε, όχι για να τον θυμηθούμε, αλλά για να προσευχηθούμε όλοι μαζί για την ψυχή του. 6 μήνες από την κοίμηση του. Μου ‘κανε εντύπωση ο κόσμος που ήρθε. Πολύς κόσμος από τα Τρίκαλα, όπου τον αγαπάνε. Αλλά και από την Καλαμπάκα. Μαζί μας και ο Μητροπολίτης Σταγών & Μετεώρων κ.κ. Θεόκλητος. Απλός άνθρωπος, με όμορφο λόγο, μεστό ύφος και χαμογελαστός. Δίπλα του ο Πρωτοσύγκελλος π. Νήφων, ειλικρινής και απλός, και οι κληρικοί της Μητρόπολης.

Ήταν φθινόπωρο του 379 μ.Χ. όταν ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, που ήταν πολύ ευαίσθητος, επισκέφτηκε την αδερφή του οσία Μακρίνα στον Πόντο, για να παρηγορηθεί από τον θάνατο του αδελφού τους Μ. Βασιλείου. Η Μακρίνα όμως, ήταν άρρωστη κι έτσι είχε μαζί της έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο, που έδωσε στον Νύσσης την αφορμή να γράψει το «Περί ψυχής και αναστάσεως», τα γνωστά «Μακρίνεια».

Ήταν τότε, που ο Νύσσης ξεκινούσε κάπως έτσι: «Η ψυχή μου ήταν πολύ θλιμμένη, επειδή πονούσε γι’ αυτή τη μεγάλη απώλεια∙ ζητούσα κάποιον που θα έχυνε δάκρυα μαζί μου και θα σήκωνε το ίδιο βάρος της θλίψεως. Μόλις συναντηθήκαμε, η παρουσία της δασκάλας μου αναζωπύρωσε τη θλίψη μου· διότι ήδη και εκείνη υπέφερε από θανατηφόρα
ασθένεια. Εκείνη τότε, αφού υποχώρησε, μιμούμενη τους δασκάλους της ιππικής τέχνης,
και παραδόθηκε μαζί μου στο πάθος της θλίψεως, στη συνέχεια προσπάθησε
με το λόγο της να με σταματήσει· σαν χαλινάρι χρησιμοποίησε τη σκέψη της,
για να ηρεμήσει την ταραγμένη ψυχή μου. Ανέφερε το λόγο του Αποστόλου,
ότι δεν πρέπει να λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους· διότι αυτό το πάθος
(της λύπης) χαρακτηρίζει μόνον όσους δεν έχουν ελπίδα (στον Κύριο). Εγώ τότε, επειδή η θλίψη πλάκωνε την καρδιά μου, είπα: «Πώς είναι δυνατόν
να το πετύχουν αυτό (να μην λυπούνται) οι άνθρωποι, αφού όλοι αισθάνονται
φυσική απέχθεια προς το θάνατο;».

Π. Γεώργιε, καλό παράδεισο. Χριστός Ανέστη!

Ηρακλής Αθ. Φίλιος