Ηρακλής Φίλιος : Έρωτος φύσις

filos_hraklis

 

 

 

Μα τι είναι ο έρωτας; Σε εκλιπαρώ αγαπημένη μου καρδιά, πες μου.

Είναι μια επιστροφή στο κέντρο μας,

στο γνώριμο πυρήνα της αθωότητας που είναι ακόμα γεμάτη εμπιστοσύνη;

Είναι μήπως ένα πρώτο άγριο ξέσπασμα της ύπαρξης μας

μια προσπάθεια να πάρουμε ακραία μέτρα

και για λίγες ώρες να είμαστε παντογνώστες;

Robert Graves, What is love?

Παραφράζοντας την αριστοτέλεια ρήση «ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον», θα λέγαμε πως είναι και ερωτικό ον. Και είναι ερωτικό, διότι αυτή η ερωτικότητα του έχει πληρωτική δύναμη και κίνηση. Ο άνθρωπος ερωτεύεται και ταυτόχρονα γίνεται δέκτης αυτής ερωτικότητας.

Κι ο Θεός όμως είναι ερών και εραστός. Δεν έχει ερωτική ζωή, όπως τα κτιστά όντα, αλλά μόνο αγαπητική. Ο έρωτας είναι στοιχείο της δημιουργίας του κόσμου. Ο Θεός δημιούργησε από έρωτα τον κόσμο, τον άνθρωπο, την κτίση. Μία έκρηξη αγάπης για την κτίση και τον ίδιο τον άνθρωπο τον οποίο και κάλεσε να βιώσει τον έρωτα του παραδείσου. Ο άνθρωπος αγαπώντας τον Θεό με όλη του την ψυχή, δένεται ολοκληρωτικά στο άρμα της θείας εξουσίας και αυτεξουσίως βιώνει κάτι πρωτόγνωρο για εκείνον, κάτι σαν χάρισμα που εντούτοις καλλιεργείται. Κι αυτό είναι ο θείος έρωτας, όπου ο άνθρωπος αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι στο θέλημα του Θεού και ζει μία ζωή απαλλαγμένη από κάθε κοσμική έννοια. Και η μοναστική – ησυχαστική ζωή, μεταφέρει σε άλλους ουρανούς την ανθρώπινη σκέψη και φυσικά μεταμορφώνει την ανθρώπινη ύπαρξη σύμφωνα με το θείο θέλημα. Υπάρχει βέβαια και ο ανθρώπινος έρωτας. Το δόσιμο, αυτή η έκρηξη αγάπης, το ξεχείλισμα των μύχιων πόθων για ένωση και ταύτιση σε μία κοινωνία προσώπων.

Τι είναι όμως ο έρωτας; Πολύ σοφά ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, θα μας πει πως «τον έρωτα είτε θείον, είτε αγγελικόν, είτε νοερόν, είτε ψυχικόν, είτε φυσικόν είποιμεν, ενωτικήν τινα και συγκρατικήν εννοήσωμεν δύναμιν». Ο άγιος Πατέρας δεν ξεχωρίζει τον έρωτα ανάλογα με το πρόσωπο κατεύθυνσης (Θεός ή άνθρωπος), αλλά τον χαρακτηρίζει ως μία ενωτική δύναμη που συνέχει τις σχέσεις. Κι εκείνος που είναι ερωτευμένος «το του φιλουμένου πρόσωπον φαντάζεται, και τούτο ένδον ενηδόνως περιπτύσσεται ο τοιούτος» κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο.

Ο όρος «έρωτας» έγινε συνώνυμος του όρου «αγάπη» στην ορθόδοξη θεολογία. Και σε γενικές γραμμές στην πατερική θεολογία νοείται ως μία εκστατική ορμή του όντος σε μία ετερότητα, κάτι που αναφέρει και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Ο Θεός δεν έχει μόνο αγάπη, αλλά είναι αγάπη, η ίδια η αγάπη όπως θεολογεί ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής. Έτσι ο Θεός έχει μία ερωτική εκστατικότητα που νοείται ως αγαπητική κίνηση προς τον άνθρωπο. Και η κίνηση αυτή διαφαίνεται σ’ ολόκληρο το ξετύλιγμα του σχεδίου της θείας οικονομίας, με την σάρκωση, σταύρωση κι ανάσταση Του. Όπως σημειώνει ο δογματολόγος Ν. Ματσούκας «η αγάπη δεν είναι ηθική ιδιότητα του Θεού, αλλά το πλήρωμα, η αυτοζωή, η αυτοαλήθεια, και η πηγή κάθε κίνησης και ζωής…η αγάπη δεν είναι πόθος για τη ζωή, αλλά άπλωμα και έκρηξη της ζωής ανεξάντλητα».

Ο έρωτας είναι ενδεής όπως αναφέρει ο Σωκράτης στο Συμπόσιο. Έχει όμως την τάση της ολοκλήρωσης και αυτό όταν ενσαρκώνεται μέσα στην ίδια την αγάπη. Όταν ο έρωτας δεν έχει την κίνηση της τελείωσης, γίνεται εγωκεντρικός. Κι αυτό είναι κάτι που διαπιστώνουμε στις σχέσεις μας με το πρόσωπο που αγαπάμε. Γίνεται εγωκεντρικός και κτητικός όταν δεν διαποτίζεται και εμπνέεται από το πνεύμα της κατανόησης, της υπομονής, της αλληλοπεριχώρησης, της θυσίας, της υποχώρησης και αυτό κάνει ξενικό τον έρωτα και τον καθιστά προβληματικό. Όταν όμως λαμβάνει διαστάσεις συσπείρωσης σε κάθε τι αγαθό στοιχείο, τότε μπορεί να περνάει από τρικυμίες, όμως έχει ήδη χτίσει μία εμπιστοσύνη αγάπης και αλήθειας που εξυψώνουν την οντολογική υπόσταση του σε κάθε τι υψηλό και όμορφο!

Ο έρωτας έγινε όρος συνώνυμος του σεξ. Ο πανεπιστημιακός καθηγητής της δογματικής Χ. Σταμούλης, σημειώνει σχετικά τα εξής: «Επισημαίνοντας το πρόβλημα της ταύτισης του έρωτα με το σεξ, δεν οδηγούμαστε κατ’ ανάγκην στη δαιμονοποίηση του σεξ, στην απόρριψη του, στην αφαίρεση του μυστηριακού του περιεχομένου. Το πρόβλημα και εδώ, όπως και στο σύνολο της χριστιανικής ανθρωπολογίας, είναι η απομόνωση, η εωσφορική μεγιστοποίηση, που τη στιγμή της πραγμάτωσης της εισάγει την ελαχιστοποίηση, έως και τον μηδενισμό της ίδιας της ύπαρξης της».  Έτσι η ανθρώπινη ερωτικότητα απαξιώθηκε, περιθωριοποιήθηκε και δαιμονοποιήθηκε. Ταυτίστηκε με την σεξουαλικότητα και η οποία στη συνέχεια συνδέθηκε με την πτώση και το κακό.

Μας συνεφέρει όμως ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης που θα μας πει «το του έρωτος όνομα μη φοβηθώμεν». Και το άσχημο είναι ότι αυτή η εννοιολογική σημασία του έρωτα γεννήθηκε και ανατράφηκε και ανατρέφεται στο χώρο της ορθόδοξης εκκλησίας. Εντούτοις απέχει από την αλήθεια και τη φύση του έρωτα και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα που δεν είναι δαίμων στη ζωή αλλά ότι πιο όμορφο και άγιο. Από τους Γνωστικούς κυρίως είχε αναπτυχθεί αυτή η ενοχή και η αισχύνη για την ηδονή, αλλά και η ταύτισή της με το κακό και την αμαρτία, ως όργανο του κακού δημιουργού, προς αναπαραγωγή του θανάτου.

Πολύ σοφά ο Nietzsche σημειώνει πως «ο χριστιανισμός έδωσε στον έρωτα να πιει δηλητήριο και ο έρωτας, αν και δεν πέθανε από αυτό, όμως εκφυλίστηκε σε ελάττωμα». Και μία ματιά στην αντιμετώπιση του μέσα στο χώρο της εκκλησίας, μας πείθει πως είναι ένα «αναγκαίο κακό» με σκοπό τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Δεν χρειάζεται όμως τέτοιος πανικός και τέτοια νοσηρή σκέψη. Αυτή η θεολογία της άρνησης ενσαρκώνει κάθε τι ανόσιο και σκοτώνει τον έρωτα. Το ευσεβιστικό στοιχείο της εκκλησίας αποϊεροποίησε τον έρωτα και όπως σημειώνει ο Χ. Σταμούλης, «δεν μπορεί να ζήσει τη δική του ζωή και παλεύει να ερημώσει τις ζωές των άλλων, κατάφερε μια σχεδόν ολική αφαίμαξη της ανθρώπινης ερωτικότητας εντός των ορίων της εκκλησίας». Έτσι ο άνθρωπος αντί να γνωρίσει, ψηλαφίσει και βιώσει το ερωτικό στοιχείο στη ζωή του, κατάφερε να γίνει ανέραστος. Αρνήθηκε όμως έτσι την ίδια τη ζωή, την ίδια τη φύση του. Υποτιμήθηκε με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος, ο κόσμος, αλλά και ο ίδιος ο Θεός.

Οι ηθικιστές αδυνατούν τόσο να κατανοήσουν, όσο και να εμπνευστούν από την οντολογία του έρωτα. Τον απομονώνουν, περιορίζουν και κάνουν λόγο για ξερίζωση των παθών. Στην πατερική θεολογία δεν συναντάται κάτι τέτοιο. Απεναντίας η ίδια κάνει λόγο για μεταμόρφωση των παθών σε αγαπητικό ήθος. Εύστοχα ο π. Φιλόθεος Φάρος σημειώνει πως «η σεξουαλικοποίηση του σώματος διέστρεψε αυτή την υπέροχη ανθρώπινη ανάγκη και έκφραση που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της πραγματικής αγάπης και την έκανε αισθησιασμό, λαγνεία και τελικά ανηθικότητα και κτηνωδία, που όχι μόνο ματαιώνουν την ικανοποίηση της κρίσιμης αυτής ανάγκης του ανθρώπου αλλά και τον κατακλύζουν με ενοχές, με νευρώσεις, με ψυχικές και σωματικές αρρώστειες για να τον οδηγήσουν τελικά σε έναν άδοξο θάνατο μέσα στην ντροπή, την απόρριψη, την αυτοπεριφρόνηση και τη μοναξιά».

Έτσι λοιπόν το σώμα, το σεξ, η ηδονή, αποτελούν αμαρτία στις νοσηρές φαντασίες εκείνων που υποκρίνονται και δεν γνωρίζουν την μαγεία του έρωτα όπως την εξέφρασαν Πατέρες της εκκλησίας μας. Ενδεικτικά, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μιλώντας «προκλητικά», γράφει τα εξής: «Μέλη Χριστού γινόμεθα, μέλη Χριστός ημών δέ, καί χείρ Χριστός και πούς Χριστός εμού του παναθλίου…πάντως ούν ούτως έγνωκας καί δάκτυλον μου Χριστόν καί βάλανον – ουκ έφριξας, ή σύ καί επησχύνθης; Αλλά Θεός σοι όμοιος ουκ ησχύνθη γενέσθαι, σύ δε εκείνω όμοιος αισχύνη γεγονέναι;…Μέλη δέ Χριστού εισί κρυπτά, καλύπτονται γαρ, καί κατά τούτο των λοιπών σεμνότερα υπάρχει ως πάσιν αθεώρητα του κρυπτού κρυπτά μέλη, εξ ου το σπέρμα δίδοται εν συνουσία θεία, θείον εν θεία τη μορφή φρικτώς μεμορφωμένον από θεότητος αυτής όλης, όλος Θεός γαρ, ός συνενούται μεθ’ ημών, ω φρικτού μυστηρίου!…Βλέπε Χριστόν εν μήτρα, καί τά εν μήτρα νόησον καί μήτραν υπεκδύντα, καί πόθεν εξερχόμενος ο Θεός μου διήλθε!».

Η ορθόδοξη πνευματικότητα και ζωή ουδέποτε αρνήθηκε το αυτονόητο. Ουδέποτε ενοχοποίησε τον έρωτα, το σώμα, την ηδονή. Αντίθετα κινήθηκε στον αγιασμό τους υπό τις κατάλληλες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Η αισχύνη μεταμορφώθηκε σε σάρκωση κάθε τι άγιου που προσφέρει η ερωτική κοινωνία δύο ανθρώπων. Έτσι περάσαμε από τον ανέραστο ηθικισμό στην ένωση των σωμάτων, στη γη του πάθους και του έρωτα. Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα ως το άγιο στοιχείο του πόθου, δεν βλέπει στην ύπαρξη της αποκλειστικά τη διαιώνιση του είδους. Όταν συμβαίνει αυτό, εγκλωβίζεται στον αυτοσκοπό της, χωρίς να καταφέρνει να μεθύσει με ότι πιο όμορφο γεννά αυτή η ερωτική συνύπαρξη. Όταν πάλι δεν συμβαίνει αυτό, τότε η ηδονική κοινωνία και ενύπαρξη στο πρόσωπο του άλλου, αναδεικνύει την ιερότητα του έρωτα τον οποίο και εξυψώνει στην ολότητα του. Η ηδονή όμως είναι πάλι μία στιγμιαία απόλαυση κι όχι κάτι το μόνιμο.

Ο Δανός φιλόσοφος Soren Kierkegaard, αναφερόμενος στον «αισθητικό άνθρωπο» που είναι εκείνος ο οποίος ζει αποκλειστικά τις στιγμιαίες απολαύσεις των ηδονών, φιλοσοφεί λέγοντας πως καμιά ηδονή δεν διαρκεί για να δώσει περιεχόμενο στην ύπαρξη του αισθητικού ανθρώπου και πως διαρκεί ελάχιστα και αυτό τον αναγκάζει να αναζητήσει κάποια άλλη ηδονή. Έτσι μας λέει ο Kierkegaard, το αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κυνήγι των ηδονών από τον αισθητικό άνθρωπο, δημιουργεί σ’ αυτόν το αίσθημα της ανίας και μετά της ματαιότητας και ύστερα του κενού. Το αποτέλεσμα όπως μας εξηγεί ο ίδιος ο φιλόσοφος είναι η εμπειρία της απελπισίας που τον οδηγεί τελικά στο επόμενο στάδιο που είναι το ηθικό.

Κι όντως η φιλοσοφία του είναι ρεαλιστική. Αν σκεφτούμε ότι από τη μία μεριά υπάρχει το πρόσωπο με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι και αγαπάμε και από την άλλη μεριά η ανάγκη για ολοκλήρωση αυτού του έρωτα, ποια ηδονή από τις δύο προσδίδει στην ψυχή περισσότερη σε χρόνο ευχαρίστηση; Η ηδονή ως βίωμα της ένωσης των δύο προσώπων όπου το σώμα συμμετέχει σε πρώτο βαθμό (όπως και η ψυχή βέβαια), είναι στιγμιαία, αποθεωτική, τέλεια, αναζωογονητική, μία ένωση «ευχαριστιακής τρέλας» αλλά έχει τέλος. Και αναζητάς ξανά να την βιώσεις. Και ο κύκλος αυτός επαναλαμβάνεται. Η ηδονή όμως που γεννά η θέα της ομορφιάς του άλλου, της ψυχής του, του σώματος του, οι σκέψεις, τα σχέδια, οι πόθοι, οι αναμνήσεις, όλα αυτά τέρπουν ηδονικά την ψυχή συνεχώς, αφού η ψυχή και η καρδιά μόνιμα βιώνει αυτή την όμορφη ερωτική φρεσκάδα που σε αναστατώνει τόσο που συνεχίζεις να την ζεις κάθε στιγμή της ζωής σου ακόμη κι αν ο άνθρωπος σου δεν βρίσκεται κοντά σου.

 

Η ηδονή δεν είναι λέξη αμαρτωλή. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφερόμενος στο σκοπό του γάμου, λέει πως «εδόθη μέν ούν καί παιδοποιϊας ένεκεν ο γάμος∙ πολλώ δέ πλέον υπέρ του σβέσαι τήν της φύσεως πύρωσιν». Ο Βασίλειος Αγκύρας σχετικά, τονίζει πως «ίνα τη ενούση αυτώ ηδονή μαγγανεύον τό άρρεν, ου διά τήν παιδοποιίαν μόνον, αλλά καί δι’ αυτόν τόν της μίξεως οίστρον, υπέρμαχον αυτώ έχη το άρρεν». Σχετικά με το γάμο, ο Θεός δεν εγκατέσπειρε την ηδονή μόνο για την παιδοποιία, αλλά και για τον ίδιο τον οίστρο της σεξουαλικής σχέσεως. Και θα μας πει ξανά ο Βασίλειος Αγκύρας ότι «δεν είναι καθόλου τυχαίο πού ο ίδιος ο Θεός χάρισε στις γυναίκες ιδιαίτερα εύπλαστο και μαλακό σώμα, αφού αποσκοπούσε είτε διά της αφής είτε διά του βλέμματος είτε διά του λικνίσματος και των αβρών κινήσεων όλων των μελών του να είναι μάλαγμα της ηδονής για το άρρεν, αιχμαλωτίζοντας πανταχόθεν όλες τις αισθήσεις του».

Το δαιμονικό στοιχείο του έρωτα εντοπίζεται στην αλλοίωση της φύσεως του και στην άλογη χρήση του, δηλαδή στην πορνεία. Στην περίπτωση αυτή κάθε κυριαρχική βλέψη και κτητικότητα, σκοτώνει τον διαπροσωπικό έρωτα, υποβαθμίζει τη σημασία του προσώπου του άλλου και εκμηδενίζει κάθε στοιχείο για ολοκλήρωση, συνύπαρξη και ενσωμάτωση. Όταν λοιπόν η ερωτική σχέση απελευθερώνεται από κάθε δαιμονικό στοιχείο και βιώνει την ελευθερία της στην αισθητική της πνευματικής αγάπης , τότε αποκτά την ταυτότητα της που της επιτρέπει να κινείται μέσα σε ένα αγιοπνευματικό υπαρξιακό βάθος, απαλλαγμένη από τη βρωμερή διαστροφή που βαφτίζει το παρά φύσιν ως κατά φύσιν.

Φιλοσοφείς για τον έρωτα. Ερωτεύεσαι για χάρη του. Σε συνεπαίρνει σαν ένα ύψιστο εκφραστικό συναίσθημα που σε αναστατώνει, σε διεγείρει, σε ερεθίζει. Κάθε λουλούδι, κάθε εποχή, κάθε όνειρο, κάθε πόθος, κάθε στιγμή ένας έρωτας. Είναι η φύση του έρωτα που σε ανεβάζει, σε ταξιδεύει και σε διδάσκει. Φύση θεϊκή. Φύση ανθρώπινη. Φύση μιας οργασμικής απόλαυσης της ηδονικής θέας του άλλου, όταν το ψυχικό κάλλος μαρτυρεί πως το θέρος αγαπητικών πόθων θυμίζει την άνοιξη που ξεχειλίζει τους χυμούς της σε κάθε άγγιγμα και χάδι μέσα από το τίναγμα και τον ηλεκτρισμό του έρωτα…