Η «ηθική» τιμωρία της Ελλάδας και η επιβεβλημένη οικονομική πολιτική

xatzigalis_sot

 

 

 

Είναι φανερό πως η Ελλάδα σήμερα, τιμωρείται, προφανώς, για την αλόγιστη οικονομική πολιτική, που εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια. Ευθύνες, ωστόσο, θα πρέπει να καταλογίσει κανείς και στους δανειστές της, οι οποίοι είναι συνυπεύθυνοι για την σημερινή υπερχρέωση της χώρας μας. Γιατί και αυτοί γνώριζαν πολύ καλά τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας και παρ’ όλα αυτά μας δάνειζαν, αποσκοπώντας, προφανώς, στη κερδοσκοπία και στα δικά τους συμφέροντα. Συχνά, μάλιστα, τα δάνεια αυτά παρέχονταν με παράνομες δοσοληψίες και συναλλαγές και «κάτω από το τραπέζι» (π.χ. περίπτωση Siemens, και όχι μόνον) και βέβαια με ιδιαίτερα επαχθείς για τη χώρα μας όρους (π.χ. υψηλά επιτόκια).

Με τη συνευθύνη, συνεπώς, και των πιστωτών μας, φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση, την οποία, ωστόσο, εύκολα θα μπορούσε να υπερβεί η χώρα μας, αν είχε την αναπτυξιακή και εξυγιανική στήριξη των συνεργών μας δανειστών. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι, γιατί ενώ μπορούσαν να συμβάλουν στη διάσωση της Ελλάδας εξ αρχής, δεν έθεσαν «χείρα βοηθείας» σε μια χώρα, που δεν αντιπροσωπεύει πάνω από 2-3% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ; Η απάντηση είναι ολοφάνερη.

Πρώτα-πρώτα γιατί στοχεύουν στα «ασημικά» της χώρας μας, τα οποία δεν είναι ευκαταφρόνητα. Ενδιαφέρονται, επίσης, και για την γεωπολιτική της θέση με τον παραγωγικό ενεργειακό της πλούτο, για τον οποίο ερίζουν πολλοί παγκόσμιοι «μνηστήρες». Υπάρχει, όμως, και ένας τρίτος  λόγος: αφορά την τιμωρητική προτεσταντική ιδεοληψία της Γερμανίας, από την οποία, άλλωστε, διακατέχονται και άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού βορρά.

Στη διαμόρφωση, όμως, του προβλήματος του χρέους, όπως άλλωστε τονίζουμε παραπάνω, δεν συμμετέχει μόνον ο οφειλέτης. Καθοριστικά συμβάλει και ο ίδιος ο δανειστής, ο οποίος μάλιστα γνωρίζει ότι παρέχει δάνεια με εξουσιαστικούς όρους, σ’ έναν αδύναμο οφειλέτη. Συμβάλει, συνεπώς, και ο ίδιος στη δημιουργία της «ανήθικης» αυτής τιμωρητικής κατάστασης και της εσκεμμένης εξάρτησης του «μη έχοντος» από τον «έχοντα».   Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα οικονομικά δεν είναι –δυστυχώς ή ευτυχώς– μια επιστήμη ηθικού παραδείγματος.

Η Γερμανία, επιπλέον, παρουσιάζεται με αδύναμη την ιστορική της μνήμη. Ξεχνάει δηλαδή πως αισθάνθηκε και η ίδια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι σύμμαχοι (Γάλλοι κυρίως) της επέβαλαν απαράδεκτα δυσβάσταχτους οικονομικούς όρους και την υποχρέωσαν σε τεράστιες αποζημιώσεις, που εκ των πραγμάτων δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει, μ’ αποτέλεσμα να οδηγηθεί στα άκρα: διαλύθηκε τότε η πολιτική της τάξη (κατάρρευση της Βαϊμάρης), ο λαός της υπέστη πλήρη οικονομική εξαθλίωση και η χώρα έπεσε στα χέρια του Χίτλερ, ο οποίος στη συνέχεια αιματοκύλησε την ανθρωπότητα. Σε ανάλογη θέση οικονομικής απόγνωσης βρίσκεται σήμερα και η Ελλάδα, όπου φουντώνουν ακραία πολιτικά κινήματα, τύπου Χρυσής Αυγής, ο λαός μας πεινάει και το κράτος διαλύεται.

Η οικονομική λογική υποδείκνυε τότε, ότι η εξυπηρέτηση του χρέους από τη Γερμανία –με τους τιμωρητικούς όρους που της είχαν επιβάλει– ήταν ανέφικτη και ότι αναπόδραστα η χώρα θα γονάτιζε. Οι σύμμαχοι, ωστόσο, επέμειναν στην τιμωρητική («ηθική») πλευρά του ζητήματος και η Γερμανία δεν μπόρεσε ν’ αντέξει την οικονομική της εξαθλίωση, την εθνική της ταπείνωση και την υποδούλωση ολόκληρου του λαού της.

Σήμερα, στη θέση της Γερμανίας της περιόδου εκείνης βρίσκονται η Ελλάδα και οι Νότιες χώρες της Ευρώπης. Ξέχασε, όμως, η χώρα αυτή το δικό της ιστορικό παράδειγμα. Έτσι, με ρομφαία την «ηθική» διαπαιδαγώγηση των απείθαρχων Νοτίων, εφαρμόζει την ίδια ακριβώς –λανθασμένη – πολιτική που χρησιμοποίησαν οι σύμμαχοι σε βάρος της μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηθικό, όμως, είναι να μην λησμονεί κανείς την ιστορία –ιδιώς οι μεγάλες χώρες, όπως η Γερμανία, που φιλοδοξούν να διαδραματίσουν παγκόσμιο ηγεμονικό ρόλο– ούτε να χρησιμοποιεί «δυο μέτρα και σταθμά» με σκοπό το δικό της και μόνον όφελος.

Η λύση στη σημερινή κρίση, θα πρέπει να είναι κατά ένα μέρος πολιτική, αλλά κατά βάση οικονομική και, πάντως, όχι ηθική και «τιμωρητική». Η πολιτική λύση επιβάλει την άμεση ενοποίηση της Ευρώπης και τη δημιουργία κοινής οικονομικής πολιτικής, με έκδοση Ευρωομολόγου, εκπόνηση ενός είδους «σχεδίου Μάρσαλ» κλπ. Από καθαρά οικονομική πλευρά, επιβάλλεται η συνταγή μιας κεϋνσιανής πολιτικής, με κύριο στόχο την ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας. Μια τέτοια πολιτική μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει σε μια αύξηση του πληθωρισμού. Η λογική, ωστόσο, αύξηση του πληθωρισμού δεν είναι απαραίτητα αρνητικό στοιχείο στην οικονομία. Αντίθετα, (όπως υποστηρίζουν και οι μεγαλύτεροι οικονομολόγοι της εποχής μας, π.χ. οι νομπελίστες Στίγκλιτς και Κρούγκμαν, αλλά και άλλες έγκριτες περί τα οικονομικά προσωπικότητες, όπως ο καθηγητής του Χάρβαρντ Γκάλμπραϊθ), σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η κατ’ εξοχήν επιβαλόμενη πολιτική, είναι η πάταξη της ανεργίας, η οποία μπορεί μεν να αυξάνει τον πληθωρισμό, αλλά δημιουργεί ανάπτυξη. Γιατί οι μεγαλύτερες δαπάνες, που πυροδοτεί ο πληθωρισμός, θέτει σε κίνηση την οικονομία, με πιθανή πιστωτική επέκταση, αυξάνει τη ζήτηση, απορροφάει την ανεργία και βοηθάει έτσι, παράλληλα, και τις επιχειρήσεις. Συγχρόνως, με την πολιτική αυτή, πιθανολογείται μετά βεβαιότητας ότι δεν θα υπάρξουν εργασιακοί τριγμοί και θα επικρατήσει κοινωνική ειρήνη. Αυτή είναι η συνταγή των «Κεϋνσιανιστών», που θα έπρεπε να εφαρμοστεί σήμερα στην Ευρώπη και θα μπορούσε να συμβάλει θετικά, μειώνοντας την πραγματική αξία του χρέους. Τα διάφορα, όμως, μεγάλα κερδοσκοπικά συμφέροντα και κυρίως οι αδηφάγες τράπεζες, σκέφτονται διαφορετικά. Έτσι, η κρίση συνεχίζεται. Τα πράγματα πιθανόν ν’ αλλάξουν αν επικρατήσει ο Ομπάμα στις ΗΠΑ και αν η Ευρώπη συνειδητοποιήσει πως έφτασε η ώρα να τεθεί φρένο στην πολιτική της Μέρκελ και του Σόιμπλε, η οποία οδηγεί αναπόδραστα σε ακρότητες, κοινωνικές εκρήξεις και τελικά στην κατάρρευση ολόκληρου του «Ευρωπαϊκού ονείρου».

 

Του Σωτήρη Χατζηγάκη

Πρώην υπουργού