Γιώργος Αλεξανδρής: “ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ”

Ποίημα

Τι να το κάνω το κρασί που με κερνούν οι φίλοι
και τα γλυκά τα λόγια τους που φέρνουνε στα χείλη.
Ο πόνος μου δε γιάνεται, δε φεύγει ο καημός μου
με το κρασί το δυνατό, με τα γλυκά τραγούδια
και με χορούς απανωτούς, με μέθη στο κεφάλι.
Την κόρη οπού αγάπησα άλλος τηνε χορεύει.
Της δίνει το μαντήλι του, γλυκά τη συντροφεύει.
Άλλος την έχει δίπλα του και την κρυφοκοιτάζει,
της παίρνει μίλημα γλυκό και χάδι απ’ τη ματιά της
και γεύεται το μέλι της που στάζει η θωριά της,
τρελαίνεται στα κάλλη της, στην τόση ομορφιά της.
Πλάνα του έρωτα διπλά δίχτυα της έχει στήσει
και την καρδιά της κυνηγά, τον κάθε λογισμό της,
να της τα κάνει κτήματα κι εμένα το φτωχό της,
που τη συνάντησα κρυφά κι αγάπη μου ορκίστη,
με πρόδωσε η άτιμη στην πιο καλή ημέρα,
σήμερα που χορεύουνε και όλοι τραγουδούνε,
στο πανηγύρι του χωριού, μου έκανε η άτιμη
λαμπάδα την καρδούλα μου, κερί σε μανουάλι
και καίγομαι μες στη φωτιά και λιώνω μες στην πίκρα.
Δεν τον βαστώ τον πόνο μου κι άλλο δεν το αντέχω,
να κάθεται απέναντι στο κοντινό τραπέζι,
να με κοιτάζει ειρωνικά μαζί μου να γελάει,
να παίζει με τον πόνο μου, με τη φτωχή  καρδιά μου
και πρέπει γρήγορα από δω τα πόδια μου να παίρνω
πριν χάσω μέσα στην οργή, στον πόνο τα λογικά μου
και βάψω πένθιμη, νεκρή, μέρα χαριτωμένη
για μια γυναίκα άτιμη, προδότρα, μισημένη.
–Θα φύγω φίλοι καρδιακοί και φίλοι αγαπημένοι.
Βαρέθηκα τα όργανα, εχόρτασα το γλέντι
και νιώθω ζάλη τρομερή να ‘ρχεται στο κεφάλι.
Κρασί ερούφηξα πολύ, χόρεψα παραπάνω
και τώρα βλέπω τον ουρανό, τη γη κι όλα τα δένδρα
να κάνουν κύκλους γρήγορους στα μάτια εμπροστά μου.
Θα φύγω απ’ το τραπέζι σας και χάνω τη χαρά σας.
Σχωρέστε με που δεν μπορώ άλλο πια να καθήσω
και τη γιορτή όσο κρατά κι εγώ να συνεχίσω.
Καλό κρασί σας εύχομαι φίλοι αγαπημένοι
κι απ’ το χορό να φύγετε στερνά ευτυχισμένοι.
–Είναι παράξενο αυτό σε πανηγύρι απάνω
να φεύγεις Γιάννο απαρχής και το κρασί ν’ αφήνεις,
να χάνεις την παρέα μας ,ν’ αρνιέσαι τη χαρά μας.
Ποτέ δεν μας συνήθισες να φεύγεις μεθυσμένος
και το χορό κατάκοπος ν’ αφήνεις ζαλισμένος.
Εσύ μας έλεγες παιδιά, πως το κρασί μας πίνει
και το πιοτό ν’ αφήσουμε μας έλεγες στη μέση.
Δεν σε πειράζει το κρασί κι ακόμα το αντέχεις.
Στα λογικά σου φαίνεσαι και ζάλη εσύ δεν έχεις.
Όμως γιατί αρνιέσαι τη χαρά που στήσαμε εδώ γύρω;
Τα όργανα παίζουν μαγικά , το γλέντι είναι ωραίο.
Μπήκαν κοπέλες στο χορό, ξανθιές και μαυρομάτες.
Κάτσε να δεις την κόρη σου, σε λίγο  θα χορέψει
και το μαντήλι σου να δεις γλυκά θα το γυρέψει.
–Θα φύγω φίλοι καρδιακοί μην με κρατάτε άλλο.
Πιστέψτε με εμέθυσα, στα πόδια μου δεν στέκω.
Θα φύγω τώρα γρήγορα πριν γίνουμε ρεζίλι.
–Κοίταξε, βγαίνει στο χορό και δώσε το μαντήλι,
σύρε μαζί της το χορό για να χαρούμε οι φίλοι.
–Αυτή θε να’ μπει στο χορό τα κάλλη της να δείξει
όμως τα μάτια της τα δυο σε άλλον  πια τα δίνει.
Πρέπει να φύγω φίλοι μου πριν γίνει το κακό
και μάσουμε όλοι μας κατάρες από το χωριό.
–Γιάννο γι’ αυτήν εμέθυσες, γι’ αυτήν θέλεις να φύγεις.
Μα αν είσαι φίλος καρδιακός και φίλος μπιστεμένος
μη φύγεις απ’ το γλέντι μας γιατί είσαι αντρειωμένος
και θα χορέψεις την ξανθιά θα δώσεις το μαντήλι.
Μαζί σου θα σύρει το χορό, θα μετανιώσει ο ξένος
που τόλμησε να σηκωθεί γλυκά να την κοιτάξει.
–Αυτό ποτέ να μη συμβεί, ποτέ μην το σκεφτείτε.
Δική της είναι η καρδιά, δικά της και τα μάτια.
Αγάπη ποτέ δεν πιάνεται με ζόρι και με βία.
–Αν στο χορό της δεν θα μπεις να δώσεις το μαντήλι,
αρνιέσαι τη φιλία μας, αρνιέσαι την ανδρειά σου ,
ρεζίλι θα γίνεις στο χωριό και την τιμή θα χάσεις.
Έβγα ρε Γιάννο στο χορό πριν φύγει το τραγούδι
και δώσε το μαντήλι σου τώρα που χορεύει
κι αν σ’ αγαπά τρελά, πιστά, θα σου το αποδείξει.
Θα πιάσει το μαντήλι σου τον ξένο θε ν’ αφήσει
κι αν παλληκάρι ο ξένος θελήσει για να  δείξει,
τότε θα κλάψει γρήγορα  στη μέρα αυτή που ήρθε
στο πανηγύρι να χαρεί, κοπέλες να χορέψει.
–Με βαλαντώσατε πολύ, το αίμα μου ανάφτει
κι ο πόνος μου είναι πιο βαθύς απ’ του καημού τα βάθη.
Θέλω να φύγω από δω, μα η αγάπη δεν μ’ αφήνει
και στο χορό της θε να μπω, μαντήλι θα της δώσω
κι αν το αρνηθεί ειρωνικά, στον κόσμο θα την βρίσω,
το πρόσωπό της τ’ όμορφο με μίσος θα το φτύσω.
–Χαριτωμένη λυγερή, πανέμορφη στο δείλι
δείξε μου την αγάπη σου και κράτα το μαντήλι,
μαζί για να χορέψουμε και άφησε τον ξένο.
Θα είναι γλυκιά θεού χαρά αυτό το πανηγύρι,
αν το χεράκι σου απαλό μες στο δικό μου γείρει!
–Γιάννο δεν έπρεπε να ‘ρθείς και νά ‘μπεις στο χορό μου.
Είναι μεγάλη προσβολή γι ‘ αυτόν που έχω στο πλευρό μου.
Βλέπει ο κόσμος κι απορεί, το μυστικό εχάθη.
Όμως αφού το θέλησες πολύ μαζί μου να χορέψεις,
χαιρέτησε πρώτα καρδιακά τον ξένο, αδερφό μου!