Τζάκι, σόμπα, καυστήρας. Κάθε χρόνο οι ρύποι που εκπέμπουν τα μέσα θέρμανσης των κατοικιών δημιουργούν τη γνωστή πλέον αιθαλομίχλη των αστικών κέντρων και τη χαρακτηριστική μυρωδιά ξύλου τον χειμώνα.
Πρόκειται για φαινόμενο που επανήλθε μαζικά στις ζωές των Ελλήνων την τελευταία περίπου δεκαπενταετία, με οικονομικές και κοινωνικές αφετηρίες, αλλά περιβαλλοντικές και υγειονομικές επιπτώσεις για τους κατοίκους κυρίως των πόλεων.
Πώς και πόσο ρυπαίνουν όμως την ατμόσφαιρα τα μέσα θέρμανσης και η καύση ξύλου και κυρίως πώς πρέπει να δράσει η Πολιτεία για να αντιμετωπίσει την κατάσταση;
Πόσο επηρεάζεται ο αέρας των πόλεων από την καύση ξύλου τον χειμώνα;
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο Reader.gr, ο Νίκος Μιχαλόπουλος, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΙΕΠΒΑ) του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, η ποιότητα του αέρα των αστικών κέντρων κατά την περίοδο του χειμώνα «εξαρτάται από τις μετεωρολογικές συνθήκες, κυρίως αν υπάρχει άπνοια, δεν βρέχει και αν κάνει κρύο τη νύχτα».
Κατά τον ίδιο, μία τέτοια συνθήκη «έχει ως αποτέλεσμα οι ρύποι να συσσωρεύονται χαμηλά στην ατμόσφαιρα και σε σχέση με μια “κανονική” ημέρα μπορεί να φτάσουμε ακόμα και σε δεκαπλασιασμό των συγκεντρώσεων, ωστόσο συνήθως οι τιμές είναι τρεις φορές πάνω».
Ο κ. Μιχαλόπουλος εστιάζει στο είδος των σωματιδίων που παράγονται, καθώς «τα τζάκια κάνουν ατελή καύση και τα παράγωγα έχουν κατηγορηθεί για καρκινογενέσεις».
Η φτώχεια επιβαρύνει την ατμόσφαιρα
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία για την Αθήνα από το 2013, η περίοδος της οικονομικής κρίσης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη στροφή των νοικοκυριών σε «παραδοσιακά» μέσα θέρμανσης.
«Πριν την οικονομική κρίση δεν εντοπίζαμε στις μετρήσεις την καύση ξύλου. Αυτό μπαίνει στη ζωή μας το 2013 και από τότε δεν έχει φύγει», αναφέρει χαρακτηριστικά ο διευθυντής του ΙΕΠΒΑ.
«Οι πιο πολλοί έβαζαν πετρέλαιο, γιατί ήταν φτηνό. Όταν μέσα σε μια νύχτα ακρίβυνε κατά μιάμιση φορά, ο κόσμος στράφηκε στο ξύλο», σχολιάζει, προσθέτοντας ότι «ατμοσφαιρική επιβάρυνση θα υπήρχε και από “πεντακάθαρο” ξύλο από τα πιο παρθένα βουνά».
Πολλοί όμως έριχναν στη φωτιά βαμμένο ξύλο ή με πλαστικά που λειτουργούν προσθετικά στην ατμοσφαιρική ρύπανση, λόγω των χημικών ενώσεων που παράγονται.
Άλλες μορφές θέρμανσης είναι οι σόμπες και οι καυστήρες που χρησιμούν ως υλικό καύσης το πέλλετ. Μία τέτοια καύση μπορεί να παράγει έως και δέκα φορές λιγότερες χημικές ενώσεις συγκριτικά με ένα ανοιχτό τζάκι, σύμφωνα με τον κ. Μιχαλόπουλο.
Κατά τον ίδιο, στο πέλλετ υπάρχει διασπορά, το ξύλο γίνεται πάρα πολύ μικρά κομματάκια και γίνεται πολύ καλύτερη καύση.

Απουσία νομοθεσίας
Ο τρόπος θέρμανσης των νοικοκυριών και τα υλικά καύσης που χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα, δεν καθορίζονται από κάποιο νομοθετικό πλαίσιο. Μπορεί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ να υπάρχει σχετική νομοθεσία, ωστόσο η χώρα μας λειτουργεί και σε αυτό το πεδίο στον… «αυτόματο».
Ο διευθυντής του ΙΕΠΒΑ φέρνει ως παράδειγμα το Παρίσι, όπου όλες οι παλιές κατοικίες διαθέτουν καμινάδες από τζάκια. Η καύση όμως σήμερα έχει απογορευτεί, με τις αρμόδιες αρχές να διενεργούν ελέγχους και να επιβάλλουν πρόστιμα στους παραβάτες.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου νομοθετικού πλαισίου, σε συνδυασμό προφανώς με άλλες ενέργειες (χρήση οχημάτων, τύποι καυσίμου κλπ) έχουν οδηγήσει σε μείωση των συγκεντρώσεων προϊόντων καύσης στο Παρίσι κατά το μισό σε σχέση με την Αθήνα. Το ίδιο και στο Λονδίνο, όπου λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης καταγράφονταν θάνατοι τις δεκαετίες του 1940 και 1950.
Μπορεί στην Ελλάδα να έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, να έχουν υπάρξει βελτιώσεις, ωστόσο προόδους σημειώνουν και οι υπόλοιπες χώρες, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε στην προτελευταία θέση, πάνω από τα Δυτικά Βαλκάνια.
Τα πράγματα αναμένεται να γίνουν πολύ πιο δύσκολα για την Ελλάδα με τη νέα οδηγία για τους ρύπους που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή από την 1/1/2030, καθώς «δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσουμε τα νέα όρια που πέφτουν στο μισό», σημειώνει ο Νίκος Μιχαλόπουλος.
Για παράδειγμα, το όριο των ημερήσιων συγκεντρώσεων για τα αιωρούμενα σωματίδια PM2,5 και PM10 διαμορφώνονται στα 20 μικρογραμμάρια, ενώ το όριο που θέτει η νέα οδηγία είναι 10 μικρογραμμάρια. Κατά τον διευθυντή του ΙΕΠΒΑ, «σήμερα η μέση τιμή στην Ελλάδα, είναι περίπου τα 18 με 20 μικρογραμμάρια τον χειμώνα, συνεπώς θα έχουμε το σοβαρότατο θέμα».

Τέλος το τζάκι…
Για την επιστημονική κοινότητα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Τέλος το τζάκι. «Δίνεις στον κόσμο κίνητρα, να μην το χρησιμοποιεί και να στραφεί σε άλλες μορφές θέρμανσης», σημειώνει ο κ. Μιχαλόπουλος.
Το ιδανικό, σύμφωνα με τον ίδιο θα ήταν η χρήση εναλλακτικών μορφών καύσης, όπως οι αντλίες θερμότητας, ωστόσο μία τέτοια στροφή αποτελεί αντικείμενο «πολιτικής απόφασης».
Επιπλέον, τα σωματίδια που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από το τζάκι είναι τόσο λεπτά που περνάνε άνετα από τη μύτη, εισχωρούν στους πνεύμονες και στην κυκλοφορία του αίματος, φτάνοντας μέχρι τον εγκέφαλο. Μάλιστα, «έχουν κατηγορηθεί για πολύ σοβαρές ασθένειες, όπως άνοια, μη καλή ανάπτυξη των νεογνών στις εγκύους κλπ».
Οι πρόωροι θάνατοι από έκθεση σε αιωρούμενα σωματίδια ετησίως στον κόσμο ανέρχονται σε περίπου 7 εκατομμύρια, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 10.000 κάθε χρόνο.
«Ουσιαστικά στη χώρα μας τα σωματίδια μειώνουν το προσδόκιμο ζωής κατά ένα χρόνο» και «είναι ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για να μειωθούν είναι για το καλό του κόσμου», τονίζει ο διευθυντής του ΙΕΠΒΑ.
Θέμα παιδείας
Σε κάθε περίπτωση, η χρήση τζακιού, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει ως αφετηρία, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά, απότοκο της κρίσης που έπληξε την Ελλάδα, κάτι που ισχύει έως σήμερα, καθώς «υπάρχει κόσμος που έχει ανάγκη και καίει ξύλο».
Ωστόσο, καταγράφεται μία επιπλέον διάσταση. Αν και σήμερα η οικονομική κατάσταση της χώρας έχει βελτιωθεί συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο, η χρήση τζακιών εξελίχθηκε σε υπόθεση διασκέδασης.
Στις μέρες μας τα στοιχεία δείχνουν, σύμφωνα με τον διευθυντή του ΙΕΠΒΑ, «εξάρσεις την Παρασκευή, το Σάββατο, την Κυριακή, καθώς σε γιορτές και σε αργίες, ανεξάρτητα από τη θερμοκρασία».
Αυτό σημαίνει ότι ένας σημαντικός αριθμός πολιτών καίνε ξύλο στο τζάκι, «για να υπάρχει θαλπωρή, περισσότερο για ψυχαγωγικό λόγο. Και εδώ υπεισέρχεται το θέμα της παιδείας. Καλούμε φίλους και βάζουμε φωτιά για διασκέδαση», πρακτική που θα πρέπει να αλλάξει και να μπει ένα μέτρο.
Η αιθαλομίχλη είναι μια μορφή ατμοσφαιρικής ρύπανσης η οποία προκαλείται από την καύση στερεών καυσίμων, κυρίως ξύλου και κάρβουνου.
reader.gr
