Για τα «νηπενθή»

Πώς μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος σφουγγάρι πόνου; Πώς μπορεί να νιώθει ένας τέτοιος άνθρωπος όταν ο πόνος προέρχεται από αγαπημένα πρόσωπα; Πώς μπορούμε να γίνουμε νηπενθή αυτών των προσώπων και να φέρουμε την ελάχιστη γαλήνη στην ταραγμένη τους ψυχή;

Τα μάτια τους, τρικυμισμένα βλέμματα χωρίς ένα απάνεμο λιμάνι. Τι ρόλο μπορούμε να παίξουμε στη δική τους παράσταση θλίψης; Γινόμαστε σειρήνα να τους σώσουμε από τα βράχια, αλλά αργούμε να τραγουδήσουμε γιατί έχουν ήδη πέσει πάνω τους.

Ή ίσως το τραγούδι μας τους κατευθύνει προς εκεί, γιατί οι μελωδίες μας είναι διαφορετικές από αυτές που χωρά η καρδιά τους. Ματωμένοι σαν ηττημένοι σε πόλεμο μας συναντούν. Ακούμε τα δάκρυά τους να πέφτουν στην ξηρότητα που έχει απλωθεί στα όνειρά τους. Στιλέτα στην καρδιά οι μορφασμοί λύπης. Δεν μπορούμε να τους βγάλουμε από μέσα τους, γιατί σε αυτούς τους ανθρώπους είναι βαθιά ριζωμένοι και εκείνοι γνωρίζουν πόσο μεγάλες είναι οι ρίζες. Οι ίδιοι είναι οι ξυλοκόποι.

Πόσο σκοτάδι προσφέρει η ψυχή τους. Κι εμείς ανίκανοι να τη μαλακώσουμε, να εστιάσουμε στο κερί που παλιότερα φώτιζε ακόμα κι εμάς. Ήταν ονειροπόλοι κάποτε. Τώρα είναι ζητιάνοι του Εγώ τους.

Μαζί τους κι εμείς, προσπαθούμε να δούμε ένα χαμόγελο στα χείλη τους κι εκείνοι με μεγάλο κόπο το σχεδιάζουν. Θα ζωγραφιστεί πάλι το μειδίαμα; Ποιος ξέρει…Αρκεί να μη σταματάμε να αγωνιζόμαστε μαζί, πλάι τους.

 

  Από τη

Νέκυια Μυοσωτίς