Είναι τόσο ξεκάθαρη πλέον η στόχευση της Άγκυρας στο Αιγαίο, μετά και τις πρόσφατες προκλητικές δηλώσεις Τσαβούσογλου με τις οποίες για μια ακόμα φορά αμφισβητείται από την Τουρκία η κυριαρχία των ελληνικών νησιώντου Αιγαίου, που συνδέεται με την υποτιθέμενη απαγόρευση της στρατιωτικοποίησης τους, βάσει των συνθηκών Λωζάννης και Παρισίου, που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Αυτό ισχύει και για την εσωτερική πέμπτη φάλαγγα, που ομιλεί περί συνεργασίας και διαλόγου, κάτι που οδηγεί μαθηματικά λόγω του διατυπωμένου τουρκικού αναθεωρητισμού μέσω της καταστρατήγησης κάθε στοιχειώδους κανόνα διεθνούς δικαίου στην υποταγή και στη φιλανδοποίηση.
Απέναντι σε αυτήν την προκλητική συμπεριφορά της Άγκυρας, που θρασύτατα θέτει θέμα κυριαρχίας των ελληνικών νησιών μετά από έναν αιώνα, οι συνήθεις απλές απαντήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών δεν φτάνουν. Απαιτείται άμεσα η συστηματική και δυναμική έκθεση του παράνομου και επιθετικού τουρκικού αναθεωρητισμού σε όλα τα διεθνή φόρα πριν η τουρκική θρασύτητα αποκτήσει διεθνές ακροατήριο. Οι συνήθεις ανεκτικές και άχρωμες ελληνικές αντιδράσεις που οφείλονται και στο διαχρονικά διαμορφωθέν φοβικό σύνδρομο των ελίτ των Αθηνών αποτελούν, αν συνεχιστούν, θανάσιμη παγίδα για τα ελληνικά συμφέροντα.
Με βάση την ιστορική και νομική επισκόπηση στο θέμα αυτό, διαπιστώνεται, ότι στη μεν συνθήκη της Λωζάνης του 1923 για τη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία ουδεμία πρόβλεψη για καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης υπάρχει, απλώς η Ελλάδα για να συμβάλλει στην ειρήνη, ανελάμβανε ορισμένους περιορισμούς. Ως προς τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, η προβλεπόμενη τότε αποστρατιωτικοποίηση των νησιών αυτών καταργήθηκε με τη Σύμβαση του Μοντρέ το 1936, η, δε, Τουρκία με επιστολή του τότε πρέσβη της στην Αθήνα, αναγνώριζε το δικαίωμα στην Ελλάδα να προχωρήσει σε στρατιωτικοποίησή τους.
Περαιτέρω, η προβλεπόμενη αποστρατιωτικοποίηση της Δωδεκανήσου στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων επιβλήθηκε λόγω των τότε ιστορικών συνθηκών, που μεταβλήθηκαν πολύ γρήγορα από την εν συνεχεία δημιουργία των στρατιωτικών συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ειδικά, μάλιστα, για τα Δωδεκάνησα, η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συνθήκη αυτή, αφού ως ουδέτερος επιτήδειος ήταν ουσιαστικός σύμμαχος του Χίτλερ και του Μουσολίνι καθ’ όλη τη περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για τούτο δεν έχει την παραμικρή νομική δυνατότητα να θέτει αυτό το ζήτημα.
Ανεξάρτητα, όμως, από τα παραπάνω, οι οποιοδήποτε περιορισμοί έχουν αρθεί, λόγω της συνεχούς επιθετικής και αναθεωρητικής δια της βίας πολιτικής της Τουρκίας, η οποία το 1974 κατέβαλε παρανόμως μεγάλο τμήμα της Κύπρου και το κατέχει ως σήμερα και παραβιάζει συνεχώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο με οπλισμένα στρατιωτικά αεροσκάφη πάνω από τα νησιά του Αιγαίου. Επί δεκαετίες έχει δημιουργήσει και συντηρεί την τέταρτη στρατιά του Αιγαίου με χιλιάδες αποβατικά σκάφη, με μοναδικό στόχο την κατάληψη νησιών και έχει νομοθετήσει παρανόμως το casusbelli κατά της Ελλάδος, σε περίπτωση που αυτή ασκήσει το νόμιμο διεθνές δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της στο Αιγαίο.
Πρόκειται συνεπώς για τη μέγιστη τουρκική θρασύτητα να θέτει θέματα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, με το επιχείρημα ότι δήθεν αποτελούν κίνδυνο για την άμυνα της Τουρκίας (!), όταν μάλιστα με το δόγμα της λεγόμενης «γαλάζιας πατρίδας» επιδιώκει ξεκάθαρα την υφαρπαγή τεραστίων θαλάσσιων εκτάσεων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, απειλώντας άμεσα την ασφάλεια των πληθυσμών των ελληνικών νησιών και της ελληνικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη εφαρμογή του άρθρου 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας σε κάθε χώρα που απειλείται, όπως εν προκειμένω η Ελλάδα.
Ο στόχος των νεο-οθωμανών είναι ξεκάθαρος. Τυχόν μερική αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, θα τα μετέτρεπε σε εύκολη λεία της τουρκικής βουλιμίας. Το παράδειγμα της Κύπρου είναι πικρό και εξόχως διδακτικό. Η άφρωντριανδρία της στρατιωτικής Χούντας (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός) κατ’ απαίτηση της Τουρκίας με την βοήθεια των Αμερικανών (Σάιρους Βανς) το 1968 προχώρησαν στο εθνικό έγκλημα της απόσυρσης της μεραρχίας που είχε στείλει στο νησί η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου το 1964, αφήνοντας έτσι γυμνή στρατιωτικά τη Μεγαλόνησο. Ενόψει αυτής της μεθοδευμένης τουρκικής στρατηγικής, που αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για τον Ελληνισμό, αφού στο θέμα αυτό η τουρκική αντιπολίτευση υπερκεράζει τον Ερντογάν, που τον κατηγορεί για ενδοτισμό (!), αβλεψίες και χαλαρή αντιμετώπιση, θα πρέπει να διαγραφούν από το ελληνικό λεξιλόγιο.
Η χώρα μας οφείλει πριν να είναι αργά, παράλληλα με την επιθετική διπλωματική διαπόμπευση του τουρκικού παραλογισμού, να προχωρήσει στην σοβαρή ενίσχυση των ελληνικών νησιών με σύγχρονα και έξυπνα πυραυλικά συστήματα, έτσι ώστε να μετατραπεί το αρχιπέλαγος του Αιγαίου σε μεγάλη αποτρεπτική ομπρέλα και χώρος αντιπρόσβασης απέναντι στην αποβατική τουρκική στρατιά του Αιγαίου. Μάλιστα, αυτές οι τουρκικές προκλήσεις ως προς την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου, ακυρώνουν εν τοις πράγμασι τις προτάσεις – πιέσεις προς την Αθήνα να προχωρήσει σε απόσυρση του βαρέως οπλισμού από τα νησιά, με παράλληλη μετακίνηση, πέραν των 100 χιλιομέτρων της αποβατικής 4ης στρατιάς. Είναι γνωστή αυτή η αμερικάνικη θέση, έχοντα διατυπωθεί και δημοσίως από τον προηγούμενο Υπουργό Εξωτερικών Πομπέο. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε εθνικό αυτοχειριασμό της Ελλάδος, καθώς θα της στερήσει τη δυνατότητα να προστατεύσει στοιχειωδώς τα νησιά της σε τυχόν τουρκική απόβαση, που για το μιλιταριστικό καθεστώς της Τουρκίας αποτελεί ορατή επιλογή ακόμα και για τον πλέον αδαή και κακόπιστο.