Δημήτρης Νούλας: Ο άθεος κι εγώ….

Διάβαζα πριν λίγες μέρες τις σκέψεις του π. Ανδρέα Κονάνου για ένα άθεο: «Κι εκεί που πάω να τρομάξω απ’ τη δήλωση της «αθεΐας» σου, σε γνωρίζω λίγο καλύτερα και με συγκινεί πολύ η ανθρωπιά σου. Η γνησιότητά σου. Που μιλάς αληθινά, χωρίς να κολακεύεις ή να γλύφεις. Τα μάτια σου μου θυμίζουν πώς θα ‘πρεπε να ‘ναι τα δικά μου, που λέω ότι δήθεν βλέπω το Χριστό. Η σκέψη σου, καθαρή σε πολλά, χωρίς υπεκφυγές, καχυποψίες, πονηριά. Η τσέπη σου άδεια. Η καρδιά σου, ευαίσθητη. Είδα κι έναν άλλο «άθεο» που κρατούσε συντροφιά σ’ ένα παιδάκι με λευχαιμία στο νοσοκομείο ένα βράδυ. Δεν το ΄χω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Πόσο διαφέρουμε,  τελικά.  Εγώ λέω ότι πιστεύω. Εσύ λες ότι δεν πιστεύεις. Μα πράττεις την αγάπη. Εγώ κυρίως μιλάω γι’ αυτή,  και παίζω πετυχημένα το θέατρο  του καλού χριστιανού  και παπά».

Αυτές οι σκέψεις-λόγια του παπά με κούνησαν και τώρα θέλω να μιλήσω στον «άθεο» και τον εαυτό μου. Γιατί βάζω τα εισαγωγικά; Μα γιατί απλά ο άθεος είναι συνειδητοποιημένος και σταθερός, ενώ εγώ ο πιστός ταλαίπωρος, εικονικά εκκλησιαζόμενος, κρίνων μα ποτέ δεχόμενος την κρίση, γευόμενος το λιβάνι σα να νιώθω μια αρωματική μαστούρα μα ουδέποτε την ουσία. Κουβαλώντας τον επιτάφιο για το «καλό», βοηθώντας από την άλλη  το «κακό». Σταυροκοπιέμαι για να με βοηθήσει ο Θεός,  όμως δε με απασχολεί κανένας πλησίον. Φαινόμενο υποκριτικής τέχνης, σα πολιτικό αγρίμι, προσπαθώντας να εκμεταλλευτώ την πίστη για τον εαυτούλη μου, τα ανήκοντα σε μένα, τα υλικά μου, να έχω εγώ, άντε και να δίνω κάνα ψιχουλάκι σε παρατρεχάμενο του δρόμου που μου τείνει το χέρι.

Πόσες φορές δεν εμβόλισα ανθρώπινη ύπαρξη είτε στην πράξη, είτε στη σκέψη που μου ζήτησε βοήθεια, μιλώντας άσχημα, τονίζοντας πως με κοροϊδεύει. Εγώ ο ζηλωτής της πίστης, ο λευίτης, ο γνωρίζων την θεολογική και πατερική σοφία απ έξω και ανακατωτά.

Πόσες στιγμές δεν έστριψα στη γωνιά ή πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο με μεγάλες δρασκελιές, γιατί συναντούσα ανήμπορους, σκεπτόμενος όμως πως ψεύδονται και είναι λωποδύτες. Εγώ ο αγνός, άσπιλος και άμωμος.

Είμαι ο άθεος της πίστης μου, πιστός στην αθεΐα μου. Η πίστη μου είναι μειράκιο. Η κατάντια μου μπροστά στην ικανότητα του «δηλωμένου άθεου» σκοτάδι χωρίς τέλος.

Αυτός συντροφεύει  άρρωστους. Συζητά με ψυχικά ανήμπορα παιδιά που τα οδήγησα εγώ ο πιστός στην ανημποριά, προσπαθώντας να τα δείξει το φως της ζωής. Το κάνει γιατί το αγαπά. Αλήθεια αυτή τη ρημαδοαγάπη πως καταφέρνει ο άθεος και την έχει, ενώ απορρίπτει Χριστό και δαίμονες. Εγώ που τρέχω πίσω από το Χριστό  τις προσφερόμενες δεήσεις και λιτανείες, θαμπωμένος από τελετουργικά και χρυσοποίκιλτα λογύδρια, δε έχω πιάσει ούτε μια τελίτσα της ουσίας του αναστημένου Χριστού.

Ο άλλος παρηγορεί τους άστεγους. Εγώ κομπορρημονεύω μέσα στα φώτα των ναών. Δε πατά στην εκκλησιά, κι όμως τιμά το θυσιαστήριο με τη δική του αγαπητική θυσία.

Δίνει το υστέρημα του. Κι εγώ αφουγκράζομαι τον ήχο των νομισμάτων, επισκεπτόμενος τραπεζικά ιδρύματα. Παρακολουθεί τη ζωή. Απέχω από τη ζωή, νομίζοντας πως ζω. Ανέστη ο Θεός μέσα στον άθεο, κι εγώ περιπλανιέμαι στην πίστη. Είμαι τελικά ένας άθεος πιστός, χωρίς αγάπη σταυροαναστάσιμη. Είμαι ένας πιστός χωρίς Θεό.

Ο κατά συρροή ονειροπόλος

                                                         Δημήτρης Νούλας