Ο Μπάρμα -Λευτέρης, την ζωή του την πέρασε μέσα από φωτιά και σίδερο.
Και στην Αλβανία πολέμησε, και στο βουνό ανέβηκε στην κατοχή, και επειδή είχε διαφορετική άποψη για την κοινωνία και την ζωή, έκανε και τις εξορίες του στα ξερονήσια.
Αλλά και όσο καιρό ήταν έξω από την φυλακή, δεν τον άφησαν σε χλωρό κλαρί.
Τα κατάφερε όμως και στάθηκε όρθιος. Δε συμβιβάστηκε και πάντα μπροστάρης, παρ όλο που είχε και την γυναίκα του την Φωτεινή να τον ζορίζει και να του λέει ‘’κάτσε και λίγο φρόνημα. Μαζί με το δικό σου το κεφάλι , θα φας και κεφάλι των παιδιών’’
Δυό αγόρια έκαναν με την Φωτεινή και οι δυο λεβέντες. Ο ένας πολιτικός μηχανικός σήμερα και ο άλλος διευθυντής ξενοδοχείου σε κάποιο νησί.
Την ζωή του την κουμαντάρισε με το ξυλουργείο, γιατί ο μπάρμα- Λευτέρης ήταν μαραγκός και μάλιστα καλός. Γι’ αυτό δεν πείνασαν, και τα παιδιά τα σπούδασε και ένα δυαράκι απόκτησαν.
Τώρα όμως, απόμαχος, συνταξιούχος και χωρίς την Φωτεινή , που την έχασε μετά από ένα βαρύ εγκεφαλικό.
Τα παιδιά του δεν ήθελαν να τον αφήσουν μόνο του, ιδίως ο μηχανικός, που ζούσαν στην ίδια πόλη και ήταν ακόμα ανύπαντρος.
Αυτός όμως εκεί. Δεν αποχωρίζονταν με τίποτα το μικρό δυαράκι
“Σ’ αυτό έζησα, σ’ αυτό σας μεγάλωσα, απ’ αυτό ξεπροβόδισα την Φωτεινή και σ’ αυτό θα πεθάνω’’.
Ετσι έλεγε, όταν να παιδιά του επέμεναν να ζήσει μαζί τους, γιατί εδώ που τα λέμε, είχαν αρχίσει τα καρδιολογικά προβλήματα στον μπάρμα-Λευτέρη.
Δεν δούλευε πια για να κουράζεται και τα κατάφερνε μια χαρά με την σύνταξή του.Αλλά στις άλλες υποχρεώσεις του, δεν έκανε βήμα πίσω.
Και στη οργάνωση των συνταξιούχων ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου, και την συνδρομή του έδινε αμέσως μόλις έπαιρνε την σύνταξη και σε όλες τις πορείες και διαδηλώσεις ήταν παρών και από τους πρώτους.
“Γιατί χωρίς αγώνα,δεν κερδίζονται τα δίκαια των ανθρώπων που δουλεύουν”.
Και κατά πως το είχε συνήθειο, πριν από κάθε πορεία, τηλεφωνούσε στον γιό του τον μηχανικό για να του πει τι καιρό θα έκανε εκείνη την ημέρα. Για να ξέρει αν έπρεπε να πάρει μαζί του, ομπρέλα , αδιάβροχο, η καπέλο για τον ήλιο.
Και ο γιος του να προσπαθεί να του πει πως δεν ήταν πια για τέτοια πράγματα. Πως δεν άντεχε η καρδιά του για πορείες, διαδηλώσεις και ορθοστασίες και μετά όταν γυρίζει να παίρνει μια χούφτα φάρμακα για να συνέλθει.
Αυτός όμως εκεί, στο καθήκον.
“Αν είναι να πάω, να πάω στον αγώνα και στον δρόμο και όχι μέσα στα τέσσερα ντουβάρια”
Τα παιδιά του δεν είχαν τα ίδια μυαλά μ’ αυτόν. Τα κατηγορούσε πως είχαν βάλει νερό στο κρασί τους και λοξοδρόμησαν.Και αυτό τον στεναχωρούσε.
“Τα οικονομήσατε και γίνατε αφεντικά. Που να καταλάβετε τον κοσμάκη. Κρίμα στους αγώνες μου”.
Εκείνοι του έλεγαν πειραχτικά παλιομοδίτη, πως οι αγώνες αλλιώς γίνονται σήμερα και αυτός τους έλεγε προδότες χωρίς να το πιστεύει.
Ετσι και εκείνη την ημέρα. Τηλεφώνησε στον γιό του για να του πει για τον αυριανό καιρό.
“ Πορεία έχουμε πάλι;”
“Και μάλιστα μεγάλη. Σε όλη την χώρα. Θα κουνηθεί ο τόπος”
“Και γιατί θα διαμαρτυρηθείτε;”
“ Δεν πήρες χαμπάρι; Για τα ασφαλιστικά και για τις συντάξεις. Αλλά που να σε νοιάξουν εσένα αυτά!’’
“Εντάξει, καλός καιρός θα είναι, με ηλιοφάνεια και ζεστούλα. Να βάλεις πάνινα παπούτσια , να ντυθείς ελαφρά και να πάρεις καπέλο και νερό μαζί σου.”
Πρωί της επομένης, ο πολιτικός μηχανικός, άκουσε φασαρία στον δρόμο, σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου και άνοιξε το παράθυρο να δει τι συνέβαινε.
Ο δρόμος κάτω, είχε γεμίσει διαδηλωτές με ντουντούκες και πανό που έγραφαν, κάτω τα χέρια από τα ασφαλιστικά μας ταμεία, αυξήσεις στις συντάξεις, ζήτω στα περήφανα γηρατειά και τέτοια.
Χαμογέλασε. Κάπου ανάμεσα στο πλήθος, έπρεπε να βρίσκεται και ο πατέρας του, σκέφτηκε. Εκλεισε το παράθυρο και ξαναγύρισε στο γραφείο του.
Δεν πρόλαβε να καθίσει στην καρέκλα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Πρώτη φορά άκουσε την φωνή του πατέρα του τόσο βραχνή και ανήμπορη να του λέει “τρέξε.”
“Που να τρέξω, που βρίσκεσαι;”
“Στο σπίτι”.
Κατάλαβε.
Ετρεξε με τα πόδια. Το αυτοκίνητο ,ούτε που το σκέφτηκε. Ολοι οι δρόμοι ήταν κλεισμένοι από τους διαδηλωτές.
Τον βρήκε πάνω στον καναπέ να ανασαίνει βαριά, το κορμί του λυγισμένο στο πλάι και την παλάμη του πάνω στο στήθος.
Φορούσε τα πάνινα παπούτσια και δίπλα του πεσμένο το ψάθινο καπέλο.
Χρειάστηκε βοήθεια. Χτύπησε το κουδούνι κάποιου γείτονα και ευτυχώς ο άνθρωπος προθυμοποιήθηκε. Σήκωσαν τον μπάρμα-Λευτέρη και τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του ξένου ανθρώπου. Για ασθενοφόρο ούτε που το συζήτησαν . Ποιος ξέρει πότε θα έρχονταν.
“Κουράγιο πατέρα, σε λίγο φτάνουμε στο νοσοκομείο” του είπε καθώς του χάιδευε το κεφάλι.
Το “σε λίγο φτάνουμε στο νοσοκομείο”, μια κουβέντα ήταν.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι διαδηλωτές και το αυτοκίνητο ,αδύνατον να διασχίσει ανάμεσά τους παρ’ όλα τα κορναρίσματα.
Προσπάθησαν να ακολουθήσουν κάποιους περιφερειακούς δρόμους της πόλης που ήταν άδειοι ,οι τροχονόμοι που ρύθμιζαν την κυκλοφορία να τους δείχνουν διαδρομές από δω κι από κει και στο τέλος με χίλια ζόρια έφτασαν στο νοσοκομείο.
Εβαλαν το μπάρμα-Λευτέρη σε ένα φορείο και τον έσπρωξαν στα επείγοντα.
Μετά από ένα μισάωρο, και παραπάνω βγήκε ένας γιατρός και είπε στον μηχανικό πως τον είχαν φέρει νεκρό. Εκαναν ότι μπορούσαν μήπως και τον επαναφέρουν, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τα δυό αδέλφια τον έθαψαν διακριτικά και χωρίς πολλές φασαρίες. Μόνο μερικοί συγγενείς και δυο τρεις στενοί του φίλοι.Δεν ήθελαν πολύ κόσμο και ηρωικούς λόγους πάνω στο φέρετρό του.
Πέρασε λίγος καιρός και ο μηχανικός, πήγε στο δυαράκι με σκοπό να βάλει μια τάξη εκεί μέσα. Σκεφτόταν να το καθαρίσει , να το βάψει, να πετάξει τα άχρηστα που είχε μαζέψει τόσα χρόνια ο γέρος και να το έχουν έτσι τα δυο αδέλφια περιποιημένο, για να θυμούνται πως εκεί μέσα πέρασε η ζωή του πατέρα τους, την μάνας τους της Φωτεινής και η δικής τους. Για νοίκιασμα ούτε λόγος.
Οταν κάποια στιγμή χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ανοιξε και βρέθηκε μπροστά σε ένα νεαρό, που μόλις τον είδε ξαφνιάστηκε
“Ο κυρ- Λευτέρης δεν είναι εδώ;”
“Τι τον θέλεις;”
“Από την οργάνωση είμαι ήλθα για την συνδρομή. Εφερα και τη καινούργια έκδοση της εφημερίδας των συνταξιούχων. Δεν τον είδαμε στην πορεία και ανησυχήσαμε. Είναι καλά;”
Σκέφτηκε να πει στον νεαρό πως η πορεία ήταν η αιτία που καθυστέρησαν να τον πάνε στο νοσοκομείο, αλλά μετάνοιωσε.
“Τον χάσαμε τον Κυρ-Λευτέρη . Πέθανε την μέρα της πορείας”
Καλύτερα, ξανασκέφτηκε. Ο πατέρας του πέθανε μέσα στην διαδήλωση και στον αγώνα. Οπως ήθελε. Σιγά μην πέθαινε μέσα τους τέσσερεις τοίχους.