Bάιος Φασούλας : «Στο Σταυροδρόμι της γειτονιάς»

«Στο Σταυροδρόμι της γειτονιάς»

«Όσο σκληρή και να είναι, έχει τα καλά κρυφά σημάδια της που πρέπει να τα ψάξεις.

Να αφήνεις την ευγένεια στην ελευθερία εκείνη που η ίδια καθορίζει, στα βαθιά και άγνωστα γρανάζια της ψυχής  χωρίς να τα φροντίζεις ή να τα υπαγορεύεις.

Αν προσπαθήσεις να αλλάξεις το χαραχτήρα της ζωής, θα δεις την άβυσσο μπροστά σου».

 

Η μικρή «ντιζέζ», το κοριτσάκι με το «μικρόφωνο» και τα αυτοσχέδια τραγουδάκια της, ένα αγοράκι και μέλη της γειτονιάς στο «ντεπόζιτο» – υδραγωγείο με τις δυο βρύσες

Τη μικρή οκτάχρονη Φανιώ, που αγαπούσε ιδιαίτερα, ένα ορφανό απομεινάρι, που η κατοχή είχε αφανίσει όλους τους σπιτικούς της, το πήρε η κυρά-Κούλα και το ’βαλε κι αυτό στη φαμελιά της. «Ντιζέζ» το φώναζαν γιατί τραγουδούσε τραγούδια και μάλιστα τα καλύτερα ρεμπέτικα της εποχής, καθώς και βλάχικα που έκλεβε απ’ τον παππού και το μπάρμπα-Θάνο. Είχε δε στέκι της το τεπόζιτο, εκεί στο σταυροδρόμι όπου περνούσε όλος ο ντουνιάς. Όταν οι γυναίκες πήγαιναν να πάρουν νερό ή κάποιοι βλάχοι περαστικοί, γρήγορα πήγαινε και σταματούσε πάνω στη μικρή στέρνα, τσαλαβουτώντας και πιτσιλίζοντας στα νερά της, με τα αστραφτερά χαλίκια, όμοια με εκείνα του Ασπροποτάμου. Τραβώντας χαριτωμένα το τσιτό φουστανάκι της προς τα αριστερά και γέρνοντας το κακοκουρεμένο απ’ την κυρά-Κούλα κεφαλάκι της προς τα δεξιά, έδειχνε άθελα της τους φτωχούς και μικρούς της μηρούς. Στο ένα χέρι κρατούσε μια ταμπακέρα από μπογιά που την είχε δώσει ο θείος Χρήστος. Την τρύπησε λοιπόν και περνώντας ένα σχοινί την έκανε μικρόφωνο και πάνω σ’ αυτό άφηνε να φεύγουν ζηλευτές μελωδίες.

Να κάθονται και να χάσκουν οι περαστικοί κι εκείνος ο γαλατάς ο κυρ-Μηνάς, να τη θωρά με μια βοϊδίσια ματιά που είχε αποβλακωμένος και μερακλωμένος, μέχρι που κάποια στιγμή διέκοπτε και το τραγούδι και της έλεγε:

-Έλα δω μαρί! Να πάρε να σι πάρ’ κάνα βρακί η θειας! κι έβγαζε το σακούλι που μύριζε βουνιά και γάλα και της έδινε λίγα λεφτά.

*                                           *                                              *

-Πάω στην πόλη τη μικρή μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια

τον κόσμο για να δω,

και αρχινώ να τριγυρνώ όλα τα μαγαζιά

με όλα τα καλά,

μα πιο πολύ σταμάτησα σ’ ένα εμπορικό

τα ρούχα του να δω,

και ντράπηκαν, οι άνθρωποι, σαν είδανε

πως ήμουνα γυμνό…

Κάποιοι με κοίταξαν με αδιαφορία,

άλλοι με πολύ σιχασιά,

κι άλλοι σταμάτησαν για λίγο πάνω μου

την κρύα τους ματιά,

το τρύπιο μου τσιτάκι, μου έκανε να φαίνομαι

πάρα πολύ φτωχιά,

κι εκεί καθώς περπάταγα κοιτώντας τα φουστάνια

κροτάλιζαν τα δόντια…

 

Γούνες ζεστές, μεταξωτά φουστάνια,

μπότες ψηλές,

γυάλισαν τα ματάκια μου, πόνεσε το κορμί

κι όλη μου η ψυχή,

θόλωσε το μυαλό και μου ’ρθε ταραχή

μπλεγμένη με οργή,

κι όταν θυμήθηκα την τρύπια μου φανέλα

πόνεσα πιο πολύ…

 

Ακούω δίπλα μου μία χοντρή φωνή

και μου ’ρθε ανατριχίλα,

που υστερικά με φώναξε πως είμαι

του δρόμου ένα μείγμα:

«Φύγε απ’ εδώ, ανάθεμα, ζημιά θες να μου κάνεις,

χάσου απ’ εδώ μιξόβγαλμα και μπάσταρδο

του δρόμου».

 

Έφυγα με δάκρυα που έκαιγαν

και μου ’καψαν τα μάτια,

στη θειά μου πάω γρήγορα κι αρχίζω

τα παράπονα μες σε λυγμούς να κάνω:

«Σώπα», μου λέει, «άγγελε και μη χαλάς

τα μάτια σου, τα ηλιοκαμωμένα

κι οδήγα μένα την αυγή σ’ αυτό το νοικοκύρη

τον άψυχο και σαδιστή».

 

Όλοι οι άνθρωποι της γειτονιάς, που είχαν μαζευτεί εκεί στο τεπόζιτο, πρόσεξαν τα λόγια της και ο αρχοντόβλαχος ρουφούσε τις μύτες του με θόρυβο, για να σταματήσει, όταν ένα άλλο τώρα, εύθυμο τραγουδάκι, φτάνει στ’ αυτιά του:

 

-Τον κόσμο όλο αγκάλιασε και μπες

μες στα καλά του,

σε στέρνα μέσα με χρυσό, αργύρια και φλουριά

να στρώσουν το κρεβάτι,

και να σου τάξουν ουρανό, τ’ αστέρια

και τον ήλιο,

αρκεί μόνο ν’ απαρνηθείς τα όμορφα τα μάτια

που τώρα αγαπάς…

 

Τον κόσμο όλο να διαβείς κι όλες

τις στράτες να γευτείς,

πάλι θα έρθει η στιγμή θα σβήσουνε

τα λαμπερά αστέρια,

στα πόδια σου θα στρώσουνε σκοτάδια

απροσπέλαστα και θα ’ναι φοβερά,

τότε εσύ θα θυμηθείς και θα καταραστείς

χρυσά, αργύρια και φλουριά…

 

Θα τρέχεις και θ ’αναζητάς συγχώρεση

σαν άσωτος γιος,

δάκρυα θα ’ρθουν στα μάτια σου

και χτύποι στην καρδιά σου,

σπασμοί θα ’ρθουν στο σώμα σου

και μέσα στην ψυχή σου,

μια αγάπη που ’ταν δυνατή και σκότωσες

θα κλαις και θα πονάς…

 

Τρέξε λοιπόν και βγάλε τις βρωμιές

που έχεις βουτηχτή

πάνε και στον παπά για την ψυχή τη μαύρη σου

που έχει κολαστεί,

κι όταν ξανά θα λάμψει, ψυχή, κορμί

και όψη,

έλα ξανά στην αγκαλιά, βάλε φανέλα καθαρή

να γιάνει το κορμί…