Σύμφωνα με υπουργική απόφαση που ισχύει από το 2012 (ΦΕΚ Β’ 1199/11.4.2012), όσοι απασχολούνται σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος (όπως εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφετέριες, μπαρ, κουρεία, κομμωτήρια, καθαριστήρια κλπ.) ή έχουν άμεση ή έμμεση επαφή με τρόφιμα πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με πιστοποιητικό υγείας.
Στο πιστοποιητικό βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόλησή του (λχ φυματίωση, τραχώματα, δερματοπάθειες, σύφιλη, κλπ.).
Για την απόκτηση του πιστοποιητικού υγείας οι εργαζόμενοι, εκτός από τη ιατρική κλινική εξέταση η οποία γίνεται από κρατικό ή ιδιώτη ιατρό, υποβάλλονται υποχρεωτικά και σε ακτινογραφία θώρακος.
Ο Άρειος Πάγος μάλιστα είχε κρίνει παλαιότερα ότι ο εφοδιασμός των απασχολούμενων σε υγειονομικού ενδιαφέροντος χώρους με βιβλιάριο υγείας επιβάλλεται από λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι «αποσκοπούν στην προστασία της δημόσιας υγείας και αποτελούν ουσιώδη προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματός τους και το κύρος της συναπτόμενης συμβάσεως εργασίας, η οποία, όταν ελλείπουν τα στοιχεία αυτά, αποβαίνει άκυρη». Ο δε εργαζόμενος που δεν έχει βιβλιάριο υγείας διατελεί σε απλή σχέση εργασίας προς τον εργοδότη του. Παρόμοια είναι και η νομολογία των Πρωτοδικείων για το πιστοποιητικό υγείας.
Όλα αυτά για ζητήματα κρίθηκαν πολύ πριν την πανδημία του κορονοϊού.
Το εμβόλιο λοιπόν ασφαλώς δεν είναι υποχρεωτικό. Αλλά η επιλογή κάποιου να μην το κάνει και να θέτει την κοινωνία σε κίνδυνο δεν (μπορεί να) είναι χωρίς συνέπειες.