Αμαλία Ηλιάδη : Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878)

Hliadi_amal_new

 

 

 

«Οι ελληνικές αντιδράσεις στην ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) και οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, ιστορικός-φιλόλογος
(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Τα σημαντικότερα γεγονότα και φαινόμενα που σημαδοτούν την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξαν τα ακόλουθα  ως βασικά ιστορικά σημεία για την πραγμάτευση της εν λόγω περιόδου: Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και η έναρξη της εθνικής διαμάχης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στη Β. Μακεδονία. Η αναθεώρηση της μονομερούς συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878) με το Συνέδριο του Βερολίνου, λόγω των αντιδράσεων των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και σύσσωμου του Ελληνισμού της Μακεδονίας. Η εκμετάλλευση της ασαφούς ελληνικής πολιτικής και αδράνειας για τη Μακεδονία από τη βουλγαρική πλευρά και η ανθελληνική βουλγαρική πολιτική στο χώρο της Μακεδονίας. Δυναμικές ελληνικές αντιδράσεις του Μακεδονικού Ελληνισμού στην ένοπλη βουλγαρική δραστηριότητα. Γιγαντιαίες προσπάθειες για τη διατήρηση του ελληνικού φρονήματος και την κάλυψη εγκληματικών παραλείψεων των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο Αναστάσιος Πηχεών και ο αρνητικός ρόλος Ελλήνων μητροπολιτών που αποδείχτηκαν ανάξιοι της υψηλής εθνικής τους αποστολής. Η άγρυπνη πνευματική δραστηριότητα και οι επαναστατικοί αγώνες του Μακεδονικού Ελληνισμού, στενά συνδεδεμένα.  

Με τις απηνείς διώξεις του ελληνικού στοιχείου από Τούρκους και Βούλγαρους στη Μακεδονία, ακόμη και έλληνες πρόξενοι στη Μακεδονία απορούσαν που ακόμη υπήρχαν Έλληνες κάτοικοι και θαύμαζαν το θάρρος, την καρτερία και την αντοχή τους. Οι μακροχρόνιες και επίμονες βουλγαρικές προσπάθειες για τη φυσική εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και την ολοκληρωτική εθνολογική αλλοίωση της μεγάλης και εκτεταμένης αυτής Ευρωπαϊκής επαρχίας του οθωμανικού κράτους, προσέκρουσαν σ’ αυτό το υπέροχο, χαρακτηριστικό μεγαλείο της μακεδονικής φυλής. Γι’ αυτό ήταν πράγματι αδύνατο να ξεριζωθεί η εθνική συνείδηση των ξενοφώνων πληθυσμών της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης της Μακεδονίας, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει ο Κων/νος Πηχεών, στον πρόλογο των Απομνημονευμάτων του πατέρα του Αναστασίου:«…Είναι οι ξενόγλωσσοι εκείνοι, δια τους οποίους δεν ημπορούμε να κρύψουμε τον θαυμασμόν δια την ανηπερέαστον και αμετάτρεπτον ελληνικήν συνείδησιν, που επέδειξαν, δια το σταθερόν και ηρωϊκόν φρόνημα, το οποίον αντέταξαν, δια το ακατάβλητον θάρρος με το οποίον υπέρ της ελληνικότητος αυτών ηγωνίσθησαν, και πολλοί εθυσιάσθησαν. Οι ξενόφωνοι  Έλληνες των οποίων, όσοι είμεθα απόγονοι, δικαιούμεθα να είμεθα υπερήφανοι, είναι εξακριβωμένο, ότι κατά τους εθνικούς αγώνας εν Μακεδονία υπερέβαλαν εις πολλάς ενεργείας τους Ελληνοφώνους ομοφύλους των». (Βλ. Κων/νου Α. Βακαλόπουλου: Νεότουρκοι και Μακεδονία 1980-1912, σελ. 43).  

Το ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας στη δεκαετία 1880-1890 αντιμετώπιζε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που επιδεινώνονταν  ακόμη περισσότερο από την έντονη προπαγανδιστική δραστηριότητα των άλλων βαλκανικών εθνών και παράλληλα από την σαφή ανθελληνική στάση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της τουρκικής διοίκησης. Η ανακάλυψη πρωτοφανούς εκτάσεως επαναστατικής και οργανωτικής αλληλογραφίας του Έλληνα δασκάλου της Καστοριάς Αναστασίου Πηχεών, καθώς και πολλών άλλων Ελλήνων προκρίτων της Δ. Μακεδονίας με το «Σύλλογο», τους Έλληνες προξένους της Μακεδονίας και ορισμένους εκπροσώπους της ελληνικής κυβερνήσεως,  ενέτεινε το εχθρικό κλίμα κατά των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Ο Αναστάσιος Πηχεών, μια δυναμική, δραστήρια, και άκαμπτη φυσιογνωμία, λαμπρύνει με την επαναστατική δημιουργικότητά του το χώρο των  Μακεδόνων αγωνιστών, που κύριο μέλημά τους ήταν η ανατροπή της Συνθήκης του αγίου Στεφάνου για τη Μεγάλη Βουλγαρία και η μετέπειτα προσάρτηση της Μακεδονίας στην Ελλάδα. Διευθυντής του ημιγυμνασίου Κοζάνης από το 1876-1878, ο Αναστάσιος Πηχεών προσέφερε ανεκτίμητες εθνικές υπηρεσίες, διατηρώντας πυκνές επαφές με το Ελληνικό προξενείο του Μοναστηρίου. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της προσωρινής επαναστατικής κυβερνήσεως της επαρχίας Ελιμείας (Κοζάνη-Καστοριά). Από το 1882 παραιτήθηκε από τη διδασκαλική του θέση και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο εθνικό του έργο για τη Μακεδονία.

Η πολύπλευρη και πολύμορφη δραστηριότητα και τα μυστικά και εμπιστευτικά καθήκοντα, με τα οποία επιφορτίστηκε ο Αναστάσιος Πηχεών, συνέβαλαν τα μάλα στο συντονισμό της δράσης των ελληνικών ανταρτικών ομάδων  που απλωνόταν σε όλο το βορειοδυτικό Μακεδονικό χώρο. Από τα τέλη του 1886 που κατασχέθηκε, εκ μέρους των τουρκικών αρχών του Μοναστηρίου,  η απόρρητη αλληλογραφία πολλών Μακεδόνων αγωνιστών, άρχισαν μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις δεκάδων Ελλήνων πατριωτών. Από το Μοναστήρι συνελήφθησαν περισσότερα από 15 άτομα, από την Καστοριά, το Βογατσικό, την Κλεισούρα, την Κορυτσά, το Μεγάροβο, την Κοζάνη, τη Μηλόβιτσα κ.ά., οι συλληφθέντες ξεπερνούσαν τους 40. Η δίκη του Αναστασίου Πηχεών που επακολούθησε αποκάλυψε μια πρωτοφανή σε έκταση επαναστατική, μυστική  δραστηριότητα που άφησε άναυδους τους διαπιστευμένους προξένους  των Ευρωπαϊκών κρατών. Ο Αυστριακός πρόξενος του Μοναστηρίου Gaitan Zagorski παραδέχτηκε ότι η έντονη δραστηριοποίηση του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας οφειλόταν στη συνθήκη του αγίου Στεφάνου. Τα ελληνικά ανταρτικά σώματα συνέχισαν τη δραστηριότητά τους σε αγαστή  συνεργασία  με τη μυστική αυτή οργάνωση.

Με πρωτοβουλία της «Εταιρείας» στην οποία πρωτοστατούσε ο Πηχεών κατασκευάζονταν φυσίγγια στην Καστοριά, στέλνονταν όπλα και πολεμοφόδια από τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και τη νότια Ελλάδα στους συνεργαζόμενους μακεδονομάχους Αθανάσιο Μπρούφα και Καραναούμη, όπως αναφέρει ο Πηχεών στα «Απομνημονεύματά» του: «Η  δράσις των δύο μνημονευθέντων οπλαρχηγών υπήρξε μακροχρόνιος, επεξετάθη εις πολλά μέρη της Δυτικής Μακεδονίας και επέφερε τον σωφρονισμόν και τον φόβον πολλών παρεκτρεπομένων μπέηδων και αγάδων, παρεκώλυε και κατόρθωσε να διακόψει οριστικώς τας ληστρικάς επιδρομάς των Τουρκαλβανών, παρηκολούθει και εματαίωνε τας κινήσεις των πρακτόρων της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, ενεθάρρυνε τους Έλληνας Μακεδόνας και εξύψωνε το εθνικόν φρόνημα αυτών και αναπτέρωνε τας ελπίδας μελλούσης απελευθερώσεως…καθώς και  κατά το 1896 τα ελληνικά αυτά  σώματα υπήρξαν οι πυρήνες , περί τους οποίους κατηρτίσθηκαν αι πολλαί τότε εμφανισθείσαι επαναστατικαί ένοπλοι ομάδες των ανταρτών. Η εθνική δράσις του Μπρούφα, είχε επεκταθεί μέχρι της Ανατολικής  Μακεδονίας…»(Βλ. Κ. Α. Βακαλόπουλου: Μακεδονία-Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 285-286).

Κατά τη δίκη των Ελλήνων «συνωμοτών»  που επακολούθησε, επεβλήθησαν βαρειές ποινές στους Αναστάσιο Πηχεών, Ι. Τσιμηνάκη και σε άλλους δύο, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε αρκετά χρόνια εξορίας στην Πτολεμαΐδα της Κυρηναϊκής στην Αφρική και στην Κασταμονή. Στο φρούριο της Πτολεμαΐδας ο Αναστάσιος Πηχεών έμεινε φυλακισμένος από τον Ιούνιο του 1890 έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, οπότε πέτυχε με τη βοήθεια του εκεί Έλληνα υποπρόξενου, να αποδράσει και να φτάσει με μύριες όσες δυσκολίες στην Αθήνα. Στις αρχές του 1892 διορίστηκε στη Ριζάρειο Σχολή,  όπου δίδαξε ως το 1908, όταν πλέον επέστρεψε στην Καστοριά, επωφεληθείς από τη γενική αμνηστία που έδωσαν οι Νεότουρκοι. Πέθανε ευτυχισμένος στην αγαπημένη του Καστοριά, στα 1913, όπως σημειώνει ο γιος του Κωνσταντίνος: «…τον αξίωσεν ο Θεός, έπειτα από τόσους αγώνες και θυσίες να ίδει την Ελληνικήν Σημαίαν ανυψωμένην και κυματίζουσαν επί της κορυφής του λόφου της αγαπημένης του πόλεως Καστοριάς, όπου έστησαν αυτήν ιδίαις χερσίν ο πρώτος υιός του Φιλόλαος, ανθυπίλαρχος, διατελέσας και οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνος, εις τας περιοχάς Καστορίας και Μοριχόβου… Ο ελληνικός λαός της Καστοριάς, μνήμων της εθνικής του δράσεως ετίμησεν αυτόν νεκρόν με πάνδημον κηδείαν και ο εθνικός στρατός που ευρίσκετο τότε εις την πόλιν μας, συνόδευσεν αυτόν μέχρι του τάφου, την δε σωρόν του εσκέπαζε  η δοξασμένη, από τας υπερόχους και λαμπράς νίκας, κυανόλευκος σημαία».

Όμως η ένοπλη και πολύμορφη ελληνική αντίδραση στη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878 συμπληρώνεται από την  επανάσταση στη Μακεδονία (1878) με κατάληψη του Λιτόχωρου. Απαυγάσματα της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου: η αποβίβαση στο Λιτόχωρο και η κατάληψή του, η παράδοση του κάστρου του Πλαταμώνα στους επαναστάτες του Ολύμπου, πολύνεκρες φονικές  συγκρούσεις  στη Μονή της Πέτρας και στη Ραδαίνη, λεηλασία και καταστροφή της. Τα επαναστατημένα χωριά της Πιερίας πλημμυρίζουν από τουρκικά στρατεύματα. Πυρπολείται η επισκοπή Κολυνδρού και η ομώνυμη κωμόπολη καταλαμβάνεται από τους Τούρκους. Όπλα και πολεμοφόδια των επαναστατών περιέρχονται στα χέρια των Τούρκων. Λεηλασία, καταστροφή και πυρπόληση του Λιτοχώρου. Στη συνέχεια η επανάσταση του Ολύμπου  εκφυλίζεται με τη  σύναψη μάχης με τις τουρκικές δυνάμεις στα Bολιανά. Η μάχη του Προδρόμου και της Μονής των Αγίων Πάντων καταλήγει σε κατάληψη της Μονής από τα τουρκικά στρατεύματα και αναχώρηση των επαναστατών του Ολύμπου προς τα Χάσια της Θεσσαλίας. Ακολουθούν φονικές συγκρούσεις στο Δερελή και το Παλαμούτ, καταστροφή της Ραψάνης, μετάβαση των επαναστατών στον Κονισκό της Καλαμπάκας. Αψιμαχίες στο Βελεμίστι και στη Σαρακίνα Τρικάλων,συνάντηση ανταρτικών σωμάτων.

Συμπερασματικά  μιλώντας, στη Βορειοδυτική Μακεδονία μια τεράστια Μακεδονική Οργάνωση αναστατώνει Τούρκους και Ευρωπαίους. Με τον Αναστάσιο Πηχεών μπροστάρη ο ελληνισμός της Βορειοδυτικής Μακεδονίας χειμάζεται, αλλά ο επαναστατικός αγώνας συνεχίζεται προετοιμάζοντας την εποποιία του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1908): Η ίδρυση της «Εθνικής Εταιρείας» και η δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων γύρω στα 1893-1896 οδηγούν σε  ατελεύτητες πολεμικές δραστηριότητες των Ανταρτικών Σωμάτων κατά το 1896 στη Μακεδονία.
Κατά την  περίοδο1897-1899 οι βουλγαρικές θηριωδίες, οι βαρβαρότητες και οι δολοφονίες από το 1900-1903, σε συνδυασμό με την τουρκική ανοχή και αδιαφορία χαλυβδώνουν το ελληνικό  φρόνημα των ντόπιων. Ο ρόλος της Ελληνικής Παιδείας για το Μακεδονικό Ελληνισμό, οι πρόδρομοι του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1908): εμπνευσμένοι δάσκαλοι, πρόδρομοι και οργανωτικοί φορείς: ο Ίων Δραγούμης, ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης και ο καπετάν Κώτας οργανώνουν, θεμελιώνουν και «εφορμούν» ως  αρχηγέτες του ένοπλου αγώνα.

 

 

.