ΑΚΕΠ- Τo «αντικαπνιστικό»: Η σιωπή των αμνών

«ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ»

(Μάης ’68)

Η νομοθετική απαγόρευση του καπνίσματος, σε χώρους όπου στον ελεύθερο χρόνο τους οι άνθρωποι συναναστρέφονται, συνομιλούν ή διασκεδάζουν, είναι μέτρο μαζικής καθυπόταξης και ελέγχου των συνειδήσεων. Είναι μέτρο, που θέλει να καταστήσει τους ανθρώπους παθητικούς αποδέκτες των εντολών της εξουσίας.

Οι ρυπογόνες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που καταστρέφουν πράγματι το περιβάλλον, τον πλανήτη, την υγεία κι ελέγχουν και εκμεταλλεύονται απάνθρωπα τον εργάσιμο χρόνο, θέλουν τώρα να ελέγξουν, με πρόσχημα την υγεία, και τον ελεύθερο χρόνο.

Η πολιτική των μνημονιακών κομμάτων, και οπωσδήποτε η πολιτική της σημερινής κυβέρνησης ΝΔ-Κυριάκου Μητσοτάκη, θέλουν, όχι μόνο να εξαθλιώσουν, αλλά και να καθυποτάξουν τους μισθοσυντήρητους και το λαό.

Ο Μαρξ έγραφε:
Δραστηριότητα και απόλαυση έχουν κοινωνικό περιεχόμενο και καταγωγή• είναι κοινωνική δραστηριότητα και κοινωνική απόλαυση.”

Ο Μαρκ Τουαίην, συγγραφέας των «Τομ Σώγερ», «Χώκμπερυ Φιν» κλπ, έγραφε:
«Δεν θέλω καμία από τις στατιστικές σας. Τις χρησιμοποίησα όλες για να ανάψω την πίπα μου. Μισώ το σινάφι σας. Συνέχεια προσπαθείτε να αποδείξετε πόσο βλάπτεται η υγεία του ανθρώπου, πόσο πολύ παρεμποδίζεται η διανοητική του λειτουργία και πόσα δολάρια ξοδεύει κατά τη διάρκεια των 92 χρόνων της ζωής του στην απόλαυση της μοιραίας συνήθειας του καπνίσματος, αλλά και στην εξίσου μοιραία απόλαυση του καφέ και του μπιλιάρδου και κανενός ποτηριού κρασί μαζί με ένα ωραίο δείπνο. Kαι ποτέ δεν προσπαθήσατε να ανακαλύψετε πόση παρηγοριά, χαλάρωση και απόλαυση αντλεί κατά τη διάρκεια της ζωής του ένας άνθρωπος από το τσιγάρο (όλα αυτά αξίζουν δέκα φορές τα λεφτά που θα εξοικονομούσε αν δεν κάπνιζε), ποτέ δεν μπήκατε στον κόπο να υπολογίσετε το φρικτό κόστος της απώλειας της ευτυχίας μιας ζωής χωρίς κάπνισμα. Φυσικά και μπορείτε να εξοικονομήσετε κάποια χρήματα αρνούμενοι για πενήντα χρόνια να υποκύψετε σε όλες αυτές τις μικρές ακόλαστες απολαύσεις. Αλλά τι θα τα κάνετε; Πού θα τα ξοδέψετε;
Τα χρήματα δεν μπορούν να σώσουν την απειροελάχιστη ψυχούλα σας.
Τώρα που σας τα είπα, τα μάθατε πια όλα αυτά. Έτσι δεν είναι; Για ποιό λόγο τότε θέλετε να ζήσετε ισχνοί και μαραμένοι μέχρι τα βαθιά σας γεράματα; Για ποιό λόγο μαζεύετε χρήματα, αφού σας είναι τελείως άχρηστα; Εν ολίγοις, γιατί δεν πάτε να πεθάνετε κάπου αλλού, αντί να προσπαθείτε με τις μοχθηρές σας “ηθικές στατιστικές” να πείσετε τους ανθρώπους να γίνουν το ίδιο στεγνοί και αγέλαστοι με εσάς;».

Το αλάτι, όπως όλοι γνωρίζουν, βλάπτει σοβαρά την υγεία και προκαλεί βλάβες καθολικές. Η χρήση του αλατιού επιβαρύνει και την υγεία των ατόμων αλλά και τα έξοδα των ασφαλιστικών ταμείων, όμως κανείς δεν σκέφτηκε ν’ απαγορεύσει και να ποινικοποιήσει τη χρήση του αλατιού. Η απόλαυση ενός νόστιμου φαγητού, κάνει το αλάτι στοιχείο της κουλτούρας και του πολιτισμού, κάνει την ωφέλεια που προκύπτει απ’ το αλάτι να παραγράφει τις όποιες βλαπτικές επιδράσεις, και τελικά να παρατείνει -μάλλον- παρά να μειώνει το προσδόκιμο της ζωής.

Η ζάχαρη είναι μια από τις πιο βλαπτικές ουσίες και προκαλεί μεγάλα προβλήματα στην υγεία, ιδίως των παιδιών. Η χρήση της ζάχαρης επιβαρύνει και την υγεία των ατόμων αλλά και τα έξοδα των ασφαλιστικών ταμείων, όμως κανείς δεν σκέφτηκε ν’ απαγορεύσει και να ποινικοποιήσει τη χρήση της ζάχαρης. Η απόλαυση ενός γλυκού, κάνει τη ζάχαρη στοιχείο της κουλτούρας και του πολιτισμού, κάνει την ωφέλεια που προκύπτει απ’ τη ζάχαρη να παραγράφει τις όποιες βλαπτικές επιδράσεις, και τελικά να παρατείνει -μάλλον- παρά να μειώνει το προσδόκιμο της ζωής.

Η απόλαυση του καφέ, του κρασιού, του ούζου, της τσικουδιάς, του τσιγάρου κλπ., έχουν κοινωνική λειτουργία και κοινωνικό περιεχόμενο (όπως υποστηρίζει ο Μαρξ), και είναι δομικά στοιχεία των πολιτιστικών συνηθειών του ελεύθερου χρόνου, ιδίως στα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Για τον μισθοσυντήρητο, τον αγρότη, τον συνταξιούχο, τον νεολαίο, που δεν έχει ούτε τις βίλες, ούτε τα εξοχικά, ούτε τις ιδιωτικές λέσχες, ούτε τα κότερα για ιδιωτικές συναντήσεις κλπ., ούτε βεβαίως τα οικονομικά μέσα για να επισκέπτεται το «μέγαρο» της υψηλής κουλτούρας ή τον «παίδαρο» της πολιτιστικής εξαθλίωσης κλπ., χώροι όπως το καφενείο, η καφετέρια, το ουζερί , η ταβέρνα, το μπαράκι, αποτελούν τις μόνες επιλογές του για να συναντηθεί με τους φίλους του, να συναντήσει καινούριους ανθρώπους, να κάνει νέες γνωριμίες και να αποφορτιστεί από το βάρος της καθημερινότητας.

Υπάρχουν πολλοί που, για κάποιους δικούς τους λόγους, δεν πίνουν καφέ, δεν πίνουν οινοπνευματώδη ποτά, δεν χρησιμοποιούν ζάχαρη, δεν χρησιμοποιούν αλάτι, είναι χορτοφάγοι κλπ. Αυτό όμως δεν τους στερεί το δικαίωμα να είναι θαμώνες σε καφενεία, σε καφετέριες, σε ουζερί, σε μπαράκια, σε ταβέρνες, μαζί με τους φίλους, τους γνωστούς τους, αλλά και θαμώνες που έχουν διαφορετικές απ’ αυτούς προτιμήσεις.

Η συνήθεια και η απόλαυση του τσιγάρου έχει κοινωνικό περιεχόμενο και καταγωγή. Υπάρχουν πολλοί που δεν καπνίζουν, και καλώς πράττουν. Υπάρχουν και πολλοί, βεβαίως, που είναι καπνιστές. Για τους καπνιστές, ο καφές, το ποτό, η συζήτηση, η αναπόληση, χωρίς τσιγάρο, είναι φαγητό χωρίς αλάτι, είναι ομελέτα χωρίς αυγά, είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, είναι μπακλαβάς χωρίς σιρόπι.

Όταν η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Γεωργίου Α. Παπανδρέου ψήφισε τον αντικαπνιστικό νόμο, ο μουσικοσυνθέτης Θάνος Μικρούτσικος δήλωσε:
«Δεν πρόκειται να πατήσω σε μαγαζί που δεν μου επιτρέπεται το κάπνισμα, ακόμα και αν ήταν αγαπημένο μου στέκι ως τώρα. Θεωρώ το μέτρο φασιστικό και γελοίο. Δεν δίνω σε κανένα το δικαίωμα να με σώσει. Το κάπνισμα θα έπρεπε να απαγορεύεται σε όσα σημεία υποχρεούται να πάει ο πολίτης, όπως είναι οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νοσοκομεία και οι τράπεζες. Σε έναν χώρο διασκέδασης όμως, όπως το εστιατόριο, η απαγόρευση του καπνίσματος με καθιστά πολίτη β΄ κατηγορίας. Θα μπορούσε να επιβληθεί η δημιουργία ξεχωριστών χώρων για καπνιστές και μη καπνιστές στα μαγαζιά, ακόμα και η εναλλάξ λειτουργία των μαγαζιών ως καπνιζόντων και μη καπνιζόντων. Όσο για το επιχείρημα ότι με αυτό το μέτρο θα αποθαρρυνθούν οι νέες γενιές από το να καπνίζουν, με την ίδια λογική θα έπρεπε να υπάρχει και ανώτερη παραγγελία στα μπαρ. Το αλκοόλ ίσως είναι περισσότερο βλαπτικό. Επιπλέον η οικονομική συγκυρία είναι η χειρότερη δυνατή. Στη Γαλλία όπου εφαρμόστηκε το μέτρο ο τζίρος στα καφέ μειώθηκε κατά 40%».

Επίσης, κατά την ίδια περίοδο, ο μουσικοσυνθέτης Σταμάτης Κραουνάκης δήλωνε:
«Είμαι καπνιστής και θέλω να συνεχίσω να καπνίζω. Αυτές οι απαγορεύσεις, που έχουν ευρωπαϊκή προέλευση, θέλουν να μας μετατρέψουν σε μια κοινωνία που αποτελείται από ανθρώπους που κάθονται όλη μέρα μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Συμφωνώ ότι οι μη καπνιστές δεν πρέπει να ενοχλούνται, όμως στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο πολλοί. Σε μια χώρα που έχει βάσανα, ο κόσμος θέλει να καπνίσει. Αν τους ενδιέφερε να κάνουν κάτι για την υγεία μας θα έπρεπε να απαγορέψουν τις εισαγωγές των τσιγάρων αντί να στέλνουμε τα δικά μας καπνά στις βιομηχανίες της Αμερικής. Πάντως θεωρώ ότι το μέτρο δύσκολα θα εφαρμοστεί. Τα μαγαζιά ήδη βρίσκουν ένα σωρό πατέντες, ο Έλληνας μπορεί να γίνει πολύ ευρηματικός όταν θέλει να καπνίσει. Στο κάτω-κάτω της γραφής, είδατε να απαγορευτεί το κοκορέτσι που είναι και πιο βλαβερό;».

Τέλος, μεταξύ πολλών άλλων, ο Δημήτρης Παπαχρήστος, ο εκφωνητής του Πολυτεχνείου, υποστήριζε τα εξής:
«Έχω κόψει το κάπνισμα από μόνος μου. Αν μου το επέβαλλε κάποιος, ακόμη και ο γιατρός μου, ίσως και να μην το έκανα. Είμαι ενάντια σε κάθε είδους απαγόρευση. Συμφωνώ με το σύνθημα του Μάη του 1968: Απαγορεύεται το απαγορεύεται. Ο προηγούμενος νόμος είχε εξαιρέσεις. Τώρα δεν υπάρχει καμιά, η πολιτεία αποφασίζει απόλυτα και ολοκληρωτικά. Το τσιγάρο δεν έχει μόνο αρνητικές συνέπειες, οι οποίες είναι αδιαμφισβήτητες. Το τσιγάρο είναι παρηγοριά και συντροφιά του ανθρώπου που πίνει καφέ ή ποτό, που προσπαθεί να στοχαστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι το τσιγάρο έχει υμνηθεί από όλες τις τέχνες, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Πρέπει να δούμε τις βλαβερές συνέπειες στη δημοκρατία μας από τέτοιου είδους απαγορεύσεις. Όπως κατά καιρούς χρησιμοποιείται το επιχείρημα του δίκαιου της σιωπηρής πλειοψηφίας, έτσι σε αυτή την περίπτωση γίνεται με τον παθητικό καπνιστή».

Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, και οπωσδήποτε η κυβέρνηση ΝΔ-Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν απαγόρευσαν και δεν ποινικοποίησαν το κάπνισμα. Δεν απαγόρευσαν και δεν ποινικοποίησαν την παρασκευή, την πώληση και την αγορά καπνού. Άρα, δεν νομοθέτησαν ενάντια στις βλαπτικές συνέπειες του καπνίσματος. Αν ήθελαν να προστατεύσουν τους μη καπνιστές από το λεγόμενο «παθητικό κάπνισμα», θα μπορούσαν να επιβάλουν καλό εξαερισμό σε καφενεία, μπαράκια, ταβέρνες κλπ. Αν ήθελαν να προστατεύσουν την υγεία και των μη καπνιστών και των καπνιστών, θα μπορούσαν να επιβάλουν την τοποθέτηση ιονιστήρων, οζονιστήρων κλπ. σε καφενεία, μπαράκια, ταβέρνες κλπ. Ιδίως στις μεγαλουπόλεις, όπου οι ρύποι είναι τρομακτικοί, η χρήση ιονιστήρων-οζονιστήρων θα μπορούσε να καταστήσει τις καφετέριες, τα μπαράκια κλπ., οάσεις αναπνευστικής υγείας, και για τους καπνιστές και για τους μη καπνιστές.

Οι μνημονιακές κυβερνήσεις -και οπωσδήποτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη- λοιπόν, απαγόρευσαν και ποινικοποίησαν τη διάθεση των μη καπνιστών -ιδίως εκείνων που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα- να συναντώνται με τους φίλους τους καπνιστές, αλλά και αυτών που καπνίζουν -ιδίως αυτών που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα- να συναντώνται και με τους φίλους τους μη καπνιστές, αλλά και μεταξύ τους, αφού δεν έχουν άλλους χώρους συνάντησης και συζήτησης εκτός από τα καφενεία, τις καφετέριες, τα ουζερί, τα μπαράκια, τις ταβέρνες κλπ.

Οι μνημονιακές κυβερνήσεις γνωρίζουν την ανωριμότητα του υποκειμενικού παράγοντα και, με τον ίδιο ωμό και θρασύ τρόπο που επέβαλαν τα μέτρα των μνημονίων χωρίς να συναντήσουν κάποια ουσιώδη αντίσταση, νομοθέτησαν και το μέτρο της καθολικής απαγόρευσης του καπνίσματος σε χώρους όπου οι άνθρωποι συναντώνται, συζητούν και διασκεδάζουν, για να τονίσουν τη δύναμη της εξουσίας και να χλευάσουν το λαό.

Τέτοια νομοθετήματα, σαν κι αυτό της καθολικής απαγόρευσης του καπνίσματος, είναι προϊόντα νοσηρών εγκεφάλωνπου, με σαδιστικό τρόπο, θέλουν να γελοιοποιήσουν και να εξευτελίσουν τα λαϊκά στρώματα, να υπογραμμίσουν με τρόπο σαφή «ποιοί είναι οι αφέντες και ποιοί είναι οι δούλοι».

Να γιατί το Μάη του ’68 το «κάπνισμα στα αμφιθέατρα» ήταν πρόταγμα ελευθερίας, ενώ, η απαγόρευση του καπνίσματος, που για πρώτη φορά επεβλήθη από τον Χίτλερ και τους Ναζί, ήταν πρόταγμα παθητικότητας και ελέγχου των συνειδήσεων…