4η προδημοσίευση του νέου βιβλίου του Σωτήρη Χατζηγάκη

xatzigakis 34

Προδημοσίευση
Στο περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» Ιανουαρίου 2015
Του βιβλίου του Σωτήρη Χατζηγάκη
«Η Ελλάδα Ανάποδα»
1. Το «γύρισμα» της Ιστορίας

2. Οι περίοδοι των «παχιών» και «ισχνών» αγελάδων

3. Από τους λήσταρχους βαρόνους στις ανεξέλεγκτες χρηματαγορές και στα golden boys

4. Η αρχή της κρίσης: Η νεοφιλελεύθερη εισβολή

4. Η αρχή της κρίσης: Η νεοφιλελεύθερη εισβολή

Χρονικά, οι ανατροπές, που επέφεραν τη σημερινή χρηματοοικονομική κρίση, αρχίζουν με τη «νεοφιλελεύθερη επανάσταση» της δεκαετίας του 1980. Συνεχίστηκαν στη δεκαετία του ’90 με τις «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις του καλούμενου «εκσυγχρονισμού» ή του «τρίτου δρόμου» και απογειώθηκαν μετά το 2000, με την εκτίναξη στα ύψη της εξουσίας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τότε, άλλωστε, εκδηλώθηκε και το «κραχ» του 2008. Τη χρεοκοπία αυτή του παγκόσμιου συστήματος, την παραδέχτηκε δημόσια (Οκτώβριο του 2008) και ο βασικός αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο πρώην πρόεδρος της FED Alan Greenspan. Αναγνώρισε, δηλαδή, και ο ίδιος, πως «η σημερινή κρίση διαψεύδει τον ίδιο τον πυρήνα των φιλελεύθερων θέσεων. Αποδυναμώνει δηλαδή την υποτιθέμενη ικανότητα του ιδιωτικού συμφέροντος να διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα των χρηματοοικονομικών διαμεσολαβήσεων»[1].
Σ’ αυτό το τοπίο, γιγαντώθηκε το σημερινό κερδοσκοπικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με τις αδιαφανείς τιτλοποιήσεις και τις ανεξέλεγκτες και χωρίς αντίκρισμα παροχές δανείων σε ανυποψίαστους ιδιώτες. Κατ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν, δημιουργήθηκαν οι περίφημες «φούσκες», των χωρίς έλεγχο φτηνών δανείων, κυρίως για αγορά ακινήτων. Πρακτικά, οι μεγάλες τράπεζες, αύξησαν τις πιστώσεις και υποτίμησαν τους κινδύνους της υπερπροσφοράς χρήματος, με άμεσο αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις αυτές δανεισμού να τριπλασιάσουν μεν το «ενεργητικό» τους την περίοδο 2001-2007, να βρεθούν δε στον αέρα ένα χρόνο αργότερα. Έτσι αρχίζει να διογκώνεται το σημερινό παγκόσμιο οικονομικό «τσουνάμι». Από τον Ιούλιο του 2007, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ Ben Bernanke, «εκτιμούσε ότι τα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, ανέρχονταν μεταξύ 50 και 100 δις δολαρίων»[2]. Στις αρχές του 2008, η ίδια εκτίμηση τοποθετούνταν στα 400 δις δολάρια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδιδε η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, «η παγκόσμια απώλεια πλούτου, ανέρχεται στις αρχές Μαρτίου 2009 σε 50 τρις δολάρια»[3]. Εξάλλου, «από το Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2008, εκτιμάται μια απώλεια πλούτου των αμερικανικών νοικοκυριών σε 11,1%. Η αξία της περιουσίας τους μειώθηκε κατά 7.100 δισεκατομμύρια»[4].
Η βαθιά αυτή κρίση, έπληξε κατ’ αρχήν την ισχυρή αμερικανική οικονομία. Διαχύθηκε, όμως, σχεδόν αυτόματα σ’ όλα τα κράτη του πλανήτη, λόγω της παγκοσμιοποίησης, αλλά και της σημερινής σχέσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών (κυρίως των τραπεζών) μεταξύ τους. Ήταν επόμενο λοιπόν, η οικονομική αυτή «πανούκλα», να μετακυληθεί και στην Ευρώπη και να πλήξει καίρια τις πιο ευάλωτες χώρες της, στις οποίες υπάγεται και η Ελλάδα, με τις διαχρονικές της αδυναμίες στην οικονομία, στην πολιτική, στο κράτος και στη κοινωνική της συγκρότηση. Είναι υποβολιμαίος, συνεπώς, αλλά και άδικος, ο συστηματικά εκτοξευόμενος αφορισμός, ότι για τη σημερινή παγκόσμια συστημική κρίση ευθύνεται η κυβέρνηση Καραμανλή (2004-2009). Γιατί οποιαδήποτε Κυβέρνηση και αν είχε η Ελλάδα την περίοδο εκείνη, η κρίση θα ήταν εξίσου σφοδρή (αν όχι περισσότερο) αφού οι αδυναμίες της οικονομία μας (και όχι μόνον) δεν προέκυψαν ξαφνικά το 2004, αλλά αναπτύχθηκαν διαχρονικά.
Στη χώρα μας, βέβαια, το πρόβλημα ήταν πολύ πιο σύνθετο και έχει σχέση και με την ένταξή μας στην Ευρωζώνη. Γιατί, το «Ευρώ», έκανε τους επενδυτές να νιώθουν τόσο ασφαλείς, ώστε να τοποθετούν τα χρήματά τους σε χώρες (όπως η Ελλάδα), που παλαιότερα δεν τις θεωρούσαν απολύτως ασφαλείς. Με το Ευρώ, το κόστος δανεισμού μειώθηκε δραματικά, μ’ αποτέλεσμα να υπάρξουν εκρήξεις σε διάφορες οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες με την «κρίση», μετατράπηκαν σε «φούσκες» και σε υπέρογκα χρέη.[5] Υπεύθυνες εδώ δεν είναι μόνον οι οφειλέτριες χώρες, αλλά και τα «κράτη-δανειστές», τα οποία γνώριζαν την κατάσταση των αδύναμων χωρών του Νότου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εισροές λοιπόν μεγάλων κεφαλαίων, στις λιγότερο πλούσιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οδήγησαν αναπόδραστα σε άνοδο των μισθών. «Τη δεκαετία μετά τη δημιουργία του ευρώ, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (δηλαδή τα ημερομίσθια προσαρμοσμένα στην παραγωγικότητα), αυξήθηκαν κατά 35% στη Νότια Ευρώπη, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στη Γερμανία ήταν μόνον 9%. Η βιομηχανική παραγωγή του Ευρωπαϊκού Νότου, κατέστη μη ανταγωνιστική, πράγμα, που με τη σειρά το, σήμαινε, ότι οι χώρες που προσέλκυαν τεράστιες εισφορές χρημάτων, άρχισαν να εμφανίζουν τεράστια εμπορικά ελλείμματα».[6]
Είναι αλήθεια, πως η Ελλάδα, όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Νότου (π.χ. Πορτογαλία, Ιταλία), επέδειξαν δημοσιονομική ανευθυνότητα και δημιούργησαν, έτσι υψηλό επίπεδο χρέους.[7] Η Ιρλανδία, όμως, και η Ισπανία, διάθεταν δημοσιονομικό πλεόνασμα και χαμηλό χρέος. Πως, λοιπόν, προήλθε σ’ αυτές τις χώρες το πρόβλημα; Και επίσης: πως μέχρι και το 2008, όλες οι χώρες του Νότου της Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, οι λεγόμενες GIPSI, από τα αρχικά τους), «ως σύνολο, όχι μόνο δεν έδειχναν να επιδίδονται σε σπατάλες, αλλά φαίνονταν να βελτιώνουν τη δημοσιονομική τους θέση, με την πάροδο του χρόνου; Μόνον με το ξέσπασμα της κρίσης ξέφυγε το χρέος. Το ιδιωτικό, άλλωστε, όπως και το δημόσιο χρέος της Ελλάδος (τότε) είναι ελαφρώς χαμηλότερο από των Ηνωμένων Πολιτειών, το ποσοστό του πληθωρισμού είναι το ίδιο με τις ΗΠΑ, χωρίς να έχει ενδείξεις πληθωριστικής έκρηξης και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της είναι χονδρικά ισοσκελισμένο, γεγονός που σημαίνει, ότι δεν χρειάζεται να προσελκύσει κεφάλαια από αλλού».[8] Η κρίση χρέους, λοιπόν, –που αντιμετωπίζει και η χώρα μας –δεν αποτελεί ένα απλό εσωτερικό πρόβλημα της Ελλάδας. Είναι, κατά κύριο λόγο, ένας «τυφώνας», που έπληξε σχεδόν ολόκληρο τον πλανήτη. Άλλωστε, η δημοσιονομική κατάσταση, στην αρχή της κρίσης, ακόμα και των ισχυρών κρατών, υπήρξε προβληματική. Το δημόσιο χρέος του Καναδά, για παράδειγμα, ανέρχονταν σχεδόν στο 85%, το δημόσιο χρέος της Μεγάλης Βρετανίας προσέγγιζε το 100%, της Γαλλίας έφθανε σχεδόν το 85% και της Ελλάδας το 2009, πριν αναλάβει η κυβέρνηση Παπανδρέου, ήταν περίπου 126%. Στην Ιαπωνία, επίσης, το χρέος θα φθάσει στο 250% του ΑΕΠ, ενώ το 2014 –αν δεν έχουν εν τω μεταξύ ληφθεί μέτρα– στην Ιταλία θα ξεπεράσει το 152%, στη Γερμανία το 90%, στη Γαλλία το 96%, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 100%, στο Βέλγιο το 110% και στην Ελλάδα θα υπερβεί το 150%[9] (ήδη στις αρχές του 2014 είναι λίγο κάτω του 180%).
Όσον αφορά στο μέσο δημόσιο έλλειμμα της Ευρωζώνης, αυτό από 0,6% του ΑΕΠ, έφτασε το 2010 στο 7%. Η άνοδος αυτή, δεν προήλθε τόσο από την αύξηση δαπανών (οι οποίες από το 1990 μένουν σχεδόν σταθερές αναλογικά με το ΑΕΠ), όσο από τη ραγδαία μείωση των εσόδων. Αυτό σημαίνει, ότι «δεν τα φάγαν οι λαοί», αφού οι δημόσιες δαπάνες είναι σχεδόν στάσιμες επί μια 20ετία. Αντίθετα, το χρέος εκτινάχτηκε στα ύψη εξαιτίας της ελάχιστης είσπραξης εσόδων, που οφείλεται, είτε στη φοροδιαφυγή (κακή λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών), είτε στις μεγάλες φοροαπαλλαγές, κυρίως προς ισχυρές οικονομικές ομάδες. Οφείλεται, δηλαδή, στη λεγόμενη «φορολογική αντί-επανάσταση» των τελευταίων 25 χρόνων, η οποία τροφοδότησε επί μακρόν τη διόγκωση του χρέους.[10] Βασικός στόχος αυτής της «αντί-επανάστασης», είναι η μείωση των φόρων των οικονομικά ισχυρών και των «εχόντων και κατεχόντων». Μια τέτοια πολιτική, όμως, δεν τονώνει την ανάπτυξη, ούτε αυξάνει τα δημόσια έσοδα. Αντίθετα, εκτινάσσει στα ύψη τις κοινωνικές ανισότητες και αυξάνει αρνητικά την κατανομή του πλούτου.
Η αύξηση, επομένως, του δημόσιου χρέους σ’ Ευρώπη και Αμερική –και βέβαια και στη χώρα μας– δεν είναι αποτέλεσμα μιας, δήθεν, επεκτατικής «κεϊνσιανής» πολιτικής: μιας, δηλαδή, «σπάταλης» κοινωνικής πολιτικής, όπως συνήθως αποστροφικά και σκόπιμα, χαρακτηρίζουν τη θεωρία αυτή. Οφείλεται, κυρίως, στην εφαρμογή μιας σκληρής «υπερφιλελεύθερης συνταγής», η οποία, ευνόησε σκανδαλωδώς τα προνομιούχα στρώματα, τα οποία αύξησαν μεν το διαθέσιμο εισόδημά τους, αλλά τελικά, δεν το διοχέτευσαν σε επενδύσεις και στη τόνωση της αγοράς. Αντίθετα, τοποθέτησαν τα κέρδη τους, κυρίως, σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου, τα οποία αποπληρώνονται με τα χρήματα όλων των πολιτών: μέσα, δηλαδή, από τη συνολική φορολογική επιβάρυνση, τις περικοπές δαπανών και από τις πολιτικές λιτότητας. Έτσι, οι λαϊκές τάξεις –με μηχανισμούς «αντίστροφης ανακατανομής»– πληρώνουν το δημόσιο χρέος και προσφέρουν χρηματικούς πόρους στις εύπορες τάξεις!! Τραγέλαφος…
Τέλος, στα βασικά αίτια της σημερινής δημοσιονομικής αναποτελεσματικότητας, θα προσθέταμε και την απουσία οποιασδήποτε συστηματικής προσπάθειας τόνωσης της ανάπτυξης, μέσα από τις δημόσιες επενδύσεις, (π.χ. για την παιδεία, την υγεία, τις υποδομές κλπ),[11] οι οποίες συμβάλουν κυρίαρχα στην ανάπτυξη. Γιατί αυτές, περιορίζουν βραχυπρόθεσμα το εύρος των υφέσεων, ενώ μακροπρόθεσμα, παρέχουν ισχυρή ώθηση στην οικονομία. Η δραστική, συνεπώς, μείωση των δημοσίων δαπανών –γεγονός που συνέβη και στη χώρα μας κατά την περίοδο των «μνημονίων» με τις συνεχείς περικοπές του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων– είχε ως αποτέλεσμα την εμβάθυνση της ύφεσης και την περαιτέρω επιβάρυνση του δημόσιου χρέους. Το 1929 η κρίση ανακόπηκε με μια γενναία στροφή προς τις δημόσιες επενδύσεις και σε μια επεκτατική (κεϊνσιανή) πολιτική. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και επί τρεις δεκαετίες, ο κόσμος έζησε μια πρωτοφανή περίοδο ευημερίας και ανάπτυξης. Σήμερα, όμως;

[1] Πρβλ. Philippe Askenazy και Daniel Cohen, Η οικονομική κρίση: αίτια και προοπτικές, μετάφραση Μπάμπης Παπαδημητρίου, Πόλις, 2010, κεφ.1, υποσημείωση 5, όπου παρατίθενται αυτούσιες οι δηλώσεις Γκρίνσπαν.

[2] Πρβλ. Saskia Scholtes, Michael Mackenzie, ‘Subprime Market faces further setbacks’, The Financial Times, July 22, 2007.

[3] Πρβλ. Raphael Minder, Alan Beattie, Plunging Assets have cost global economy $50,000bn, report says’, The Financial Times, 9 Μαρτίου 2009.

[4] Πρβλ. Jean-Marc Lucas, «Menages americains: La grande deprime», BNP Paribas, Conjocture, Μάρτιος 2009.

[5] Σ.τ.Σ. Πολλοί υποστηρίζουν, πως η ένταξή μας στο ευρώ υπήρξε πράξη βιαστική και χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία και σωστό προγραμματισμό. Είναι αξιοσημείωτο, πως ακόμα και ο «πατέρας της Ευρώπης» Ζακ Ντελόρ δηλώνει σήμερα πως η Ελλάδα έπρεπε να μπει στο ευρώ τρία χρόνια αργότερα. Ο πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1985-1994) υποστηρίζει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, 2 Φεβρουαρίου 2014, πως «εάν εναπόκειτο σε εμένα, θα εισηγούμην ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να περιμένει ακόμη 2-3 χρόνια προτού υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα. Επειδή δεν θα αρκούσε μόνο να πληροί, περισσότερο ή λιγότερο, τα νομισματικά κριτήρια για την ένταξής της. Θα έπρεπε επίσης να αναλογιστούμε τι θα όφειλε η Ελλάδα να πράξει επιπλέον στους κόλπους αυτής της Ένωσης, εντός ενός πολύ ισχυρότερου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Η Ελλάδα θα έπρεπε, λοιπόν, να αρχίσει να ενισχύει την οικονομική της παρουσία σε όρους ανταγωνιστικότητας, προκειμένου να μπορέσει να προβάλει αντίσταση στον έντονο ανταγωνισμό εντός της Ευρωζώνης». Η τότε κυβέρνηση Σημίτη όμως, στη προσπάθειά της να συνδέσει το όνομά της μ’ ένα κεντρικό εθνικό επίτευγμα, οδήγησε τη χώρα μας στην Ευρωζώνη, χωρίς να συνυπολογίσει και τις μελλοντικές δυσμενείς επιπτώσεις, που πιθανόν να προέκυπταν από την πρόωση ένταξή της σ’ αυτή. Πριν, άλλωστε, από την νομισματική ένωση της Ευρώπης θα έπρεπε να έχει προηγηθεί η οικονομική της ένωση. Επί πλέον στη κυβέρνηση εκείνη, καταλογίζονται ευθύνες και διότι με τη βοήθεια της Goldman Sacks απέκρυψε ένα μεγάλο μέρος του χρέους μας, το οποίο στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη σημερινή περίοδο της κρίσης μ’ αποτέλεσμα αυτό να εμφανίζεται τώρα εξογκωμένο.

[6] Πρβλ. Paul Krugman, Τέλος στην ύφεση, τώρα!, μετάφραση Τίνα Θέου, Πόλις, 2012

[7] Σ.τ.Σ. Αντίθετα προς την άποψη, που επέβαλε στην κοινή γνώμη το «σύστημα εξουσίας» περί δημοσιονομικής ανευθυνότητας της χώρας μας, καταθέτουμε ορισμένα στοιχεία, τα οποία αντικρούουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Συγκεκριμένα: το 2006 οι δημόσιες δαπάνες στη χώρα μας ήσαν 45,2% του ΑΕΠ, το 2007 ανέβηκαν στο 47,6%, το 2008 στο 50,6% και το 2009 στο 53,8%. Στα αυξημένα αυτά ποσοστά πρέπει να συνυπολογισθούν οι τόκοι των προ του 2005 οικονομικών χρήσεων, οι οποίες έφταναν το 2006 στο ποσό των 9,2 δις, το 2007 στα 9.79 δις, το 2008 στα 11,2 και το 2009 στα 12,3 δις. Το σύνολο, συνεπώς, των τόκων κατά το διάστημα 2006-2009 έφτανε στο 33,6%. Αντίθετα, η αύξηση των συνολικών δαπανών ήταν 19%. Οι δημόσιες δαπάνες συνεπώς, ασφαλώς και θάπρεπε να τιθασευθούν με την ορθολογικοποίηση του κράτους, χωρίς όμως απολύσεις. Το ελληνικό πρόβλημα ωστόσο, προκλήθηκε από τον μεγάλο δανεισμό με τα υψηλά επιτόκια, στον οποίο προσέφυγε η χώρα για τον εκσυγχρονισμό της, συχνά βέβαια προς κατευθύνσεις, που θα μπορούσε να αποφύγει (πχ. αγορές άχρηστου –όπως αποδείχτηκε- πολεμικού υλικού, το οποίο πλήρωσε η Ελλάδα με υπέρογκα ποσά και που κατέστη η πηγή σκανδάλων και διαφθοράς). Στην πολιτική, ωστόσο, αυτή της εξώθησης της χώρας σε αγορές και προμήθειες, εξοπλιστικού κυρίως, αλλά και άλλου υλικού (πχ. αποικιακού τύπου συμβάσεις με Siemens), υπεύθυνη είναι και η «εναρετολογική» πολιτική των δανειστών μας, οι οποίοι μας παρείχαν πιστώσεις με υψηλότοκα δάνεια, για να πραγματοποιεί η Ελλάδα στη συνέχεια πολυδάπανα «εκσυγχρονιστικά» προγράμματα προμηθειών, που επέβαλαν οι ίδιες οι δανείστριες χώρες!!!

[8] Πρβλ: Paul Krugman, όπ.π.

[9] Πρβλ. Jacques Attali, Παγκόσμια κατάρρευση σε δέκα χρόνια. Δημόσιο χρέος: η τελευταία ευκαιρία, μετάφραση Καλλιόπη Ζούρα, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2011.

[10] Πρβλ. Philippe Askenazy, Thomas Coutrot, André Orléan, Henri Sterdyniak, Μανιφέστο των ανήσυχων οικονομολόγων. Κρίση και χρέη στην Ευρώπη: 10 μύθοι και 22 μέτρα που προτείνουμε για να βγούμε από το αδιέξοδο, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου, Πόλις, 2011.

[11] Σ.τ.Σ. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και το 1929