Αύγουστος στην πρώτη του νιότη. Χαζεύει και χάνεται στην πλατεία με έναν φίλο του και απολαμβάνει την ηρεμία της πόλης. Λίγοι τυχεροί άτυχοι που έμειναν πίσω, πολλές θέσεις για παρκάρισμα και δυο γατάκια να μαλώνουν στα πόδια τους. Σκέφτεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έχει περάσει και νιώθει αυτό το βλέμμα του αποχωρισμού από οτιδήποτε ενεργό και δυναμικό, βλέπει το μαντήλι του αποχαιρετισμού από τη ζωή να ανεμίζει στον αέρα. Λίγος χρόνος και συμπυκνωμένα συναισθήματα. Νίκες και ήττες, στραπάτσα και βολέματα, ψεύτικα λόγια και λίγα τελικά φεγγάρια που άξιζαν.
Κοιτάζει την όμορφη γκαρσόνα που του φέρνει τον καφέ και της χαμογελά, μα δεν έχει πια καμία διάθεση να πει τίποτα. Ποιος ο λόγος να κάνει νταηλίκια, όταν την ώρα που έπρεπε το έβαλε στα πόδια; Σιχαίνεται την υποκρισία και πιο πολύ την ατάκα: “Εκεί που είσαι ήμουνα…”. Δεν είναι σοφός, δεν είναι καν έξυπνος εκείνος που δεν άφησε το κορμί και το μυαλό του να ρισκάρει. Εκείνος που δεν άφησε τον έρωτα να τον κάνει χίλια κομμάτια και μετά να ξεκινήσει από την αρχή. Εκείνος που δεν κατάλαβε ότι ο αφοπλισμός ξεκινάει από ένα συγκεκριμένο σημείο στον λαιμό.
Κοίταξε τον ουρανό, σε λίγο θα βγει το φεγγάρι, έχει πανσέληνο, δε χρειάζεται να έχει φώτα πορείας απόψε. Του λείπει εκείνη, μα πιο πολύ όσα ένιωθε μαζί της. Δεν την έχει δει από τότε…Από πότε; Δεν έχει σημασία πια. Να θυμάται άραγε εκείνη; Και μέχρι πότε; “Μέχρι όσο, καημένε!” Το φεγγάρι απάντησε;…
Ακούει η Πανσέληνος; Μπορεί να της πει όσα έπρεπε να ακούσει χρόνια πριν και να καταλάβει τα ‘’γιατί, τα πρέπει και τα πάντα του”; Είναι αργά; Μα ποιος ορίζει τον χρόνο και τη σωστή ώρα; Της στέλνει σαν παιδική προσευχή την καρδιά του και ξέρει ότι το φεγγάρι θα την αφήσει στο παράθυρό της:
“Φτιάχνουμε τους άλλους στα μέτρα μας και αυτό το ονομάζουμε αγάπη. Με σένα όμως είναι αλλιώς και το καταλαβαίνω τις στιγμές που υποφέρω.
Καλύτερα όμως να αγαπάς και να χάνεις, παρά να μην αγαπήσεις ποτέ. Στην αγάπη δε χάνεις ποτέ.
Ένα κομμάτι μου θα είναι ερωτευμένο μαζί σου μέχρι να πεθάνω. Ένα άλλο όμως πρέπει να συνεχίσει και θα το κάνει. Γιατί υπάρχει η ζωή που είχα πριν από σένα. Υπάρχει ο άμαχος πληθυσμός και οι παράπλευρες απώλειες και υπάρχουν άνθρωποι που εξαρτώνται από μένα. Δεν μπορώ να σφυρίζω αδιάφορα και να περπατάω με τα χέρια στις τσέπες. Μπέρδεμα, ε;
Ένα πρωινό θα βγει ο ήλιος και δε θα έχει “μαζί” για μας, ό,τι και να σημαίνει αυτό το “μαζί”. Δε θα σε βλέπω,δε θα γελάμε μαζί, δε θα με πειράζεις και ‘γω τάχα θα θυμώνω, δε θα θέλω να μονοπωλώ όλο σου το ενδιαφέρον, δε θα ζηλεύω πια, θα σε ζαλίζω με τα καμώματά μου, δε θα χαιρόμαστε και δε θα λυπόμαστε με τα ίδια πράγματα. Δε θα μου λες να μη φοβάμαι, γιατί εσύ είσαι κοντά μου. Δε θα ξέρω τι κάνεις καθημερινά, δε θα ξέρεις πώς ζω…
Θα είμαι μια μηχανή, θα λέω μόνο ‘’ναι’’ και θα δείχνω ευτυχισμένος. Και όταν θα βρισκόμαστε, κάποιες φορές, θα σου λέω ότι είμαι καλά. Θα διαλέξω το ψεύτικο, γιατί είναι πιο βολικό. Ψέματα θα σου πω,ναι,για να μην ανησυχείς.
Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς θα το διαχειριστώ αυτό το πρωινό. Πώς θα είναι μακριά σου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου φοβάμαι.
Σ’ αγαπάω, γιατί μου έδωσες τόσα πολλά, που προσπαθώ συνεχώς να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος και να με αγαπήσεις όσο δεν αγάπησες ποτέ κανέναν. Σου χρωστάω… Θεέ μου, δεν ξέρεις πόσα!
Μερικές φορές, λίγες μέρες μόνο, είναι περισσότερες από μία ολόκληρη ζωή,για να μάθεις καλά το μεγαλύτερο μάθημα: Στην αγάπη δε χάνεις ποτέ!’’