Xρήστος Γκίμτσας: Είδες τι παιχνίδια σκαρώνει η ζωή καμμιά φορά;

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΙΜΤΣΑΣ

 

Κάθισε σε εκείνο το καφέ που συνήθιζε, δίπλα στο ποτάμι και κοιτούσε τα σχεδόν ακίνητα νερά του Ληθαίου.
 Το νερό μαζί με το πράσινο τοπίο στις όχθες, ήταν μία εικόνα που συνήθως τον ησύχαζε και τον ηρεμούσε .
Κατέφυγε λοιπόν εκεί γιατί ήθελε να σκεφτεί , αλλά στάθηκε αδύνατον. Ο νους του κολλημένος εκεί , στην μεγάλη απορία.
Ψηλάφησε στην τσέπη του τον λευκό φάκελλο της πρόσκλησης στην αποψινή δεξίωση με την ιδιόχειρη υποσημείωση “Σε περιμένω οπωσδήποτε’’ και αμέσως σκέφτηκε να ανάψει τσιγάρο.

Ακαριαία ακύρωσε την επιθυμία του. Εκείνη, ποτέ δεν ήθελε να νοιώθει την οσμή του τσιγάρου στην αναπνοή του.

Μέρες τώρα σκεφτόταν  αν έπρεπε να πάει, μέχρι που το αποφάσισε.
Θα πήγαινε λοιπόν.Δεν θα έδειχνε μικρός και εκδικητικός, αλλά πολιτισμένος.
Αν και ο ‘’πολιτισμένος’’ ομοιοκαταληκτεί με το  ‘’ πληγωμένος’’…

Μα πως ήταν δυνατόν. Τρεις μήνες πέρασαν που είχαν χωρίσει και στο τέλος του τρίτου με αυτή την πρόσκληση, του ανακοίνωνε τον γάμο της. Και το χειρότερο, πως ήταν καλεσμένος.

Ετσι ήταν όμως η Ισμήνη. Αποφάσιζε γρήγορα .
Στην τελευταία τους συνάντηση, χωρίς περιστροφές πολλά λόγια και  εξηγήσεις, του ανακοίνωσε τον χωρισμό τους.
Είχε γνωρίσει  ένα γιατρό, τον Ορέστη και αυτή δεν ήταν απλώς μια γνωριμία, αλλά κάτι σαν αμοιβαία ηλεκτροπληξία, έτσι είπε, και αποφάσισε να ζήση μαζί του στην Θεσσαλονίκη.
Επρεπε λοιπόν να χωρίσουν, χωρίς δράματα, ενοχές και τύψεις. Πολιτισμένα και ήρεμα. Και έτσι έγινε.
Χαμογέλασε καθώς έπινε την τελευταία γουλιά του καφέ. Τελικά η ιατρική, νίκησε την νομική.

Το πρωί είχε περάσει από το γραφείο και τακτοποίησε  τους φακέλλους για κάποιες δίκες της επόμενης εβδομάδας και αποφάσισε να πιει τον δεύτερο καφέ της ημέρας δίπλα στις όχθες του Ληθαίου.

Σκέφτηκε πως έπρεπε να πάρει το αυτοκίνητο από το πλυντήριο που ήταν χάλια από την σκόνη και την λάσπη, όπως και το μαύρο του κοστούμι από το καθαριστήριο.
Πουκάμισο και γραβάτα, είχε αγοράσει καινούργια.
Είπαμε, πολιτισμένα πράγματα. Προσκλήθηκε και θα πήγαινε, αφήνοντας πίσω μικρότητες και πικρίες.
Ομως η απορία γέμιζε από άκρη σε άκρη το κρανίο του. Γιατί άραγε τον προσκάλεσε; Δεν μπορούσε να γίνει ο γάμος της, χωρίς αυτόν;
Η πράξη της ήταν προκλητική, αδιανόητη, σχεδόν εξωφρενική. Ετσι του φαινόταν.

Η δεξίωση θα γινόταν το αποψινό  σαββατόβραδο , σε ένα ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης  και σκεφτόταν πως έπρεπε να ξεκινήσει αρκετές ώρες νωρίτερα.

Εφαγε κάτι ελαφρύ για μεσημεριανό, έκανε ένα ντούζ   και ξυρίστηκε για δεύτερη φορά.
Το μαύρο κοστούμι που είχε καιρό να το φορέσει έστεκε θαυμάσια  επάνω του, παρόλα τα δυο, τρία κιλά που είχε βάλει τον τελευταίο καιρό. Θαύμασε και την καινούργια γραβάτα του και ομολόγησε πως είχε κάνει εξαιρετική επιλογή.
Λίγο πριν φύγει, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. “Σαν γαμπρός’’ μονολόγησε και αυτό το ‘’σαν’’ τον γέμισε την ψυχή με μία πίκρα, γιατί Ισμήνη δεν είναι από τις γυναίκες που ξεχνιούνται εύκολα.

Ξεκίνησε απλώνοντας το σακάκι του στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου για να μην τσαλακωθεί στο ταξίδι.Το να πάρει μαζί του και κάποιο δώρο , ούτε που το σκέφτηκε.

Η αίθουσα της δεξίωσης, μεγαλοπρεπής και φωτισμένη και οι καλεσμένοι πολλοί, οι περισσότεροι μάλλον γνωστοί του  Ιάσονα.
Θα έμεινε λίγο, ίσα,ίσα για τα τυπικά και θα έφευγε νωρίς. Ετσι προγραμμάτιζε.

Μόλις τον είδε, έτρεξε κοντά του, τον φίλησε στο μάγουλο , τον έπιασε αγκαζέ και του είπε ‘’Ελα να σου γνωρίσω τον Ιάσονα’’
Ενοιωθε άβολα,αλλά προσπάθησε να μην το δείχνει. Στην χειραψία και στο  ‘’χαίρω πολύ’’ κατάλαβε πως ο άνθρωπος που είχε απέναντι του, ήταν ανυποψίαστος. Δεν έδειχνε να ξέρει με ποιόν μιλούσε.
 Μόλις τελείωσαν τα τυπικά, άρχισε να τριγυρίζει με αμηχανία μέσα στην μεγάλη αίθουσα πίνοντας κάτι, και καθώς δεν γνώριζε κανέναν εκεί μέσα, υπολόγιζε τον χρόνο και την στιγμή που έπρεπε να φύγει, όταν  τον πλησίασε η Ισμήνη.
“Δεν πιστεύω να έχεις θυμώσει. Αλλά το ότι ήλθες, δείχνει πως πρέπει να το έχεις ξεπεράσει’’
Μιλούσε και κοιτούσε αδιάφορα γύρω της, χαμογελώντας στους γνωστούς της.
“Τι σημασία έχει. Διάλεξες τον δρόμο σου και εγώ ένοιωσα την ανάγκη να έλθω και να σου ευχηθώ να είσαι ευτυχισμένη. Το αξίζεις.’’
“Σε κάλεσα για να σου πω εγώ η ίδια, πως δεν θα λήψεις καθόλου από την ζωή μου, να το ξέρεις’’
“Τι είναι αυτά που λες. Το πιθανότερο είναι να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ. Ισως στην τύχη…”
Επιασε διακριτικά το χέρι του και το ακούμπησε για μια στιγμή στην κοιλιά της.

“Εδώ μέσα βρίσκεσαι , τρείς μήνες τώρα και μεγαλώνεις συνέχεια… Κλείσε το στόμα σου και ηρέμησε, μας  παρακολουθούν. Βλέπεις, η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε ήταν καρποφόρα’’.
“Και ο Ιάσονας το ξέρει;” τόλμησε να πει, μόλις συνήλθε.
“Νομίζει πως είναι δικό του. Τρελάθηκε από ευτυχία όταν το έμαθε. Και αυτή την ευτυχία, δεν ήθελα με τίποτα να του την γκρεμίσω. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος του βιαστικού γάμου. Σε κάλεσα για να σου το πω  εγώ η ίδια, από το να σου το κρύψω. Και δεν θέλω να αρχίζεις να ξεφυλλίσεις  στο νου σου δικαστικούς κώδικες για να με καταδικάσεις. Δέξου πως έτσι τα φέρνει καμιά φορά η ζωή. Άλλωστε τα παιδιά ανήκουν σ’ αυτούς που τα μεγαλώνουν. Ετσι δεν είναι; Και ο Ιάσονας θα γίνει ένας εξαιρετικός πατέρας. Την σιωπή σου την έχω δεδομένη. Τόσο καιρό μαζί σου , έμαθα πόσο συνεπής είσαι με τα επαγγελματικά μυστικά  σου. Απλώς, χρεώσου ακόμα ένα!”
Σταμάτησε να μιλά και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
‘’Μια χαρά είσαι. Άψογος. Και η γραβάτα είναι ένα θαύμα. Πάντα είχες γούστο  στις γυναίκες και στις γραβάτες. Σύντομα θα αγαπηθείς από κάποια άλλη, ίσως καλύτερη από μένα. Και μην ταξιδέψεις απόψε. Είσαι ταραγμένος, το βλέπω. Και μπορείς να καπνίσεις,το έχεις ανάγκη.’’
Τον άφησε και άρχισε να βαδίζει στον χώρο της δεξίωσης, χαιρετώντας τους καλεσμένους της.

Κοιμήθηκε, ο λόγος το λέει, σε ένα ξενοδοχείο και γύρισε την επομένη.

Κυριακή απόγευμα, καθισμένος στην ίδια θέση, στο ίδιο καφέ δίπλα στο ποτάμι, κοιτούσε το σχεδόν ακίνητο νερό. Φορούσε ακόμα το μαύρο κοστούμι και την ίδια γραβάτα.
‘’Σαν γαμπρός είστε ντυμένος” είπε με οικειότητα ο σερβιτόρος όταν τον πλησίασε . Δεν παράγγειλε καφέ, αλλά ένα ουίσκι. Σίγουρα μέχρι το βράδυ, θα έπινε και άλλα, τα χρειαζόταν.
 Πίνοντας, σκεφτόταν  τα παιχνίδια που στήνει καμιά φορά η ζωή και πόσο λίγο γνώριζε τελικά την Ισμήνη.