Ένα κείμενο που αγνοούνταν εδώ και αιώνες ισχυρίζεται ότι ο προδότης του Ιησού ήταν ο πιο πιστός μαθητής του». Τα παραπάνω λόγια που διατυπώνονταν στο εσωτερικό του περιοδικού National Geographic τον Μάϊο του 2006, ήταν αρκετά για να προκαλέσουν «σύγχυση» και ενδεχομένως και αμφισβήτηση στους πιστούς ολόκληρης της υφηλίου.
Τι είναι το ευαγγέλιο του Ιούδα; Γιατί παρέμενε άγνωστο τόσους αιώνες; Ποιος ήταν τελικά ο Ιούδας; Μήπως όντως ο Χριστός ζήτησε από τον Ιούδα να Τον προδώσει; Μα πως ανατρέπονται όλα όσα γνωρίζαμε για τον Ιούδα; Ποιος έκρυβε την αλήθεια; Στις ερωτήσεις αυτές δεν υπάρχουν συγκεχυμένες απαντήσεις, υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις. Υπάρχουν αλήθειες, ρήματα σοφίας πνευματικής.
Το ευαγγέλιο του Ιούδα όπως και άλλα κείμενα εντάσσονται στα γνωστά «απόκρυφα» βιβλία που γράφτηκαν από τον 2ο αι. μ.Χ. και εξής. Άλλα απόκρυφα κείμενα είναι το ευαγγέλιο του Θωμά (περ. 110 μ.Χ.), το ευαγγέλιο της Μαρίας (αρχές 2ου αι. μ.Χ.) και το απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιωάννη (περ. 150 μ.Χ.). Στόχος των συγγραφέων τους ήταν να καλύψουν τα κενά που παρουσίαζαν τα κανονικά βιβλία της Κ. Διαθήκης σχετικά με τη ζωή του Χριστού και των Αποστόλων, είτε να παρουσιάσουν αιρετικές απόψεις. Για να αποκτήσουν μάλιστα κύρος αυτά τα συγγραφικά έργα, φέρουν (ψευδώς) το όνομα κάποιου Αποστόλου. Τα απόκρυφα βιβλία εν αντιθέσει με τα «κανονικά» δεν είναι θεόπνευστα. Το Ευαγγέλιο του Ιούδα είναι ένα απόκρυφο κείμενο λοιπόν γνωστικής προέλευσης. Ο γνωστικισμός υπήρξε ένα προχριστιανικής καταγωγής φιλοσοφικό και θρησκευτικό κίνημα, δείγμα του σύντονου συγκρητισμού της ρωμαϊκής εποχής ο οποίος είχε τις ρίζες του στα μεσογειακά ήθη της ελληνιστικής περιόδου. Ας μη γίνεται όμως σύγχυση μεταξύ αγνωστικισμού που βρίσκεται στο μέσον μεταξύ της αθεΐας και του δυϊσμού και γνωστικισμού. Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ο οποίος γνώριζε τα διάφορα γνωστικά της εποχής του κείμενα, έγραφε «εμοί αρχεία εστίν ο Ιησούς Χριστός, τα άθικτα αρχεία ο σταυρός και ο θάνατος και η ανάστασις αυτού». Και αυτά τα «άθικτα αρχεία» διασώζονται μέσα στην εκκλησία και καλούν τους πιστούς προς πνευματική γνώση, έγραφε σε άρθρο του ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος.
Και ευλόγως θα αναρωτηθεί κάποιος με ποιο κριτήριο η εκκλησία επέλεξε την «κανονικότητα» των 27 βιβλίων της Κ. Διαθήκης και την «αντικανονικότητα» όσων απέρριψε; Η εκκλησία δια των Πατέρων της και τελικά με την 39η εορταστική Επιστολή του Μ. Αθανασίου, ύστερα από πολύχρονη διαδικασία, κατήρτισε τον «Κανόνα» της Αγίας Γραφής, δηλαδή καθόρισε ποια βιβλία είναι θεόπνευστα και ποια ψευδεπίγραφα και απόκρυφα.
Ο παν/κός καθηγητής της βιβλικής γραμματείας Π. Βασιλειάδης σε άρθρο του αναφορικά με το ευαγγέλιο του Ιούδα, έγραφε: «Πρώτα πρώτα δεν πρόκειται για «ευαγγέλιο» με την κλασική σημασία του όρου, αλλά για «απόκρυφη πραγματεία», το αγαπημένο φιλολογικό είδος του χριστιανικού γνωστικισμού. Και φυσικά δεν γράφτηκε από τον Ιούδα. Το περιεχόμενο του απλά επιβεβαιώνει ό,τι γνώριζε εδώ και δεκαετίες η επιστημονική κοινότητα για τον γνωστικισμό».
Παρατηρώντας κάποιος τον τίτλο «Ευαγγέλιο του Ιούδα» παρατηρεί αφ’ ενός μεν πως απουσιάζει από αυτόν η πρόθεση «κατά» (όπως το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο), αφ’ ετέρου δε πως το όνομα του Ιούδα τίθεται σε πτώση γενική και όχι σε αιτιατική. Κάτι τέτοιο αποδεικνύει πως ο τίτλος δεν δηλώνει ως συγγραφέα του ευαγγελίου τον Ιούδα, αλλά την περί του Ιούδα καλή είδηση που φέρει το κείμενο. Η καθηγήτρια θρησκειολογίας Elain Pagels του Princeton University έχει πει πως «η εκπληκτική ανακάλυψη του ευαγγελίου του Ιούδα, μαζί με το ευαγγέλιο του Θωμά, το ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής και τα πολλά άλλα ευαγγέλια που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, αφού έμεινα κρυμμένα για σχεδόν 2.000 χρόνια, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον πρώιμο χριστιανισμό». Αλήθεια; Όλα αυτά τα έκρυβε η εκκλησία για 2.00 χρόνια; Το απόκρυφο αυτό ευαγγέλιο ήταν γνωστό ήδη στην αρχαία εκκλησία. Αυτό φαίνεται από τις μαρτυρίες του Ειρηναίου επισκόπου Λουγδούνου, του αγίου Επιφανίου και του Θεοδώρητου επισκόπου Κύρου. Επομένως η εκκλησία και η διεθνής επιστημονική κοινότητα δεν ξαφνιάστηκε με την «ανακάλυψη» του και πολύ περισσότερο με την έκδοση του.
Το περιεχόμενο του ευαγγελίου συνοψίζεται στους λόγους «αλλά εσύ θα τους υπερβείς όλους αυτούς, γιατί εσύ θα θυσιάσεις τον άνθρωπο που με ενδύει», που αναγράφονται στο περιοδικό του National Geographic και αποτελούν μετάφραση από την κοπτική διάλεκτο στην οποία ήταν γραμμένο (αρχική γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένο πιθανόν αν ήταν η ελληνική). Στο ευαγγέλιο αυτό ο Ιησούς ζητάει από τον Ιούδα να τον οδηγήσει με προδοσία στο θάνατο για να απελευθερωθεί από το ανθρώπινο σώμα που τον περιέβαλλε.
Ας αναφερθούμε όμως στα βασικότερα σημεία του ευαγγελίου του Ιούδα, σημεία που θα μας βοηθήσουν όχι μόνο να εξάγουμε συμπεράσματα, αλλά και να διαπιστώσουμε την άκρα διαφορετικότητα με τις διηγήσεις των κανονικών ευαγγελίων. Στο κείμενο υπάρχουν δυαρχικές απόψεις. Υπάρχουν δύο Θεοί ο αγαθός Θεός (ο Μέγας Ένας στο ευαγγέλιο του Ιούδα) και ο δημιουργός – κακός θεός (στο ευαγγέλιο του Ιούδα ο Σάκλας=ανόητος). Αντίθετα είναι πίστη και βεβαίωση της πίστης μας πως ο Τριαδικός Θεός είναι ο Δημιουργός Θεός των πάντων, ο Ένας και Αληθινός Θεός, ο Ων (αυτός που υπάρχει) όπως παρουσιάστηκε στην Π. Διαθήκη στους ισραηλίτες. Ο Χριστός ταυτίζεται με τον Σηθ (ο Σηθιανισμός υπήρξε γνωστικό κίνημα στους κόλπους του χριστιανισμού, αλλά κυρίως του ιουδαϊσμού).
Ο Θεός στο ευαγγέλιο του Ιούδα δεν είναι λυτρωτής, αντίθετα ο ίδιος έχει ανάγκη λύτρωσης και σ’ αυτό βοηθά ο Ιούδας που τον προδίδει για να τον απαλλάξει από το σώμα του. Στο κείμενο υπάρχει μία γενική υποτίμηση του ανθρωπίνου σώματος, αλλά και του κόσμου. Ο γνωστικισμός έβλεπε το σώμα ως κάτι το αρνητικό. Ανάλογες ήταν και οι δοξασίες για το σώμα ορισμένων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων όπως ο Πλάτωνας που το παρομοίαζε ως φυλακή της ψυχής. Συμβαίνει και κάτι παράδοξο στο απόκρυφο αυτό κείμενο. Ο Χριστός είναι φορέας μυστικών γνώσεων που επιλέγει να αποκαλύψει μόνο στον Ιούδα. Ο Χριστός είναι εκείνος που ζητάει λύτρωση και λυτρωτή. Και τον λυτρωτή τον βρίσκει στο πρόσωπο του Ιούδα. Αντίθετα στα κανονικά ευαγγέλια ο Χριστός είναι Εκείνος που με τη σταυρική του θυσία, το πάθος του και την αγάπη του σώζει τον άνθρωπο. Στο ευαγγέλιο του Ιούδα ο ίδιος, αποτελεί τη μοναδική φωτεινή μορφή, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές υποτιμούνται. Ο Θεάνθρωπος όμως δεν διέκρινε κανέναν μαθητή, ούτε παραχώρησε σ’ αυτούς πρωτεία κι ας το ζήτησαν οι ίδιοι από τον Κύριο. Στο ευαγγέλιο αυτό επίσης, προβάλλεται έντονα η γνώση έναντι της πίστης. Δεν είναι κακό να μην πιστεύει κάποιος. Αντίθετα αμαρτία είναι να μην γνωρίζει, να μην έχει γνώση. Όλα αυτά και άλλα πολλά αποδεικνύουν πως αυτό το μεταγενέστερο σε σχέση με τα κανονικά ευαγγέλια, ευαγγέλιο του Ιούδα δεν περιέχει αληθή στοιχεία σύμφωνα με την παράδοση της εκκλησίας όπως διατυπώθηκε τα πρώτα χριστιανικά χρόνια από τους Αποστόλους και ομολογητές της πίστεως.
Ας έρθουμε τώρα στο πρόσωπο του Ιούδα. Ο προσδιορισμός Ισκαριώτης έχει δύο ερμηνείες. Δηλώνει είτε την καταγωγή του από την πόλη Κεριγιώθ, είτε το ιδεολογικοπολιτικό του στίγμα, ότι δηλαδή πιθανώς να ανήκε στην ακραία παράταξη των ζηλωτών (δηλ. των Σικαρίων). Ένα ερώτημα πολύ σημαντικό που προκύπτει σκιαγραφώντας κάποιος το πρόσωπο του Ιούδα αφορά τις a priori προθέσεις του. Ποιες ήταν λοιπόν αυτές; Εισήλθε στον κύκλο των δώδεκα μαθητών με σκοπό να προδώσει τον Διδάσκαλο του; Μήπως από την άλλη ο Χριστός τον έβαλλε να τον προδώσει; Ο Ιούδας συνειδητά εισήλθε στον κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Είχε μάλιστα τις προϋποθέσεις να γίνει απόστολος, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές. Όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Χριστός όταν εξέλεγε τον Ιούδα γνώριζε ότι θα τον προδώσει. Δεν τον εξέλεξε όμως για να τον προδώσει. Στα απόκρυφα ευαγγέλια σκιαγραφείτε ως διεστραμμένος και κακός από τη φύση του. Στα κανονικά όμως ευαγγέλια δεν θεωρείται από την αρχή κακός από την αρχή, διότι η ευθύνη θα βάραινε τότε τον Δημιουργό του. Ο Τριαδικός όμως Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’εικόνα» και «καθ’ ομοίωση». Με το να υποστηρίζουμε πως ο Ιούδας ήταν από τη φύση του κακός, αφ’ ενός μεν καταργούμε το αυτεξούσιο του ανθρώπου, αφ’ ετέρου δε αρνούμαστε το «κατ’ εικόνα» που οδηγεί στο «καθ’ ομοίωση». Κι επειδή όλα αυτά διαπλέκονται στο σωτηριολογικό σχέδιο του Θεού, είναι εν τέλει σαν να αρνούμαστε εκ των προτέρων τη σωτηρία του Ιούδα και κατ’ επέκταση του κάθε ανθρώπου. Άρα με το σκεπτικό αυτό αλλοιώνεται και η σωτηριολογία της εκκλησίας.
Γιατί όμως να προδώσει ο Ιούδας; Ποια ήταν τα κίνητρα του; Ίσως να μην ήταν μόνο οικονομικά. Εξ’ άλλου ο ίδιος επέστρεψε τα χρήματα στους θρησκευτικούς ηγέτες. Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή που τον παρουσιάζει να κινείται από πολιτικά και εθνικά κίνητρα. Ίσως να ήταν ο υπέρμετρος εθνικισμός του που τον ενέτασσε στην ομάδα των ζηλωτών, των Σικαρίων όπως προαναφέρθηκε. Πίστεψε ναι μεν στη μεσσιανικότητα του Χριστού, αλλά απογοητεύτηκε γιατί περίμενε από τον ίδιο να καταλύσει το ρωμαϊκό ζυγό. Βλέποντας τον να μην πράττει κάτι ανάλογο προς αυτή την κατεύθυνση, θέλησε να τον εκθέσει στον έσχατο κίνδυνο. Ο Ιούδας που η υμνολογία της Μ. Εβδομάδας τον προβάλλει να φορά προσωπείο στη σχέση του με το Χριστό, μεταμεληθείς αυτοκτόνησε. Δεν μετανόησε κάτι που σημαίνει ριζική ανατροπή του σκέπτεσθαι και του πράττειν κατ’ επέκταση, κάτι που σηματοδοτεί την οντολογική ανανέωση του νου, αλλά «μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια».
Ίσως να ξεδιάλυνε το «ομιχλώδες» τοπίο γύρω από αυτό το τόσο «ακανθώδες» ζήτημα που απασχόλησε για «πρώτη» φορά την εκκλησία. Το τέλος το αφήνουμε στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που μας λέει «ας μη βρεθεί ανάμεσα σας κανένας Ιούδας ως προς τη συμπεριφορά. Όλοι πλησιάστε την Τράπεζα με γαλήνη και ειρήνη. Όλοι ας τρέξουμε κοντά στον Σωτήρα με καθαρή συνείδηση. Διότι Αυτός είναι η νηστεία των πιστών και το συμπόσιο. Αυτός είναι ο χορηγός της τροφής και η ίδια η τροφή. Αυτός είναι ο Ποιμένας και το πρόβατο. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν» .
Ηρακλής Αθ. Φίλιος