Τι «βλέπει» η κυβέρνηση στις δημοσκοπήσεις

Ένα νέο κύμα δημοσκοπήσεων που δημοσιεύεται αυτή την περίοδο έρχεται να επικαιροποιήσει κατά μία έννοια την κυβερνητική στρατηγική. Με «εργαλείο» τα ευρήματα, όχι μόνο ως προς την τάση των ποσοστών, αλλά, κυρίως, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, που προκύπτουν, το κυβερνητικό επιτελείο «διαβάζει» τον αντίκτυπο των επιλογών του στο εκλογικό σώμα.

Στο Μέγαρο Μαξίμου «στέκονται» σε τέσσερα σημεία: Την ανακοπή της απομείωσης των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας, που πλέον φαίνεται να ακολουθούν ανοδική τάση, παράλληλα με τη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τη χαμηλή συσπείρωση και το μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων, γεγονός που δείχνει τα περιθώρια ανάκαμψης που υπάρχουν, τη γενική αντίληψη της κοινής γνώμης για την πορεία της χώρας, αλλά και την καθιέρωση του ΠΑΣΟΚ ως τη βασική αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στην κυβέρνηση.

Η δημοσκόπηση της Alco έδωσε στη Νέα Δημοκρατία ένα προβάδισμα 9,7 ποσοστιαίων μονάδων και της Interview 11,9. Και στις δύο δημοσκοπήσεις, το ποσοστό της στην πρόθεση ψήφου κυμαίνεται στο 25%. Και στις δύο δημοσκοπήσεις, το ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνεται στη δεύτερη θέση, γεγονός, που πλέον γίνεται αντιληπτό και στον τρόπο, που ο πρωθυπουργός αντιμετωπίζει τον Νίκο Ανδρουλάκη και η κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, με την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ να τον διατηρεί αξιωματική αντιπολίτευση μόνο εντός κοινοβουλίου. Επίσης, στα ευρήματα, που «κρατούν» στην κυβέρνηση τα αυξημένα ποσοστά Ελληνικής Λύσης και Φωνής Λογικής, κόμματα, που μαζί με τη Νίκη συγκροτούν ένα ευρύτατο ποσοστό της τάξεως του 17-18%, στα «δεξιά» της Νέας Δημοκρατίας.

Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι οι διαρροές προς αυτή την κατεύθυνση ουσιαστικά έχουν καταγραφεί, επομένως τα ποσοστά των αναποφάσιστων, που παραμένουν υψηλά – στο 15,3% οι αναποφάσιστοι σύμφωνα με την Alco, στο 19,5% σύμφωνα με την Interview – αποτελούν μία «δεξαμενή» του εκλογικού σώματος, που κινείται στον μεσαίο και κεντρώο χώρο, τηρώντας έως σήμερα στάση αναμονής απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις, ζητώντας αποτελέσματα έργου και σχέδιο για το μέλλον.

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία, που δείχνουν τη συσπείρωση στο 61%, με ένα 18% των ψηφοφόρων της να δηλώνουν αναποφάσιστοι κι ένα 6% να δηλώνει ότι θα απέχει, ένα 5% να πηγαίνει στη Φωνή Λογικής και ένα 4% στην Ελληνική Λύση. Το ενδιαφέρον είναι ότι μόνο ένα 4% των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας οδηγείται αυτή την ώρα στο ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με την Alco.

Το «δυνατό χαρτί» για την κυβέρνηση παραμένει ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κυρίως κατά τη σύγκρισή του με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, με ποσοστό 27% έναντι μόλις 10% του Νίκου Ανδρουλάκη κατά την Alco, 38% για τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναντι 15% για τον Νίκο Ανδρουλάκη, σύμφωνα με την Interview. Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζεται και στις εναλλακτικές κυβερνητικές προτάσεις για τους πολίτες, καθώς το 21% των ερωτηθέντων απαντά ότι το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική προοπτική διακυβέρνησης, ωστόσο το 49% απαντά κανένας.

Οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο, αναδεικνύουν ότι ακόμη υπάρχει έλλειμμα στον αντίκτυπο των πολιτικών, που εξαγγέλλονται και αρχίζουν να υλοποιούνται, στην κοινή γνώμη. Ένα μεγάλο μέρος των ερωτηθέντων εξακολουθούν να δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από την κυβέρνηση, θέματα, όπως η υγεία και η ακρίβεια, παραμένουν στην κορυφή. Αυτό το μήνυμα «κρατούν» στο κυβερνητικό επιτελείο, θεωρώντας ότι επιβεβαιώνεται η εκτίμησή τους ότι χρειάζονται περισσότερα και γρηγορότερα αποτελέσματα, ώστε να αλλάξει και η άποψη της κοινής γνώμης για το παραγόμενο κυβερνητικό έργο.

Στην ανάλυση, που γίνεται στο Μέγαρο Μαξίμου, αυτά τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι τα επόμενα τρία χρόνια, έως τις εθνικές κάλπες – με δεδομένο ότι η κυβέρνηση διαψεύδει κάθε σενάριο πρόωρων εκλογών – είναι χρόνος αρκετός, ώστε να καλυφθεί το «χαμένο έδαφος» και η κυβέρνηση να φανεί στο τέλος της ημέρας ότι έχει εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της. Το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας και του κυβερνητικού σχεδίου, άλλωστε, επέστρεψε και δια στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη, όταν μίλησε για την οικονομία και την ανάγκη των «κυβερνητικών τετραετών κύκλων», που μπορούν να εγγυηθούν τη θετική πορεία, που ήδη καταγράφεται.

liberal.gr