“Τα καταστατικά είναι για να καταπατούνται”, είπε με έμφαση, απότομα, έντονα και επιτακτικά ο σύντροφος κομμουνιστής, στην μαιευτική μου ερώτηση “καλά, εσύ συμφωνείς να γίνονται πράγματα ενάντια στο καταστατικό; Να καταπατείτε κατά το δοκούν το καταστατικό;”
Αμέσως μετά έσκυψε το κορμί του προς τον έτερον συνομιλητή και με την ίδια έμφαση και βαρύτητα: “Ξέρεις, εγώ είμαι κομμουνιστής”, είπε.
Πρόσεξα, ότι κάθε φορά που το έλεγε έγερνε το κορμί του, από τη μέση και πάνω, κάπως μονοκόμματα, προς αυτόν στον οποίο απηύθυνε την βαρυσήμαντη δήλωσή του, που θάλεγες πως αυτήν η ιδιότητά του, το ότι ήταν δηλαδή κομμουνιστής αποτελούσε ένα είδος προέκτασης της ίδιας της ύπαρξής του, του σώματός του. Σε τέτοιο βαθμό το είχε σωματοποιήσει. Η πίστη αυτή είχε γίνει μέρος των κυττάρων του.
Το ίδιο εμφατικά τόνιζε και το άλλο σημαντικό δείγμα του χαρακτήρα του και των πρακτικών του: “Στο σύλλογό μου εγώ κάνω κουμάντο!..”
Αυτά τα δύο τελευταία, το “είμαι κομμουνιστής” και το “εγώ κάνω κουμάντο στον σύλλογό μου” τόσο συχνά τα έλεγε, τόσο συνδεδεμένα ήτανε με την εικόνα που ήθελε να περάσει που δεν είχες, δε μπορούσες και να ήθελες να μην τα πιστέψεις.
Ήταν κάτι σαν έμμεση, υπόγεια υποβολή άποψης, σαν λεκτικός αόρατος ιστός που σε έδενε στο άρμα της πίστης του αυτής και έπρεπε με τον ίδιο σεβασμό και δέος που τα πρόβαλε να τα δεχτείς κι εσύ.
Η πίστη εμπεριέχει, συνήθως, το απολυτότητο μιας πεποίθησης, όποια και αν είναι αυτή και είναι αξιοθαύμαστη και εμψυχωτική. “Η πίστη κάνει θαύματα” όπως λένε. «Αμήν γάρ λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν ως κόκκον συνάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν». Η φράση αυτή του Ιησού είναι ενδεικτική του πόση σημασία δίνουν οι θρησκείες στην πίστη για να επιτευχθεί η υπέρβαση και να επιτελεσθεί το θαύμα.
Στις μέρες μας πολλοί νευροεπιστήμονες έχουν πειραματισθεί και έχουν αποδείξει με πειράματα τον συσχετισμό της πίστης με συγκεκριμένο σημείο το εγκεφάλου και ιδιαίτερες αντιδράσεις στον πόνο ή ακόμη και στην ίαση. Έτσι, εξηγείτε και το “η πίστη σου σε έσωσε”. Μάλιστα οι επιστήμονες δεν συνδέουν απαραίτητα τα θαυματουργά αποτελέσματα της πίστης με ανάλογο θρησκευτικό συναίσθημα. Ισχυρίζονται ότι η διαδικασία της πίστης είναι αυτή που ενεργοποιεί τα θαυματουργά αποτελέσματα και αυτή η πίστη μπορεί να είναι ακόμη και πίστη στις δικές μας δυνατότητες, στον εαυτό μας. Πίστη νάναι και ότι νάναι, δηλαδή…
Ίσως γιαυτό κι εγώ αλλά και πολλοί άλλοι από ότι έχω παρατηρήσει, σέβομαι τον πιστό, ανεξάρτητα της πίστης του, αυθόρμητα και ενδόμυχα. Ασυνείδητα και άκριτα, σχεδόν, όποιος πιστεύει σε κάτι κερδίζει τον θαυμασμό μου και την σιωπηλή αποδοχή μου. Γιατί αυτός που πιστεύει μπορεί, πραγματικά, να κάνει θαύματα.
Που ξεκινάει το πρόβλημα με την πίστη κατά την ταπεινή μου άποψή; Στην συμβατότητα, συμφωνία της προσωπικής πίστης, ή αλλιώς πεποίθησης ή σύστημα προσωπικών πεποιθήσεων και σε αυτό που πρεσβεύει το αντικείμενο της πίστης μας ιδεολογικά, θρησκευτικά ή άλλως, όταν δεν είναι πίστη στον εαυτό μας, εννοείται.
Δηλαδή, μπορεί να δηλώνεις Χριστιανός, είσαι όμως; Μπορεί να δηλώνεις βουδιστής, είσαι όμως; Μπορεί να δηλώνεις κομμουνιστής, είσαι όμως; Μπορεί να δηλώνεις σοσιαλδημοκράτης, φιλελεύθερος, ανθρωπιστής ή οτιδήποτε άλλο. Είσαι όμως;
Τι είναι αυτό που καταφάσκει, επιβεβαιώνει την πίστη σου σε κάτι; Η επιβεβαίωση ασφαλώς. Μπορείς να δηλώνεις ότι θέλεις αλλά εάν οι πράξεις σου δεν το επιβεβαιώνουν τότε δεν είσαι. Τόσο απλό. Τόσο απλά.
Ο Χριστός είπε: «Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι και ο έχων τροφάς ομοίως». Εάν, τώρα, εσύ, ο οποιοσδήποτε εσύ, φροντίζεις τους δύο χιτώνες να τους κάνεις πέντε, δέκα, είκοσι και αδιαφορείς για τον πλησίον, δεν είσαι χριστιανός. Εάν έχεις ένα σπίτι και για το μόνο που φροντίζεις είναι να αυξήσεις την προσωπική σου περιουσία και το ένα να το κάνεις δύο, πέντε, δέκα, είκοσι, εξήντα, ογδόντα κ.λπ. τότε δεν είσαι χριστιανός. Κατά την ταπεινή μου άποψη αλλά νομίζω και κατά τεκμήριο. Μπορεί να είσαι φιλελεύθερος καπιταλιστής αλλά δε μπορείς να είσαι και τα δύο. Σε κάποια από τα δύο είσαι απλά υποκριτής.
“Ξέρεις, το καταστατικό είναι για τους συλλόγους ότι το σύνταγμα μιας χώρας για τους πολίτες της”, αντέτεινα, μάλλον, δειλά, προσπαθώντας να ξεπεράσω, αυτή τη φορά, το εσωτερικό προσωπικό μου δέος και σε μια προσπάθεια μέσα από τον συσχετισμό να αφυπνίσω κάποια δημοκρατικά αντανακλαστικά στον σύντροφο κομμουνιστή.
“Τα καταστατικά είναι για να καταπατούνται” ξαναείπε πιο απότομα από πριν και σαν να διέκρινα αυτή την φορά στην φωνή του και ιδιαίτερα στο βλέμμα που με κάρφωσε μια βδελυγμία, μιαν ενόχληση, απόρριψη, απέχθεια και μίσος για το άτομό μου.
Στη συνέχεια έστρεψε την προσοχή του ξανά στον έτερον συνομιλητή και η συζήτηση πήρε άλλη τροπή καθώς η ομήγυρη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δεν ήθελε να διαφανεί καμία αντίδραση στην πασιφανή καταπάτηση του καταστατικού του συλλόγου πόσο που αυτή η αντίδραση βόλευε τα προσωπικά τους σχέδια και προσωπικές σκοπιμότητες και ήταν εμπλεκόμενοι στις διαδικασίες καταπάτησης.
Η αλήθεια είναι ότι αναλογίζομαι πολύ τελευταία πάνω στη συλλογική ευθύνη. Εκείνο το “μαζί τα φάγαμε” του Πάγκαλου θα πρέπει να είσαι ηλίθιος, στην κατάσταση που έχει περιέλθει η χώρα, για να μην στοιχειώνει την προσωπική και συλλογική ζωή σου.
Που αρχίζει και που τελειώνει η προσωπική μας ευθύνη; Μήπως εκεί που ξεκινάει του άλλου; Και γιατί αυτό δεν είναι σαφές; Πόσο εμπλεκόμενοι είμαστε ή γινόμαστε και γιατί;
Στον βουδισμό υπάρχει μια αρχή, η λεγόμενη “αρχή της κενότητας”. Δεν εννοούνε, βεβαίως, ότι όλα είναι κενά περιεχομένου, όπως θα νόμιζε κάποιος που έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με την συγκεκριμένη γνώση. Εκείνο, που καταδεικνύει η αρχή αυτή είναι η αλληλοσυσχέτιση και αλληλοεπίδραση όλων των εμπλεκόμενων στοιχείων, στην περίπτωση ενός αντικειμένου, για παράδειγμα, ή ατόμων, στην περίπτωση μιας ανθρώπινης κατάστασης. Σε τέτοιο βαθμό που εάν αφαιρέσεις τα εμπλεκόμενα ή πρωτογενή στοιχεία, στο αντικειμένου ή στα άτομα-πρόσωπα, τους ανθρώπους, δηλαδή, που διαμορφώνουν μια κατάσταση, αυτό ή αυτή να μην υφίσταται, πλέον. ΄Η να διαφοροποιείται, φυσικά, ανάλογα με τα πρωτογενή στοιχεία ή την θέση και στάση των ατόμων.
Αυτό είναι απλή φυσική και χημεία, στην περίπτωση των αντικειμένων και απλή κοινωνιολογική γνώση, στην περίπτωση των ανθρωπίνων καταστάσεων, στα καθ΄ ημάς. Στο δυτικό σύστημα γνώσης, δηλαδή.
Άρα, η σύνθεση των πρωτογενών στοιχείων ή υλικών, είτε αυτά είναι σωματίδια ύλης είτε πρόσωπα, απαρτίζει και αναδεικνύει ουσιαστικά το αντικείμενο ή την ανθρώπινη κατάσταση, την μοναδικότητα της ύπαρξης του και τα εγγενή ή άλλα χαρακτηριστικά του. Χωρίς αυτά, όχι, δεν υπάρχει τίποτα. Ή υπάρχει κάτι άλλο, όπως είπαμε και παραπάνω.
Κοντολογίς και στο προκείμενο, στη συλλογική δράση και στα πεπραγμένα ενός συλλόγου, ευθύνη έχουν όλα τα μέλη του συλλόγου αλλά ιδιαίτερη και μάλιστα αυξημένη ευθύνη έχουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και το προεδρείο (πρόεδρος, γενικός γραμματέας, ταμίας). Τα χαρακτηριστικά του καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν τόσο τα πεπραγμένα όσο και την συνολική εικόνα που βγαίνει προς τα έξω και χαρακτηρίζει τον φορέα αλλά και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα.
Πόσο ανάλογη και μεγαλύτερη είναι η προσωπική και νομική ευθύνη; Όσο ανάλογη είναι και στην περίπτωση ενός εγκλήματος π.χ. της αφαίρεσης μιας ζωής. Δηλαδή, αυτός που βλέπει το έγκλημα από το παράθυρο του σπιτιού του και δεν προλαβαίνει να αντιδράσει, με αυτόν που είναι δίπλα και θα μπορούσε να αφαιρέσει το όπλο από τον δολοφόνο ή να τον εμποδίσει, με αυτόν που είναι ηθικός αυτουργός ή ο ίδιος ο δολοφόνος, απέχουν παρασάγγες.
Από την ενασχόλησή μου με τα συλλογικά και όχι μόνο με τα θεσσαλικά, έχω διαπιστώσει ότι τα καταστατικά, γενικά, δεν τηρούνται. Και υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό και αντίστοιχες καταστρατηγήσεις. Από την απλή άγνοια, λόγω μορφωτικού επιπέδου και αυτό είναι το λιγότερο έως την προσωπική σκοπιμότητα και αυτό είναι το χειρότερο.
Διαφέρει πολύ το να μην συνεδριάζει το διοικητικό συμβούλιο ενός συλλόγου μια φορά το μήνα, όπως προβλέπεται από το καταστατικό του, γιατί μπορεί να μην υπάρχουν θέματα προς συζήτηση από το να μη γίνονται οι ετήσιες τακτικές γενικές συνελεύσεις γιατί θα έρθουν τα μέλη και θα φωνάζουν. Γιατί και αυτό το άκουσα.
“Τι Γενική Συνέλευση να κάνουμε, ρε συ Θεοδώρα”, μου είπε κάποια στιγμή ένας πρόεδρος ενός συλλογικού φορέα στον οποίο συμμετείχα, “για να έρθουν όλοι αυτοί και να φωνάζουν;”
Με το πρόσχημα αυτό και με πολλά άλλα αλλά και αδιαφανείς διαδικασίες μπορεί να μην κάνεις ποτέ γενική συνέλευση ενώ μπορεί να είσαι πρόεδρος και δέκα χρόνια σε έναν φορέα! Τόσο απλά γίνονται τα πράγματα; Τόσο απλά και τόσο απλό είναι για όσους παρεπιδημούν στην… συλλογική Ιερουσαλήμ!..
Τα μέλη, εκ του καταστατικού, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση, θα έλεγα, να φωνάζουν, δηλαδή να λένε τις απόψεις τους. Και οι γενικές συνελεύσεις γιαυτό προβλέπονται από το καταστατικό για να εκφράζεται η βούληση των απλών μελών και να εισακούγεται η γνώμη τους από το διοικητικό συμβούλιο. Γιατί τα διοικητικά συμβούλια, αντίστοιχα, έχουν καταστατική υποχρέωση να ακούνε τις απόψεις των μελών τους. Και όταν φωνασκούν δεν είναι γιατί δεν μπορούν να μιλήσουν ήρεμα και να εκφράσουν κόσμια τις απόψεις τους αλλά μάλλον γιατί δεν εισακούονται διαφορετικά. Στην περίπτωση μη σύγκλισης των γενικών συνελεύσεων έχει, επομένως, αποχρώντες λόγους, το διοικητικό συμβούλιο που δεν τις συγκαλεί και όχι το μέλος που φωνασκεί.
Η συγκάλυψη, η αποσιώπηση, η συμμετοχή και η συνενοχή, τελικά, σε τέτοιου αλλά και άλλου είδους πρακτικές μπορεί να οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα για την συνέχιση της εύρυθμης αλλά και της ίδιας της λειτουργίας ενός συλλογικού φορέα.
Δυστυχώς, οι περισσότεροι σύλλογοι καταλήγουν να είναι προσωποπαγείς με την ίδιο τρόπο που καταλήγουν να είναι τα κόμματα. Και στους συλλόγους, όπως και στα κόμματα διαμορφώνεται μια μικρή ομάδα εξουσίας γύρω από τον πρόεδρο η οποία ελέγχει και συντονίζει την όποια λειτουργία του φορέα. Τα χαρακτηριστικά τόσο του προέδρου όσο και της ομάδας εξουσίας καθορίζουν βεβαίως την λειτουργία και το αποτέλεσμα.
Εάν ο πρόεδρος σέβεται τους θεσμούς, δηλαδή, το καταστατικό, τους συνεργάτες, είναι συλλογικός στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, επιτρέπει να αναπτυχθούν οι δεξιότητες, τα προσωπικά ταλέντα και αξιοποιεί τις επαγγελματικές ικανότητες των συνεργατών (δημοκρατικό μοντέλο διοίκησης) τότε ο φορέας θα ανθίσει και θα μεγιστοποιηθούν τα θετικά αποτελέσματα.
Εάν ο πρόεδρος – ηγέτης είναι αυταρχικός, εγωμανής, ανταγωνιστικός, δεν επιτρέπει την ανάδειξη των δεξιοτήτων και ικανοτήτων των συνεργατών, αξιοποιεί προς ίδιαν επιβεβαίωση και ίδιον όφελος τη λειτουργία του φορέα και τις ιδέες και δράσεις των υπολοίπων (αυταρχικό μοντέλο διοίκησης) εκεί μπορεί να υπάρξουν αποτελέσματα, δηλαδή έργο, ανάλογα και της ικανότητας του προέδρου αλλά σε ένα βάθος χρόνου θα οδηγήσουν τον φορέα σε πολλαπλά προβλήματα.
Σε τέτοια μοντέλα διοίκησης θα είναι συνήθεις οι καταστατικές παρεκκλίσεις και καταστρατηγήσεις, η οσφυοκαμψία, η ρουφινιά, η σπιουνιά, τα καρφώματα, η ανάπτυξη παράτυπων ομάδων, οι προσωπικές σκοπιμότητες.
Από την μακρόχρονη εμπειρία μου σε απλές αλλά και διοικητικές θέσεις συλλογικών φορέων γνωρίζω ότι όπως και στα κόμματα, παρεπιδημούν όλων των ειδών τα “φρούτα”.
Καταρχήν όλοι όσοι ασχολούνται με τα συλλογικά δεν είναι απαραίτητα ανιδιοτελείς. Εάν έλεγα το αντίθετο θα ήμουν πιο πολύ “μέσα στα πράγματα”, παρόλο που με θλίβει και με έχει προβληματίσεις πλειστάκις. Είναι πολλοί εκείνοι που χρησιμοποιούν την συλλογική δράση όπως και την κομματική για να ανέλθουν επαγγελματικά, πολιτικά, για να κάνουν βοηθητικές γνωριμίες, για να τακτοποιήσουν τον εαυτό τους ή τα παιδιά τους σε καλές δουλειές, για να ρυθμίσουν εκείνη την εκκρεμότητα με εκείνο το ρημάδι το αυθαίρετο, για να ανεβαίνει το εγώ τους στο περίγυρό τους, για να βρίσκουν γκόμενες…
Και, πάντως, για τα ανωτέρω, “κόπτονται” το ίδιο χριστιανοί, βουδιστές, μουσουλμάνοι, κομμουνιστές, χριστιανοδημοκράτες, σοσιαλδημοκράτες κ.ο.κ.
Μη εξαιρουμένου του ανωτέρω αναφερόμενου κομμουνιστή συντρόφου.
Υπάρχουν δύο αρετές, που εκτιμώ πολύ τελευταία. Είναι η επίγνωση και η εγρήγορση.
Επίγνωση σημαίνει να έχεις γνώση επί ενός συγκεκριμένου πράγματος ή μιας κατάστασης, να έχεις συναίσθηση της πραγματικότητας που εκπροσωπείς ως άτομο από χαρακτηρολογικής πλευράς, συμπεριφορών και πρακτικών αλλά και της γύρω σου πραγματικότητας, του περιβάλλοντος χωρόχρονου.
Η εγρήγορση από την άλλη έχει την έννοια ότι είσαι “ξύπνιος”, σε επαγρύπνηση, σε ετοιμότητα, ότι παρατηρείς και δίνεις την πρέπουσα προσοχή και σημασία σε κάτι, αλλά παράλληλα είσαι προσεκτικός και προστατευτικός απέναντι σε αυτό. Στην πιο έντονη σημασία του θα λέγαμε ότι είσαι σε κατάσταση κινδύνου, on the alert. Είσαι εύστροφος, κοφτερός και “παίρνεις στροφές” όπως θα το λέγαμε στην καθομιλουμένη.
Νομίζω ότι εάν είχαμε αυτές τις δύο αρετές, ως λαός, ως άνθρωποι, ως συλλογικά υποκείμενα ενός οποιουδήποτε χι φορέα πολλά αρνητικά πράγματα θα είχαμε αποφύγει.
Για να επανέλθω σε αυτό από το οποίο ξεκίνησα, τα καταστατικά των συλλόγων είναι νόμος του κράτους, υπάγονται στο αστικό δίκαιο, για να εγκριθεί η λειτουργία ενός συλλόγου το καταστατικό του κατατίθεται και εγκρίνεται από τα δικαστήρια (πρωτοδικεία) και η λειτουργία της συλλογικής δράσης προβλέπεται και προστατεύεται από το σύνταγμα της χώρας. Οι νόμοι του κράτους διασφαλίζουν την συμμετοχή και τις δημοκρατικές διαδικασίες. Όσοι το καταστρατηγούν προς ίδιον επιθυμητόν αποτέλεσμα και ανάλογα του μεγέθους των καταστρατηγήσεων είναι υπόλογοι νομικά και ηθικά.
Και, ναι, σύντροφε κομμουνιστά, τα καταστατικά είναι για να τηρούνται. Γιατί εάν κάποιοι άλλοι καταστρατηγήσουν το σύνταγμα, θα τους χαρακτηρίσεις ως δικτάτορες, φασίστες, πραξικοπηματίες και θα βγεις στον δρόμο. Πιθανόν και να φυλακιστείς και να εξοριστείς, σε αντίστοιχη περίπτωση. Αν και είσαι μάλλον από τους πονηρούς και θα το αποφύγεις. Όμως το δικό σου πραξικόπημα δεν μπορείς προφανώς να το δεις. Αυτό είναι, δυστυχώς, το δικό σου δημοκρατικό έλλειμμα. Και η δική σου ευθύνη ξεκινάει εκεί που σταματάει η δική μου.