Συνήθως τα ταξίδια με κουράζουν. Με κάνουν να βαριέμαι, να μετράω λεπτά και να σκέφτομαι «πότε φτάνουμε;».
Από τότε δε που έγινε το τραγικό έγκλημα των Τεμπών επί Μητσοτάκη, τρένο δεν ξανάδα από μέσα. Κι ούτε να θέλω δηλαδή: οι πολιτικοί του τόπου μας άφησαν τον σιδηρόδρομο στα αζήτητα. Οπότε, τι μας μένει; Το λεωφορείο. Ένα κουτί με ρόδες και 40 ψυχές που για 4+ ώρες γίνονται μικρογραφία κοινωνίας. Εκεί, κάθε φορά σκέφτομαι: «Ποιον θα μου στείλει η μοίρα για συνταξιδιώτη;»
Ξύπνησα χαράματα, με την τσίμπλα στο μάτι – όπως έλεγε και η αείμνηστη μανούλα μου – και βολεύτηκα μπροστά. Στο πίσω κάθισμα μια καλοβαλμένη κυρία πάλευε να
σηκώσει το μπράτσο του καθίσματος. Έκανα κι εγώ τον έξυπνο, μα το μυστικό ήξερε τελικά μόνο ο οδηγός. Και πριν καλά-καλά ξεκινήσουμε, μου λέει η κυρία:
– «Σας πειράζει να κάτσω δίπλα σας;»
– «Μετά χαράς!» της απαντώ.
Και… ωπ! Να ‘σου μπροστά μου η κυρία Σούλα Μερεντίτη. Η γνωστή, αγαπητή, και
κυρίως αληθινή.
Η κουβέντα μας ξεκίνησε με αναμνήσεις – «γνώριζα την κόρη σας, τη Βασίλκα, από το γυμναστήριο» – και κύλησε σε θέματα καρδιάς: το περιβάλλον, την πόλη μας που χάνεται στο τσιμέντο, την πλατεία που αντί για ανάσα έγινε μπετονένιο καπάκι.
Συμφωνήσαμε: ακαλαίσθητη, δυσλειτουργική, εχθρική στη φύση.
Μετά μιλήσαμε για μουσική. Για τον Δημήτρη Μητροπάνο, τον εξαιρετικό λαϊκό τραγουδιστή που αγαπάμε όλοι οι Τρικαλινοί. Τότε συνειδητοποίησα: έχουμε προτομές για δεσποτάδες, μα όχι για τους καλλιτέχνες μας. Ούτε για τον Τσιτσάνη, ούτε για τον Καλδάρα, ούτε για τον Βίρβο, ούτε για τον Μητροπάνο, ούτε καν για τον Δημήτρη Καβράκο – τον βαθύφωνο που έχει τραγουδήσει στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου. Λες κι η πόλη μας ξεχνά αυτούς που της χάρισαν φωνή και ψυχή.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το τετράωρο ταξίδι, είδα κάτι σπάνιο: η κυρία Σούλα, παλιά βουλευτής, κουβαλούσε πάνω της ακόμη μια αίγλη εκείνων των «παλιών ΠΑΣΟΚικών χρόνων», με όλη την αστερόσκονη του Αντρέα. Όχι του υιού Γιωργάκη – εκεί το μήλο έπεσε μακριά απ’ τη μηλιά… Αλλά μιλούσαμε σαν δύο άνθρωποι, απλοί, χωρίς κομματικές παρωπίδες.
Κι έτσι, ένα ταξίδι που ξεκίνησε μουντό, κατέληξε να μου αφήσει μια γλυκιά γεύση.
Γιατί το πραγματικό «λαχείο» δεν είναι αν θα μείνεις μόνος για να κοιμηθείς στο κάθισμα κατά τη διαδρομή ή αν το λεωφορείο ο οδηγός το "πατάει" και λίγο για να πάει γρήγορα στο προορισμό! Είναι αν θα βρεθεί δίπλα σου ένας άνθρωπος να μοιραστείς λέξεις, σκέψεις, καλοσύνη.
Στο τέλος, στα Κάτω Πατήσια, αποχαιρετηθήκαμε. Κι έμεινα με την αίσθηση πως το κόμμα που υπηρέτησε κάποτε η κυρία Μερεντίτη μπορεί να μην είναι το δικό μου λιμάνι, αλλά τουλάχιστον είχε μια ποιότητα: άφηνε χώρο στη σάτιρα, στην ελευθερία του λόγου, στο να μιλάς με τον άλλον
σαν άνθρωπος.
Κι αυτό είναι που μένει. Ένα λεωφορείο, μια κουβέντα, μια καλημέρα.
Εις το επανιδείν, κυρία Σούλα.
Με εκτίμηση,
Αντώνης Κούκεν