Η Νέα Δημοκρατία είναι αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο και ιστορικότερο κόμμα στην Ελλάδα. Είναι ταυτισμένη με όλες τις σημαντικές εξελίξεις από το 1974 και μετά – την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση, τη συμβολή στην εθνική συμφιλίωση, και την καθιέρωση του φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου που ακολουθεί η χώρα σήμερα. Η Ν.Δ. στηρίζει την κυβέρνηση που προέρχεται από τις τάξεις της.
Ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αναγνωρίζει τα θετικά που έχουν γίνει τα τελευταία έξι χρόνια. Η σημερινή κατάσταση της οικονομίας δεν έχει καμία σχέση με το 2019. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμη σοβαρά προβλήματα, κυρίως στην καθημερινότητα και στα οικονομικά των νοικοκυριών. Ο πληθωρισμός που έχει συσσωρευτεί δεν αφήνει περιθώρια άνετης διαβίωσης για πολλές οικογένειες και σε αυτόν τον τομέα χρειάζεται ακόμη δουλειά και χρόνος.
Η λύση είναι ξεκάθαρη: η αύξηση του εισοδήματος των πολιτών μπορεί να έρθει μόνο μέσα από τη συνεχή ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Η ευημερία του κάθε πολίτη εξαρτάται άμεσα από την πορεία της οικονομίας. Δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει κανείς αύξηση μισθών χωρίς ταυτόχρονη ανάπτυξη της παραγωγής και της οικονομίας συνολικά.
Οι Έλληνες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, αναγνωρίζουν τα βήματα προόδου και αυτό αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, όπου η Ν.Δ. βρίσκεται για δέκατη συνεχόμενη χρονιά στην πρώτη θέση με διαφορά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει πετύχει όλους τους στόχους της, ούτε ότι πρέπει να εφησυχάσει. Υπάρχουν παθογένειες που πρέπει να αντιμετωπιστούν και προβλήματα που απαιτούν πολιτική βούληση και χρόνο για να επιλυθούν.
Το 2019 η ανεργία ήταν στο 19%. Σήμερα είναι στο 7,8%, μια μείωση που χρειάστηκε έξι χρόνια. Όταν αναλάβαμε, σε πολλές οικογένειες δεν δούλευε κανείς ή μόνο ένα άτομο. Τώρα εργάζονται ένα ή και δύο μέλη. Ο βασικός μισθός έχει αυξηθεί από τα 630 ευρώ κοντά στα 900. Παράλληλα, μειώθηκαν οι άμεσοι φόροι για τους πιο ευάλωτους και δόθηκαν επιδοτήσεις και κουπόνια σε δύσκολες περιόδους – όπως στην ενεργειακή κρίση και στην ακρίβεια. Αυτές όμως ήταν προσωρινές λύσεις. Η σταθερή απάντηση είναι η μόνιμη αύξηση των μισθών, η δημιουργία καλά αμειβόμενων και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας, και η βελτίωση του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ.
Σε έξι χρόνια δεν μπορούν να λυθούν όλα τα προβλήματα και οι παθογένειες δεκαετιών. Θα ήταν υπερβολικό να το πιστέψει κανείς. Παρ’ όλα αυτά, οφείλουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για όσα δεν κάναμε αποτελεσματικά ή για όσα έγιναν λάθος. Αυτή είναι και η διαφορά αυτής της κυβέρνησης και αυτού του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τις προηγούμενες. Είναι ο πρώτος που ήρθε να αναλάβει την ευθύνη, ακόμα και για λάθη που δεν έγιναν απαραίτητα από τη δική του διακυβέρνηση.
Για παράδειγμα, τα προβλήματα στον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν εμφανίστηκαν το 2019, αλλά υπήρχαν από παλιότερα. Δεν προσπαθούμε να συμψηφίσουμε, όμως δεν έγιναν όσα έπρεπε ούτε από εμάς. Ο Μητσοτάκης είπε ξεκάθαρα ότι αναλαμβάνει την ευθύνη, αναγνωρίζει πως δεν ήταν αποτελεσματική η αντιμετώπιση και δεσμεύεται να διορθώσει τα λάθη, έχοντας μπροστά του δύο ακόμα χρόνια.
Σε άλλους τομείς, όπως η ΑΑΔΕ, τα τελωνεία και η ψηφιοποίηση, έχουν γίνει σημαντικές παρεμβάσεις. Η ψηφιοποίηση αποτρέπει τη φυσική επαφή πολίτη και κράτους, περιορίζοντας τη διαφθορά. Δεν έχει σημασία από ποιον πολιτικό χώρο προέρχεται κάποιος που παρανομεί. Το κρίσιμο είναι να δημιουργηθούν θεσμοί που δεν θα επιτρέπουν σε κανέναν να παρανομήσει, ακόμα κι αν το επιθυμεί.
Τελικά, το να αναγνωρίζεις ένα πρόβλημα είναι πράξη πολιτικής ευθύνης και απαραίτητη προϋπόθεση για να το διορθώσεις. Αυτό είναι κάτι που δεν έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, και σε αυτό διαφέρει η παρούσα.