Η συζήτηση δεν είναι καινούργια, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει φουντώσει: η χρήση κινητών τηλεφώνων, ισχυρίζονται πολλοί, ευθύνεται για την επιδείνωση της ψυχικής υγείας των παιδιών και των εφήβων. Εν πρώτοις, φαίνεται λογικό. Οι ειδικοί, όμως, όσο περνά ο καιρός και μελετούν καλύτερα το φαινόμενο, δεν είναι βέβαιοι ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά
Η Γαλλία έχει απαγορεύσει τη χρήση smartphones σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το 2018, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε τα παιδιά να συγκεντρωθούν, να μειώσουν τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και να καταπολεμήσουν τον διαδικτυακό εκφοβισμό. Η Ολλανδία ξεκίνησε μια παρόμοια απαγόρευση τον Ιανουάριο του 2024.
Η Ουγγαρία ακολούθησε το παράδειγμα, αργότερα το ίδιο έτος, όπως και η Ελλάδα. Οι νομοθέτες στη Βρετανία εξετάζουν παρόμοια μέτρα. Το βασικό ερώτημα που προκύπτει, έγραψε πρόσφατα ο Economist, είναι εάν η απαγόρευση των smartphones στα σχολεία προσφέρει, τελικά, τα αναμενόμενα οφέλη στην ψυχική υγεία των παιδιών. Το ότι υπάρχει πρόβλημα είναι ξεκάθαρο. Το 2021 ο αμερικανός αρχίατρος συνέταξε μια έκθεση που αποκάλυψε ότι τα επίμονα αισθήματα απελπισίας αυξήθηκαν κατά 40% στους αμερικανούς μαθητές γυμνασίου, μεταξύ 2009 και 2019.
Ο αριθμός των εφήβων που σκέφτονταν σοβαρά να αυτοκτονήσουν αυξήθηκε κατά 36%. Εκείνο που καθιστά αυτά τα ευρήματα ακόμη χειρότερα είναι ότι το 48% των προβλημάτων ψυχικής υγείας (όπως η κατάθλιψη και το άγχος) που εμφανίζονται κατά την εφηβεία θα ταλαιπωρούν τα άτομα για το υπόλοιπο της ζωής τους. Είναι δελεαστικό να συνδέσουμε αυτές τις τάσεις με την αυξημένη διαθεσιμότητα των κινητών τηλεφώνων, αλλά η δημιουργία μιας αιτιώδους σύνδεσης είναι δύσκολη, εξηγεί ο Economist. Μέρος του προβλήματος είναι ότι τα smartphones περιέχουν πλήθος υπηρεσιών.
Η χρήση ενός τηλεφώνου για να λύσει ο χρήστης σταυρόλεξα ή να διαβάσει τις ειδήσεις μπορεί να έχει σημαντικά διαφορετικά ψυχολογικά αποτελέσματα από την εντατική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά. Ο εγκέφαλος υφίσταται βαθιές αλλαγές κατά την εφηβεία, πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με τις επιπτώσεις της χρήσης των κινητών τηλεφώνων πρέπει να λαμβάνει υπόψη το αναπτυξιακό στάδιο των παιδιών που εξετάζονται, καθώς και τις ακριβείς συνήθειές τους όταν χρησιμοποιούν τα κινητά τους τηλέφωνα.
Καμία μελέτη, μέχρι στιγμής, δεν είναι τόσο συγκεκριμένη. Αυτές που έχουν πλησιάσει, ωστόσο, στην πηγή του προβλήματος, αποκαλύπτουν ότι η απεριόριστη πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω των κινητών τηλεφώνων κατά την εφηβεία, ειδικά στις κρίσιμες περιόδους που αλλάζει ο εγκέφαλος, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Μια μελέτη, με επικεφαλής την Εϊμι Ορμπεν, του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, ρώτησε 17.409 άτομα ηλικίας 10 έως 21 ετών πόσο ικανοποιημένα ήταν με τη ζωή τους και πόσο χρησιμοποιούσαν τα social media. Τα ευρήματα, που παρουσιάστηκαν το 2022 στο Nature Communications, δείχνουν ότι τα κορίτσια που αύξησαν τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κατά τη διάρκεια ενός έτους ήταν σημαντικά λιγότερο ικανοποιημένα από τη ζωή τους, εάν η αύξηση είχε γίνει στις ηλικίες μεταξύ 11 και 13 ετών. Τα αγόρια παρουσίασαν την ίδια τάση όταν σημειώθηκε αύξηση στις ηλικίες 14 και 15 ετών. Ο βαθμός στον οποίο αυτό θα αλλάξει με την απαγόρευση των τηλεφώνων στα σχολεία είναι ασαφής, συνεχίζει ο Economist.
Σε μια εργασία που δημοσιεύτηκε στο Lancet τον Φεβρουάριο, η Βικτόρια Γκουντγίαρ, του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, συνέκρινε την ψυχική ευημερία των μαθητών σε σχολεία που εφάρμοζαν περιοριστικές πολιτικές για τα κινητά με εκείνη των μαθητών σε σχολεία με πιο χαλαρές πολιτικές. Παρακολούθησε επίσης τον συνολικό χρόνο που περνούσαν οι μαθητές μπροστά στις οθόνες των κινητών τους. Τα αποτελέσματά της δείχνουν ότι, ενώ όσοι αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο σε smartphones είχαν γενικά μείωση της ψυχικής ευεξίας, δεν υπήρχε συνολικά καμία διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων.
Η ίδια και οι συνάδελφοί της υποστηρίζουν ότι απλώς δεν αρκεί η θέσπιση πολιτικών στα σχολεία. Οι ερευνητές προσπαθούν να δουν την ολοκληρωμένη εικόνα χωρίς να έχουν πλήρη δεδομένα. Σύμφωνα με την δρα Ορμπεν, οι εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης αρνούνται να δώσουν σε ανεξάρτητους ερευνητές πρόσβαση σε λεπτομερή δεδομένα σχετικά με τη συμπεριφορά των χρηστών τους.
Αυτό αναγκάζει τους ερευνητές να βασίζονται σε λιγότερο ακριβή δεδομένα, όπως ο συνολικός χρόνος που περνά κανείς μπροστά στην οθόνη του. Σημαίνει επίσης ότι τα παιδιά που παίζουν εκπαιδευτικά παιχνίδια αντιμετωπίζονται με ακριβώς τον ίδιο τρόπο όπως και τα παιδιά που περνούν τον χρόνο τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ολα αυτά δημιουργούν μια στρεβλή εικόνα.
Για να καταλάβουμε τις επιπτώσεις που έχει η χρήση κινητών στα παιδιά και τους εφήβους, πρέπει να γίνουν πολύ λεπτομερείς έρευνες και να έχουνε μια πλήρη εικόνα των επιπτώσεων που έχει η χρήση των smartphones.
Πηγή: Protagon.gr