Στήριξη των επενδύσεων και Περιφερειακή Ανάπτυξη

 

papatolias_2

Ολοένα και περισσότεροι ομονοούν σήμερα στη διαπίστωση ότι η αδυναμία στην προσέλκυση νέων επενδύσεων, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την αύξηση των ρυθμών  ανάπτυξης, είναι το αποτέλεσμα της απουσίας μιας συγκροτημένης δημόσιας πολιτικής για το επιχειρείν. Τα θέματα των επενδύσεων ρυθμίζονται  αποσπασματικά, χωρίς αντιμετωπίζονται συστηματικά τα προβλήματα της γραφειοκρατίας, της αδιαφάνειας και της ασυνέχειας των δημόσιων πολιτικών, τα οποία βρίσκονται στη «ρίζα του κακού».

Η κυβερνητική πρακτική, χρόνια τώρα, εξαντλείται απλώς στην αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων γραφειοκρατίας και διοικητικών βαρών κατά την έναρξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή στην εισαγωγή οικονομικών κινήτρων. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι προβλέψεις αυτές δεν καταφέρνουν να ενταχθούν σε μία ολοκληρωμένη πολιτική για το επιχειρείν, αλλά περιορίζονται στο να «διορθώνουν» παθολογίες,  που έχουν επισημανθεί κατά καιρούς και σημειακά από τους κοινωνικούς εταίρους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ελλείμματος, είναι η περίπτωση του αναπτυξιακού νόμου. Αντί να λειτουργεί ως εργαλείο παροχής οικονομικών κινήτρων, προκειμένου να διευκολυνθεί  η επιχειρηματική δραστηριότητα, σε τομείς  προτεραιότητας, υποκαθιστά πλήρως τη δημόσια παρέμβαση στον τομέα της επιχειρηματικότητας.

Σε αυτό το απολύτως ασταθές και ανασφαλές περιβάλλον για το επιχειρείν έρχεται να προστεθεί η κατάσταση «αποσύνθεσης» του βασικού διοικητικού ιστού, η θεσμική απαξίωση -ακόμη και στο επίπεδο των βασικών διοικητικών λειτουργιών- και η έλλειψη συντονισμού της δράσης των υπουργείων.

Η θεμελιώδης αυτή αδυναμία επιτείνεται από την υφιστάμενη κατάσταση πολυνομίας, που δημιουργεί ανασφάλειες στους πολίτες και προκαλεί την παράλυση των ελεγκτικών μηχανισμών. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός ασταθούς, ανασφαλούς και αδιαφανούς διοικητικού περιβάλλοντος, το οποίο επιδρά ιδιαίτερα αρνητικά στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις έχουν σημασία για να αντιληφθεί κανείς όχι μόνο πόσο δυσβάσταχτα είναι σήμερα τα διοικητικά βάρη για το επιχειρείν, αλλά και ποιό είναι το μέγεθος της αδυναμίας των συναρμοδίων υπουργείων να συντονίσουν τις ενέργειές τους μέσα σ’ αυτό το εκρηκτικό μείγμα πολυνομίας, εξουσιαστικής σχέσης και θεσμικής απαξίωσης.

Όπως και να ‘χει, σήμερα, με τις υφιστάμενες δυνατότητες και παθογένειες του διοικητικού μας συστήματος, δεν είναι δυνατόν ούτε να επιτευχθεί συντονισμός μεταξύ των υπουργείων για την εφαρμογή μιας ενιαίας πολιτικής για το επιχειρείν ούτε να υποστηριχθούν οι σοβαρές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα μας.

Με τα συνήθη νομικά και διοικητικά μέσα είναι εντελώς αδύνατον να επιταχύνει κανείς την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα και μάλιστα υπό τις παρούσες συνθήκες διαχείρισης της βαθιάς δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει. Είναι εξίσου προφανές ότι η έννοια του εθνικού ή δημοσίου συμφέροντος αποκτά στις μέρες μας νέο περιεχόμενο, που συνδέεται άρρηκτα με την επιτάχυνση της ανάπτυξης, ώστε και η χώρα να ανταπεξέλθει στις δανειακές της υποχρεώσεις και να μην διαρραγεί η κοινωνική συνοχή λόγω της βίαιης μείωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.

Κατά συνέπεια, τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν δεν μπορούν παρά να είναι εξαιρετικά και να ανταποκρίνονται στην εξυπηρέτηση των έκτακτων εθνικών αναγκών και στόχων. Πρέπει δε να αφορούν τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια πρωτοβουλία, με τελικό στόχο την παραγωγή νέου εθνικού και κοινωνικού πλούτου.

Η πρότασή μας: 6 βήματα για την απεμπλοκή των επενδυτικών πρωτοβουλιών

Η πρότασή μας συμπυκνώνεται σε 6 βήματα, αναγκαία μέτρα πολιτικής, για τη στήριξη των επενδύσεων  στην ελληνική Περιφέρεια και το ξεπέρασμα των κάθε λογής γραφειοκρατικών εμπλοκών, που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πυροδότηση της ανάπτυξης και την τόνωση της απασχόλησης σε μια περίοδο κρίσιμη για τη χώρα μας.

1ο βήμα: Καταγραφή επενδυτικού ενδιαφέροντος

Για να κατανοήσουμε το πρόβλημα της εμπλοκής της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, πρέπει πρώτα να καταγράψουμε, ανά περιφέρεια, τις επενδυτικές πρωτοβουλίες, μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους, ιδιωτικές ή δημόσιες, που σκάλωσαν στα γρανάζια γραφειοκρατικών ή άλλων εμποδίων. Η καταγραφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος πρέπει να περιλαμβάνει τόσο το ύψος της επένδυσης όσο και τις δημιουργούμενες νέες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, η τήρηση της αρχής της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης, επιβάλλει τη δημοσίευση ανοικτής πρόσκλησης για την εκδήλωση επενδυτικού ενδιαφέροντος σε κάθε περιφέρεια της χώρας. Η πρόσκληση αυτή πρέπει να θέτει συγκεκριμένους όρους στους επενδυτές, ώστε να διασφαλίζεται το απαιτούμενο μέγεθος επένδυσης καθώς και η συμμετοχή της στην αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης και των θέσεων εργασίας.

2ο βήμα: Ομαδοποίηση-προτεραιοποίηση επενδύσεων

Με βάση το εκδηλωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον του προηγούμενου σταδίου, πρέπει να ακολουθήσει η ομαδοποίηση όλων των επενδυτικών πρωτοβουλιών (ιδιωτικών ή δημοσίων) ανά παραγωγικό τομέα, καθώς και όλων των διοικητικών εμποδίων που συναντούν οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Έτσι, θα προκύψουν οι τομείς παρέμβασης, το απαιτούμενο μέσο (νομοθετικό, κανονιστικό ή διοικητικό) που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την άρση των εμποδίων και η προτεραιοποίηση των παρεμβάσεων με κριτήριο τη σημασία της κάθε επένδυσης για την επιτάχυνση των δεικτών ανάπτυξης.

3ο βήμα: Κατάρτιση Περιφερειακών Αναπτυξιακών Σχεδίων

Με βάση τα συμπεράσματα του δεύτερου σταδίου, θα προγραμματιστούν στη συνέχεια οι απλές διορθωτικές παρεμβάσεις για να διευκολυνθούν οι συγκεκριμένες επενδύσεις, ενώ θα προσδιοριστούν και οι επενδυτικές πρωτοβουλίες, που απαιτούν πολυσύνθετη παρέμβαση. Όλες οι επενδυτικές πρωτοβουλίες που είναι ώριμες προς υλοποίηση θα ενταχθούν σε ένα ενιαίο Περιφερειακό Αναπτυξιακό Σχέδιο, που θα κυρωθεί με νόμο στη Βουλή, ενσωματώνοντας τρεις συγκεκριμένους στόχους: α) ύψος επενδύσεων προς υλοποίηση (οικονομικό κατώτατο όριο) β) κατώτατο ποσοστό επιτάχυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της κάθε περιφέρειας γ) κατώτατο αριθμό νέων θέσεων εργασίας σε κάθε περιφέρεια.

Το κάθε Περιφερειακό Αναπτυξιακό Σχέδιο θα περιλαμβάνει το Γενικό και το Ειδικό Μέρος.

Το Γενικό Μέρος (κατ’ ελάχιστο) θα περιλαμβάνει:

  • Την καταγραφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος, της προόδου της υλοποίησης των επενδύσεων και των διοικητικών εμπλοκών που συναντούν.
  • Την πρόταση για διοικητική απεμπλοκή, μετά από καταγραφή των αιτίων της κακοδιοίκησης ή της έλλειψης διοικητικού συντονισμού.
  • Την καταγραφή της ανεργίας ανά οικονομικό τομέα, καθώς και τη συσχέτιση μεταξύ εμποδίων στις επενδύσεις, ρυθμού επιβράδυνσης της ανάπτυξης και αύξησης ποσοστών ανεργίας.

Το Ειδικό Μέρος θα περιλαμβάνει τις «Συμβάσεις» μεταξύ του ελληνικού δημοσίου και καθενός επενδυτή, στις οποίες θα ορίζεται «τρίτος» εγγυητής – διαιτητής, για την εξασφάλιση της τήρησης όλων των όρων και των υποχρεώσεων που θα αναλαμβάνονται και από τα δύο μέρη. Η υπογραφή της Σύμβασης, από τη στιγμή που το Περιφερειακό Αναπτυξιακό Σχέδιο κυρωθεί με νόμο, θα υποκαθιστά το σύνολο των διοικητικών αδειών  που απαιτούνται για τις επενδύσεις, οι οποίες θα θεωρούνται ότι έχουν χορηγηθεί αυτοδικαίως και κατ’ εξαίρεση από το ισχύον πλαίσιο.

Κάθε Σύμβαση θα περιλαμβάνει κατ΄ελάχιστο:

  • Πλήρη ανάλυση του επιχειρηματικού αντικειμένου σε σχέση με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της κάθε περιφέρειας.
  • Αναλυτική αναφορά στα οικονομικά στοιχεία της επένδυσης (ύψος επένδυσης, τα στοιχεία κοστολόγησης, πηγές άντλησης κεφαλαίων).
  • Αναλυτική αιτιολόγηση των  νέων θέσεων εργασίας, που θα δημιουργηθούν από τις επενδύσεις.
  • Αναλυτική αναφορά των παρεκκλίσεων και των νέων ειδικών ρυθμίσεων για την υλοποίηση της κάθε επένδυσης.
  • Εγγυήσεις για τη συνέχιση της εφαρμογής των ειδικών ρυθμίσεων.
  • Αναφορά στα κίνητρα ενίσχυσης της επιχείρησης λόγω εντοπιότητας του απασχολούμενου δυναμικού.

4ο βήμα: Διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ένωση

Επειδή με τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια εισάγεται δέσμη ειδικών ρυθμίσεων, μπορεί να θεωρηθεί ότι  δημιουργούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού σε σχέση με άλλες μελλοντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες,  παραβιάζοντας την κοινοτική νομοθεσία περί υγιούς ανταγωνισμού. Η βασική απάντηση απέναντι στην κριτική αυτή είναι ότι οι συνθήκες που βιώνει σήμερα η χώρα μας, είναι απολύτως έκτακτες και εξαιρετικές με αποτέλεσμα να επιβάλλεται μία ειδική ρύθμιση του επιχειρείν, για να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον. Σε μία χώρα που πλήττεται από αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλά ποσοστά ανεργίας και ιδιαίτερα αδιαφανείς διοικητικές διαδικασίες, μόνο ένα ισχυρό «σοκ» μπορεί να συμβάλλει στην εξυγίανση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Με αυτό το επιχείρημα, πρέπει στη συνέχεια να γίνει διαπραγμάτευση με τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε., τόσο σε γενικό πλαίσιο όσο και για κάθε Περιφερειακό Σχέδιο ξεχωριστά, πριν από την ψήφισή του στη Βουλή.

5ο βήμα: «SuperMarket» στήριξης επενδυτών

Η κύρια αιτία που καθιστά το ελληνικό επενδυτικό περιβάλλον μη ελκυστικό είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στη  σταθερότητα του βασικού διοικητικού πλαισίου. Το πρόβλημα  αυτό επηρεάζει άμεσα τη συμπεριφορά των επενδυτών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν πλέον την δραστηριότητά τους στην χώρα μας ευκαιριακά, εάν όχι καιροσκοπικά. Τα προτεινόμενα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίδοτο στο πρόβλημα αυτό, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα συντονισμού και τα γραφειοκρατικά εμπόδια, παρέχοντας συγχρόνως ασφάλεια για τη συνέχεια της διοικητικής δράσης.

Όλο το εγχείρημα, βεβαίως, κινδυνεύει  να υπονομευθεί, εάν επιλέξουμε την υφιστάμενη διοικητική δομή ως εργαλείο για την προώθησή του. Η εγγενής αδυναμία της ελληνικής διοίκησης να στηρίξει μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες είναι ο βασικός λόγος που η δομή στήριξης των επενδύσεων πρέπει να είναι έξω από τη διοίκηση, να λειτουργεί ad hoc, να έχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια με βάση τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Σχέδια και να αξιοποιεί για τη στελέχωσή της δεξαμενές στελεχών τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα. Τα στελέχη αυτά  θα επιλεγούν με βάση την αποδεδειγμένη εμπειρία και συμβολή τους σε επιτυχημένα επενδυτικά σχέδια του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα, τη διοίκηση μεγάλων οργανωτικών μονάδων ή τη διαχείριση μεγάλων θεματικών projects.

Η δομή αυτή θα υπάγεται είτε στο Υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας είτε απευθείας στον Πρωθυπουργό, ενώ θα λειτουργεί με ειδικά κλιμάκια στις περιφέρειες, σαν ένα «super-market»  παροχής αναπτυξιακών υπηρεσιών, με δυνατότητα άμεσης πρόσβασης όλων των πιθανών επενδυτών.

6ο βήμα: ‘Έγκριση του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Σχεδίου

Ο Υπουργός Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, αφού αποστείλει το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Σχέδιο στα αρμόδια όργανα της Ε.Ε.,  στη συνέχεια το εισηγείται στο Υπουργικό Συμβούλιο, προκειμένου να εισαχθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Μετά από την ψήφισή του, θεωρείται ότι έχουν παρασχεθεί όλες οι ειδικές άδειες για την ίδρυση της κάθε επιχείρησης, ενώ το ειδικό κλιμάκιο αναλαμβάνει την ευθύνη να παρακολουθεί και να διευκολύνει την εφαρμογή της κάθε ειδικής σύμβασης, σε άμεση συνεννόηση με τους επενδυτές.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Η πρόταση που παρουσιάσαμε για τη στήριξη του επιχειρείν εκκινεί από τρεις διαπιστώσεις:

α) Δεν υπάρχει σήμερα στη χώρα μας αξιόπιστο πλαίσιο για την προώθηση των επενδύσεων.

β) Κάθε προσπάθεια εισαγωγής νέων ρυθμίσεων για τις επενδύσεις υπονομεύεται στη γέννησή της από την υφιστάμενη διοικητική δομή.

γ) Δεν υπάρχουν πλέον τα χρονικά περιθώρια για την επεξεργασία νέων γενικών ρυθμίσεων.

Η πλέον ενδεδειγμένη λύση, υπό τις παρούσες συνθήκες διαχείρισης  της κρίσης, είναι να αναλάβουμε δράση σημειακά, εντοπίζοντας λύσεις για τις εκδηλωμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, μέσα από ειδικές ρυθμίσεις, που θα καταργούν ad hoc όποιες συναρμοδιότητες υπάρχουν. Σε αυτό το πλαίσιο, τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια μπορούν να επιταχύνουν άμεσα και συντεταγμένα την πραγματοποίηση επενδύσεων ανά περιφέρεια, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της κάθε περιοχής, τα τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις κοινωνικές προσδοκίες για την ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου.

Τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Σχέδια δεν αποτελούν απλώς μία διαδικασία fast trαck,  αλλά ένα εργαλείο άμεσου αναπτυξιακού σχεδιασμού, που υπερβαίνει δραστικά τα προβλήματα συντονισμού των συναρμόδιων υπουργείων, προσφέροντας διέξοδο στο επιχειρείν σε μία δραματική περίοδο, όπου το βιοτικό μας επίπεδο και η προοπτική της απασχόλησης αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς απειλές για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα της χώρας μας.