Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Μια εμβληματική μορφή της αθάνατης ελληνικής υπαίθρου που λίγο-λίγο ξεθωριάζει και που ένα κομμάτι της -το πιο ατόφιο- πεθαίνει, μαζί με την κυρα-Ευρυδίκη. Όπως νιώθω να πεθαίνει μαζί της και το πιο όμορφο κομμάτι του Αγροτικού μου, της ιατρικής μου νιότης.
Σπάνια, ορεσίβια ευστροφία και μεγάλη καρδιά, πλατιά και καθαρή όπως οι ασυμβίβαστες πλαγιές των βουνών της ιδιαιτέρας μας πατρίδας που την υπηρέτησα από την πρώτη γραμμή της παροχής φροντίδας Υγείας, με την κυρα-Ευρυδίκη να με υποδέχεται κάθε μέρα στο Περιφερειακό Ιατρείο της Παναγίας. Μια ορεινή πατρίδα την οποία ενσάρκωνε με όλη τη θυμόσοφη σεμνότητα μιας ασίγαστης προκοπής, μιας άσβεστης αγάπης και μιας ακάματης αλληλεγγύης προς τον συγχωριανό και προς τον συνάνθρωπο, η «μάνα του βουνού» η Ευρυδίκη του Πάλλα.
Εδώ ο τόπος μας δεν έχει θάλασσα. Για ακριτικά νησιά μας, έχουμε τις κορυφές των βουνών μας. Για κύματα έχουμε τις ράχες και τα ανήλιά τους, για αφρό των κυμάτων έχουμε τα σύννεφα, την πάχνη και την ομίχλη που σκεπάζουν άλλοτε άγρια κι άλλοτε απαλά τις οροσειρές μας και για ακρογιαλιές μας, έχουμε τα ξέφωτα και τα ριζώματά τους. Σε αυτές τις βουνοπλαγιές σήκωνε κάθε μέρα τη σημαία του ήθους και της προσφοράς, σαν άλλη κυρά της Ρω, η «κυρά της Παναγιάς» η κυρά-Ευρυδίκη. Ακρίτισσα της ορεινής Ελλάδας που αρνιόταν, με πείσμα και κουράγιο ακατάβλητο, να την εγκαταλείψει.
Εδώ σήκωνε νυχθημερόν τη σημαία μιας Ελλάδας που ξέρει να πηγαίνει κόντρα στην παρακμή. Να αντιστέκεται στη φθορά και στην ερήμωση. Να ευημερεί και με τα λίγα και να προκόβει με τα πολλά, σε πείσμα των ενάντιων καιρών που ήξερε να τους πλάθει επιδέξια με την οξύνοιά και την έμφυτη διπλωματία της και να τους ημερεύει, σερβίροντάς τους την κάθε δύσκολη μέρα περιχυμένη με γλυκό κουταλιού. Ζεσταίνοντας την κάθε αντιξοότητα στη σόμπα της άδολης καρδιάς της που λιώνει τον πάγο κάθε «ξένου», σαν «νιφάδα του χιονιού, που έπεσε τον Μάρτη», γιατί συχνά, στην Παναγία έπεφτε χιόνι και τον Μάρτη. Φέτος, τα παγωμένα δάκρυα του ουρανού πέφτουν Απρίλη στην Κουτσούφλιανη, γιατί αυτόν τον μήνα, που τώρα αρνείται να ανθίσει, διάλεξες να μισέψεις.
Λεπτά σαν διάφανα, «κυρά της Παναγιάς», τα φύλλα των ημερών με τα οποία πλάθει ο φθονερός καιρός τη μοίρα μας….Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάζει και μεγάλη σαν την καρδιά σου η παρηγοριά που θα δώσει ο Πανάγαθος Θεός στους οικείους σου. Ήδη ο γιος σου, ο Νίκος, έχει αφήσει αξιόλογο αποτύπωμα δημιουργίας και προσφοράς στην Καλαμπάκα, πλαταίνοντας τον δρόμο που εσύ μας έδειξες μέσα από τη βιωματική σου αγάπη για τη φύση, τον τόπο και τα βουνά μας που από σήμερα στέκουν φτωχότερα, πενθηφορώντας, μέσα σε χειμωνιάτικη μουντάδα και παγωνιά -παρότι Άνοιξη- για τον χαμό σου, ο οποίος βρίσκει τη χώρα μας εν μέσω μιας κρίσιμης και πρωτόγνωρης δοκιμασίας.
Φεύγεις τώρα που όλοι χρειαζόμαστε ακόμη περισσότερο τις αντοχές, την καρτερικότητα, την αραφινάριστη οξυδέρκεια, την ενστικτώδη αλληλεγγύη σου και τον πρωτόβουλο δυναμισμό σου. Καλό σου ταξίδι, «μάνα της Κουτσούφλιανης», «μάνα της Παναγίας»!