“Σ’ έχω ακούσει κάπου, κάπου σε ξέρω” θα πείτε ίσως για τα περισσότερα από τα τραγούδια που επιλεγεί να θυμηθεί ο Στέργιος Βολόγκας.
Μεταπολίτευση, επάνοδος της δημοκρατίας, ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η Ελλάδα μπαίνει σε όλους τους τομείς σε κανάλια οργασμού και δημιουργίας, αρχίζει να λειτουργεί πλέον πολυπολιτισμικά και πληθωρικά και στον τομέα της μουσικής. Περισσότεροι ερασιτεχνικοί σταθμοί από τα «παλιά» βραχέα στην νέα τεχνολογία των FM, εμφάνιση των πρώτων ελληνικών παμπ, ντισκοτέκ, μοντέρνες μουσικές εκπομπές στην τηλεόραση, νέα μουσικά περιοδικά, διείσδυση της μοντέρνας μουσικής και στο τελευταίο σπίτι. Η νεολαία περνά από το ελαφρολαϊκό στο πολιτικό τραγούδι, στο ρεμπέτικο, στην ελληνική ποπ, στην ντίσκο και στο ροκ. Όλα μαζί και χωριστά, γονείς και παιδιά, δάσκαλοι και μαθητές, ειδικοί και ανίδεοι, ροκάδες και «καρεκλάδες». Όλοι πλέον αγοράζουν δίσκους, πικάπ, κασέτες κασετόφωνα, αργότερα walkman, video, αφίσες στα δωμάτια και ατέλειωτες συζητήσεις γύρω απ’ τη μουσική. Γρήγορα το ροκ γίνεται επιδημία, είδος για «ψαγμένους», σοσιαλιστικό προϊόν, ρίχνει τα στεγανά στα αυτιά και των πιο συντηρητικών ακροατών. Οι ακροατές του ραδιοφώνου, οι χορευτές των ντισκοτέκ, τα «φρικιά» της πλατείας, οι μοντέρνες νοικοκυρές, τα ερωτευμένα ζευγαράκια των πάρκων, οι φοιτητές των αμφιθεάτρων, όλοι έχουν αγαπημένα τραγούδια. Πολλά από τα τραγούδια μετά το ‘70 γίνονται γνωστά στην Ελλάδα, κάποια μόνο στην Ελλάδα, κάποια λες και έχουν γραφτεί μόνο για τους Έλληνες, «περίεργα» τραγούδια σιγοτραγουδιούνται απ’ όλους. Ποιοι είναι όμως οι τραγουδιστές, ποια τα συγκροτήματα, ποιοι πραγματικά λένε αυτές τις «επιτυχίες» που όλοι ξέρουν αλλά κατά λοξοδρόμηση της μνήμης οι συντελεστές μας ξεφεύγουν;
Ας δούμε μαζί κάποιες από τις παράξενες και «άγνωστες» αγάπες της Ελληνικής νεολαίας και όχι μόνο διαβάστε την συνέχεια