Στ. Βολόγκας: Μια νύχτα στα μπουζούκια (Από την πίστα στον πολιτισμό ή στην παρακμή;)

 

“Χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος” είπε κάποτε ο Νίτσε.

 O Νταλάρας σε πρόσφατη συνέντευξη στην εκπομπή Start της ΕΡΤ3 διερωτήθηκε: «τι είδους πολιτισμό προσφέρουν τα νυχτερινά κέντρα…» συμπεραίνοντας ότι είναι λάθος τα νέα ταλέντα να παρασύρονται σε μια κουλτούρα ξεπερασμένη χωρίς πολιτιστικό βάθος και η αισθητική αυτή να μεταφέρεται στις νέες γενιές. Χαρακτηριστικά ανέφερε «…υπάρχουν σπουδαίες νέες τραγουδίστριες που τους ρούφηξε η νοοτροπία της νύχτας, τραγουδούν και ακούγονται σα να είναι τσιράκια ενός παλιού μάγκα της δεκαετίας του ’6ο…». Αυτό για τον Νταλάρα κάνει όχι μόνο κακό στη νέα γενιά και στη μουσική, αλλά εν κατακλείδι σε όλο τον «πολιτισμό» που παράγεται, ξεσηκώνοντας έτσι θύελλα αντιδράσεων.

Στην προσέγγιση αυτή «ξέχασε» την στάση του Καζαντζίδη όταν το 1966 -στο ζενίθ της δημοτικότητας του- αποφάσισε, να διακόψει δια παντός τις ζωντανές του εμφανίσεις, αφού κατά τον ίδιο οι κανόνες της νύχτας ήταν άλυτοι και τα «μπουζούκια» γίνονταν ολοένα αντικείμενο λαϊκής επιβεβαίωσης, κοινωνικής προβολής και εργαλειοθήκη του υποκόσμου.

Η άκαμπτη στάση του Καζαντζίδη να υπερασπιστεί τη θέση του, είναι αυτό που χωρίζει την ουσία από την ανοησία ή αν θέλετε τους κανόνες της καθαρής διασκέδασης απ’ αυτούς της καθοδηγούμενης, επιδιώκοντας έτσι να μην καταντήσει ο χώρος έκφρασης του καλλιτέχνη, τουριστικό μαυσωλείο.

Ο νομπελίστας Roger Martin du Gard έλεγε ότι πρώτος κανόνας «είναι ν’ αμφισβητείς αυτό που έχει πέραση». Η υποταγή στα κυρίαρχα ρεύματα ορίζει  πολλές φορές κάποιους χώρους ως τέχνη ή όχι και αυτό κυριαρχεί στο περιβάλλον ως κανόνας ή ορθότητα.

Από την απαγόρευση των ρεμπέτικων επί Μεταξά, τη λογοκρισία, τους αμανέδες και τα καταγώγια περάσαμε στα λαϊκά κέντρα με «Κουζίνα εκλεκτή – Τιμές Λαϊκές» φτάνοντας στα «μπουζούκια» όπου η λαϊκή τέχνη έπαψε μεν να διώκεται αλλά το οικογενειακό γλέντι έγινε κουλτούρα της «νύχτας», ορίζοντας ψυχή και σώμα, επηρεάζοντας ολόκληρη την ελληνική κοινωνία καταλήγοντας στη λαϊκή ή χλιδάτη διασκέδαση της αστικής μπουρζουαζίας.

Θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τη «νύχτα» με χιούμορ, ως όπλο κριτικής και ανατροπής, όμως αυτό δεν θα ήταν παρά μια παραπλάνηση ή μια τεχνική επιβεβαίωσης. Τα «μπουζούκια» δεν ήταν πάντα το αξημέρωτο σύνθημα του «γλεντήστε γιατί χανόμαστε». Υπήρχε κοινωνική διαστρωμάτωση. Η Τζένη Καρέζη στο «Κοροϊδάκι της δεσποινίδος» και ο Φωτόπουλος στο «Σωφεράκι» διασκέδαζαν στις Τζιτζιφιές πίνοντας τα ουζάκια τους, ακούγοντας τα μπουζουκάκια τους. Ενώ η «Τσιριμπίμ Τσιριμπόμ» Μάρω Κοντού στο «Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη» διασκέδαζε παίζοντας ξύλο μετά μουσικής με τον «Λεωνίδα τον Μολυβάτο» και άλλους μαχαλόμαγκες κάνοντας «…το μαγαζί σα δρόμο που του περνάνε καλώδια». Όλοι μεράκλωναν τα Σαββατοκύριακα, ακούγοντας πενιές, σπάζοντας πιάτα και ρίχνοντας τις στροφές τους.

Το ποτό έρεε άφθονο διαπερνώντας τάξεις, παρατάξεις και διατάξεις. Αστούς, μικροαστούς, ρεμπέτες κι επαναστάτες. Κουτσαβάκια, βαποράκια κάθε ειδών τσανάκια. Μάγκες που φουμάραν μπάφο, βιομήχανους με δικό τους φάρο.

«Η μουσική είναι σκεπτόμενος θόρυβος» αναφωνεί ο Βίκτωρ Ουγκώ. Εννοώντας

ότι η μουσική δεν είναι τυχαία, αλλά έχει σκέψη και συναισθηματική διάσταση.

Εκτός του απλού κόσμου, όλοι τρέχουν στα μπουζούκια, διάσημοι Έλληνες και ξένοι. Η Γκρέης Κέλι ξενυχτά στη «Σπηλιά του Παρασκευά», ο Ωνάσης σπάει πιάτα στην «Νεράιδα» και ο Τέλυ Σαβάλας μερακλώνει στη «Φαντασία». Στο  «Χάραμα», Τσιτσάνης και Παπαϊωάννου ξεσηκώνουν το μαγαζί ως τα ξημερώματα. Το κέφι βρίσκεται στο φουλ και όπως αναφωνεί χαρακτηριστικά ο Ρίζος στον «Τζαναμπέτη», «είμαι σαματατζής, καρεκλορίχτης και σπαζοτραπεζάκιας».

Όλα ήταν θεμιτά ή ανεκτά, αλλά κατά τον ρου των γεγονότων τα πράγματα στράφηκαν αλλού, με τη μουσική να παρακμάζει εμπορικά και το μέλλον της διασκέδασης ν’ «ακουμπά» τους νέους σε δεύτερο επίπεδο. Παρόλα αυτά μας αρέσουν οι μόδες, η τεχνολογία, η ευκολία να ανακαλύπτουμε νέους τρόπους διασκέδασης αλλά ως καταναλωτές δυσανασχετούμε με τις «εμπορικές» λύσεις και την «βρίσκουμε» μάλλον… δύσκολα. Αν λάβουμε υπόψη την καθημερινότητα, τις επιθυμίες μας, την προσπάθεια αποσύνδεσης της οικονομικής από την πνευματική ελίτ και την άνοδο μας στην καταναλωτική ιεραρχία με μόνο σκοπό την επίδειξη πλούτου και προβολής μέσω της «νύχτας», τότε έχουμε… πρόβλημα.

Φυσικά προτιμούμε την γκλαμουριά, τα φώτα, του Spotify τη ρότα, των ριάλιτι την μπόχα, τα θέλουμε όλα, ο χρόνος τρέχει επιβάλλεται ν’ αλλάξουμε επίπεδο και ας βρέχει, πρέπει ν’ ανεβάσουμε νέο story ως έχει.

Οι επώνυμοι αδιαφορούν για την αισθητική και τον πολιτισμό, αρκεί να  διασκεδάζουν «πρώτο τραπέζι πίστα», στα κοσμικά κέντρα που γίναν …Πολυχώροι και στις αίθουσες συνεστίασης που γίναν …clubs.

Παρά τις αλλαγές, τελικά εκείνο που μας μαγεύει είναι το ελληνικό τραγούδι, γιατί συναντά την ελληνική μας φύση, το μεσογειακό ταπεραμέντο, την παράδοση και μας κάνει να τα ξεχνάμε όλα. Όλα σε μια νύχτα, που τραγούδησε η Αρβανιτάκη «…σε σπίτια με μωσαϊκά τα πιο ωραία λαϊκά τα έχουμε χορέψει, γαλάζιο γύψο η οροφή και τα τακούνια σου καρφί, αλλά… χωρίς επιστροφή».

Ο Έλληνας έχει μέσα του τον αυθορμητισμό και την λαϊκή αυτογνωσία του «Μαθητή» του Ζαμπέτα – «Πάντοτε στο τετράδιο /Βαθμό έπαιρνα δέκα /Κι αν στη ζωή πήρα μηδέν…καθόλου δεν με νοιάζει. Όπως και στον «… αράπη, τον μαύρο, τον σκύλο, τον ταμ-ταμ-ταμ …» που μιλά -χωρίς ρατσισμό- για τις ακομπλεξάρεστες παρέες των Ελλήνων ραπάροντας και γουστάροντας εκτός από τον αράπη «…τον χασάπη, τον μανάβη, τον μπακάλη, τον κουρέα, τον Αντρέα, τον Σαλέα, τον μαλέα, τον Πελέ, τον χαβαλέ…» ότι συμβαίνει με όλους τους Έλληνες που όταν ερωτεύονται, πίνουν και μερακλώνονται ξεχνούν τα πάντα, φιλιώνουν και γίνονται άλλοι άνθρωποι.

Την ψυχή και τον «πολιτισμό» αυτών ψάχνουμε. Αυτών που επικροτεί η γαλαρία, η πιτσιρικαρία, η αδεκαρία, τους απλούς ανθρώπους αλλά και τις κυρίες της «καλής» κοινωνίας με τα μαργαριταρένια κολιέ και τις έξωμες τουαλέτες που κοκκινίζουν πίσω από την πλάτη των βιομηχάνων συζύγων, με τις γαργαλιστικές αθυροστομίες και τα Ουυυυύααααα… του Ζαμπέτα, γελώντας ναζιάρικα.

Η διασκέδαση στα μπουζούκια έσπαγε πάντα αυτούς τους ταξικούς κανόνες ακόμα και όταν ήταν «καθοδηγούμενη» γιατί η παρόρμηση του Έλληνα δεν μπαίνει σε καλούπι.

Μέσα από την αχλή της χρυσόσκονης, την τεχνολογία και τα stories, επιστρέφουμε πάντα, στο λαϊκό μας τραγούδι σα πεταλούδες στο δυνατό φως. Παρά τις αλλαγές, ο ρυθμός και η κοινή «γλώσσα» της μουσικής καθορίζουν αυτό που είμαστε όταν τα άλλα ξεθωριάζουν.

Από την λαϊκή Καζαντζίδικη δεκαετία του ‘ 6ο και τα υπαίθρια αναψυκτήρια περάσαμε στη «Β’ Εθνική του λαϊκού» την δεκαετία του ‘ 70, με Σούκα, Φλωρινιώτη, Καφάση, Περράκη, για να απογειωθεί η Ελλάδα στη δεκαετία του ’8ο με Μαργαρίτη, Μενιδιάτη, Φλωρινιώτη, Λε-Πα, Lady-D, όπου οι κοσμικές πίστες ή απλώς σκυλάδικα έγιναν εν μία νυκτί -με νονό τον αλησμόμητο υπουργό Γιαννόπουλο- «Κέντρα Πολιτισμού» ανάτασης και ανάστασης όλων των γενεών. Εκεί ελεύθερα ο καθένας μπορούσε να βγάζει, τα ρούχα, τις ηθικές προκαταλήψεις, τις ενοχές καθώς και τα «μάτια» του αφου το σύνθημα ήταν σαφές «Αυτή η νύχτα μένει που είμαστε μαζί».

Η «πράσινη» εποχή με τις επτά ημέρες ξενύχτι και τα «πετσετάκια» πεντοχίλιαρα άνθησε όταν 29 κατασκευαστές συνειδήσεων συνταγογραφούσαν …ουίσκι, το ασύδοτο ήταν απλώς τολμηρό, τις υπαρξιακές ανησυχίες και τα πορτοφόλια μας τα «ξάφριζαν» οι γαρδένιες και οι αγροτικές επιδοτήσεις κάναν στο τέλος … πάντα λογαριασμό.

Νέα ήθη, νέοι μύθοι, νέοι πολιτισμικοί συμβολισμοί με την Ελλάδα ν’ αυτοχρίζεται Ευρώπη. Στα χρόνια της Παπανδρεϊκής κυριαρχίας η «έξοδος» αποκτά νέα ετυμολογική σημασία. Εν μέσω κομματικών αντιπαραθέσεων και έντονης πολιτικοποίησης των πάντων η «νύχτα» γίνεται αντικείμενο πολιτιστικού και πολιτικού στιγματισμού, σπάει τα κατεστημένα και όλα γίνονται κεκτημένα.

Στην δεκαετία του ’90 και του ’οο η στροφή της διασκέδασης και της καλλιτεχνικής απελευθέρωσης ολοκληρώνεται, όταν λαϊκό, έντεχνο, ελληνικό και ξένο ενώνονται δια μαγείας σε μια lifestyle φιλοσοφία “Down Town” & “Nitro” και όλα καταρρέουν μπροστά στην φαντασμαγορική διασκέδαση της κλειδαρότρυπας.

Γοργόνες και μάγκες, βεντέτες και κοκέτες, σερβιτόροι και αχθοφόροι, νονοί κι αβανταδόροι, έμποροι και σωματέμποροι, πολιτικοί και αποστάτες, αντάρτες και προστάτες, ακροδεξιοί και κράχτες, αστυνομικοί σε φράκτες, άνθρωποι στον άσσο πέσε πίτα να σε πιάσω, δώσ’ μου θέση στο Δημόσιο να κάτσω, με πειράζει αυτή η εικόνα με βολεύει όμως η κονόμα, έξω απ’ όλα κι απ’ το ΝΑΤΟ αλλά έχω θείο που κάνει κουμάντο.

Η πολιτική ανορθοδοξία, κενοδοξία και αρχομανία του Έλληνα κυριαρχεί. Όλοι και όλα βγαίνουν χύμα τα βράδια, φτωχός και πλούσιος γίνονται ένα, ξοδεύοντας χωρίς όριο ή αύριο. «Ξοδεύω άρα υπάρχω», νέο-αναρχομαρξιστικό ελληνικό σύνθημα και παρασύνθημα της «νύχτας».

Ο Τζορτζ Όργουελ είπε ότι «πρώτη ευθύνη είναι να μπορείς να λες στον κόσμο αυτό που δεν θέλει ν’ ακούσει». Βγαίνουμε από τον φαύλο κύκλο ή εμμένουμε στον κανόνα, ποιος «φέρνει» τον κόσμο, ποιος είναι το «πρώτο όνομα» και ποιος κάνει κουμάντο;

Έμποροι συμφεροντολόγοι, μαυραγορίτες πλιατσικολόγοι, εμφύλιος και Κατοχή Μελιγαλάς και Γράμμος, μάθαμε σ’ αυτό το νήμα προσκυνούμε κάθε μνήμα, χούντα δίχως λόγια ή επανάσταση στα λόγια, λογοκρισία και ανοχή ή ανυποταξία φανερή, ηθική στο πέτο ανίκανοι που βάζουν βέτο, πολίτες και οπλίτες, πολιτικοί και χίτες, ρασοφόροι και προφήτες, αναρχικοί και κνίτες, άνθρωποι δίχως αρχές, ανατέλλοντες κοπριές, αδελφές και τσιλιαδόροι, λέν’ κάνουν πεζοδρόμιο με το ζόρι. Όλοι ζητούν μερίδιο στο χώμα, στην ιστορία και το πτώμα, όπου ανάδελφοι ευτραφείς, απάτριδες συγγενείς, ένοχοι χωρίς βάτες μα με αμερικάνικες πλάτες, μαζευτήκαν μια βραδυά να μοιράσουν τα οστά, της πατρίδας που αφήσαν κι από ντροπή δεν κοκκίνησαν, γιατί ήταν αντρειωμένοι, ψωμωμένοι, χορτασμένοι από λόγια φουσκωμένοι.

Άλλαξε η ιεραρχία σε απρόσωπη εξουσία στην Ελλάδα και στο Κιάτο και στου γείτονα το πιάτο. Όλοι γνέφουμε δεξιά και ζητούμε πιο πολλά, μα ο καπιταλισμός κοστίζει και η τσέπη δεν γεμίζει με ευχές και παρακάλια κι ας πάνε όλα χάλια.

Υπάρχει όμως θεραπεία, Social Media κοινωνία, Facebook επικοινωνία, instragram επιτυχία, διασκέδαση εσαεί σε ρομποτική εποχή.

Δεν μας νοιάζει πια η φτώχεια, αν το σπίτι μας θα πέσει, αν το γούστο μας θ’ αρέσει, αν το τραγούδι περνάει κρίση κι αν ο Καρβέλας πλασάρει ακόμα Βίσση, αρκεί το I-phone να παίζει Βέρτη, Snik, Κιάμο κι ότι επιλέξει, κάθε  είδους αηδία αναδύει μια μαγεία.

Η διασκέδαση είναι μία, τσιφτετέλι λαϊκό, τράπ δημοτικό, hip-hop τζόνυ και TV και Βανδή την Κυριακή.

Κι όταν η χρυσόσκονη καθίσει και τα stories έχουν σβήσει, επιστρέφουμε ομαδικώς στο λαϊκό το άσμα, στον ρυθμό που μας ορίζει και στο σπίτι μας γυρίζει.

Όλοι θέλουν Ουτοπία, κατανάλωση και κωμωδία, μπουζούκια, λαϊκή, μαύρη οικονομία κι ανοχή.

Κι αν η πολιτική δεν έχει λύσεις, σχέδιο, τάξη κι επενδύσεις, δώσε μια επιταγή λευκή και παππούλη μ’ την ευχή και από κυβέρνηση … καμία, αρκεί μόνο να βολεύει τον κουμπάρο που ‘χει εξοχικό στην Πάρο.

Τ’ όνειρα μας αντιφατικά, ανικανοποίητα ψευδά, καταλήγουν σε εφιάλτη μέσα στου μυαλού τον χάρτη. Ολογράμματα στον ύπνο και τον ψηφιακό τον τοίχο, να κοιμάσαι να ξυπνάς, ξόανα να προσκυνάς.

Ελεύθερη επικοινωνία μα χωρίς ουσία. Τζάμπα λύσεις βολικές, αναλύσεις συμβουλές, ένα φίλο εικονικό να σου γιαίνει τον καημό.

Στα μπουζούκια δεν έχει πίστα, έχει iPhone και Vista. Ένα φίλτρο μαγικό, που αρέσει σε κάθε φαν αφού κάνει τη μουσική να «κατεβαίνει» δωρεάν.

Ποιος είπε πως δεν υπάρχει πολιτισμός, διασκέδαση και φαν, ένα άσπρο σελοφάν, μια συνήθης κοινωνία, που κοιμάται όταν ξυπνάς και δεν θέλει να τολμάς.

Θέλουμε θεούς και λύσεις, εκπροσώπους κι αναλύσεις, έναν άγραφο οδηγό που θα λέει τι να κάνεις και θα σκύβει να το πιάνεις, κάθε τι απλό, όνειρο απατηλό.

Αυτή η νύχτα μένει, ο πολιτισμός δεν περιμένει, νέο συμβόλαιο ,νέα φωνή, νέα ρίμα στη ζωή, που θα ‘χει ρίζα από παλιά και θα πιάνει και την νέα γενιά κι ας «γαυγίζουν» οι «μεγάλοι» πούχουν δύναμη λέει άλλη.

 

                                                                                                                                                                                                                                      ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ