Σπ. Βλιώρας: Συνέχεια των ετυμολογικών τοπωνυμικών περιπλανήσεων

Του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα

 

Χάρτης των τοπωνυμίων. Χαρτογραφική επεξεργασία: Σπυρίδων Βλιώρας

Πριν από δύο εβδομάδες δημοσιεύσαμε μια εργασία με τίτλο «Ετυμολογικές τοπωνυμικές περιπλανήσεις», στην οποία εξετάσαμε την ορθογραφία κάποιων τοπωνυμίων στηριζόμενοι στην αρχή ότι η «ορθογραφία είναι (…) ζήτημα ετυμολογικής προέλευσης των λέξεων».84 Έτσι ετυμολογήσαμε κι ως εκ τούτου ορθογραφήσαμε κάποια τοπωνύμια (Κλινοβός, Τριγκία, Πίρα, Μήκανη, Τίρνα, Τίρναβος, Τρίκαλα, Καρπενίσι, Ζιτούνι κ.ά.), για τα οποία υπάρχει η συνήθεια να γράφονται διαφορετικά.

Θα συνεχίσουμε με λίγα ακόμη τοπωνύμια, τα περισσότερα των οποίων απαντούν στο βιβλίο μας που θα δημοσιευτεί προσεχώς για την ιστορία της Καλαμπάκας και της ευρύτερης περιοχής από το 1393 ως το 1832.

Καλαρίτες

Οι Καλαρίτες όπως φαίνονται από το Σιράκο

Θα ξεκινήσουμε με δύο γειτονικά χωριά. Το πρώτο είναι οι Καλαρίτες, που βρίσκονται στη θέση 39°34’58.5″N 21°07’23.0″E και σε υψόμετρο 1100 περίπου μέτρων. Το τοπωνύμιο παρετυμολογείται συχνά από το «καλός» + «ρέω» (πβ. αρχαιοελληνικό ῥυτός) και γράφονται συνήθως με 2 –ρ– και –υ–: Καλαρρύτες, υπονοώντας ότι κάτι καλό θα ρέει στο χωριό αυτό, όπως για παράδειγμα ο Καλαρίτικος ποταμός, που πηγάζει από τη βόρεια πλευρά του όρους Μπάρος (των Τζουμέρκων ή Αθαμανικών ορέων), περνάει ανάμεσα από τα δύο χωριά και νότια της εντυπωσιακής μονής Κηπίνας και εκβάλλει μετά από 26 χιλιόμετρα διαδρομής στον Άραχθο ποταμό.

Μονής Κηπίνας

Στην πραγματικότητα όμως το τοπωνύμιο Καλαρίτες ετυμολογείται από την αρωμουνική (βλάχικη) λέξη cãlãrets85 (καβαλάρης86), που μέσω της δημώδους λατινικής *caballaricius ανάγεται στη λατινική caballus (άλογο), όπως και το νεοελληνικό καβαλάρης· άρα τα 2 –ρ– και το –υ– δεν δικαιολογούνται.

Μάλιστα η Ιστορία του ελληνικού έθνους της Εκδοτικής Αθηνών με ένα –ρ– και –ι– γράφει τη λέξη: «Οι Μπλαχαβαίοι είχαν συνεννοηθεί και με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη και με τον Ευθύμιο Στορνάρη να καταλάβουν τα στενά μεταξύ Μετσόβου και Καλαριτών, ώστε να εμποδίσουν τον Αλή να περάσει με τον στρατό του στη Θεσσαλία, ώσπου να εδραιώσουν οι επαναστάτες τη θέση τους σ’ αυτή.»87

Σιράκο

Σε απόσταση 2 περίπου χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή88 από τους Καλαρίτες βρίσκεται το χωριό Σιράκο, στη δυτική πλευρά του Καλαρίτικου ποταμού. Σαν να προέρχεται από ρήμα συρρέω η λέξη συνηθίζεται με –υ– και 2 –ρ– (Συρράκο), με λίγες αλλά χαρακτηριστικές εξαιρέσεις: «Ἡ οἰκογένεια Κωλέττη κατάγεται ἀπὸ τὸ γειτονικὸ Σιράκο.»89

Ο καθηγητής μου στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Κωνσταντίνος Οικονόμου ετυμολογεί ως εξής το τοπωνύμιο Σιράκο (sic): «Κατά τον Vasmer τα τοπωνύμια Συράκον και Σίρακον (Ήπειρος–Αττική) προέρχονται από το σλαβικό širokъ (πλατύς, φαρδύς). Ορθό­τερη όμως πρέπει να θεωρηθεί η ερμηνεία του Malingoudis ο οποίος συνάπτει τα τοπωνύμια με το φωνητικά πλησιέστερο προς αυτά σλαβικό sirakъ90 (φτωχός, ορφανός), λέξη που, όπως και η ταυτόσημη ελληνική ορφανός, είναι συχνή στην ελληνική τοπωνυμολογία, τόσο απλή όσο και συνθέτη. Η υπόθεση πως δεν πρόκειται για μια κατευθείαν ο­νοματοθεσία των Σλάβων, αλλ’ ότι τα τοπωνύμια αυτά δόθηκαν από Αλβα­νούς, άποψη που είχε διατυπώσει και ο Σπυρίδων Λάμπρος, ενισχύεται από το γεγονός ότι τόσο η Ήπειρος όσο και η Αττική υπήρξαν πε­ριοχές που είχαν δεχθεί εγκαταστάσεις Αλβανών.»91

Κούτσενα

Νοτιοανατολικά των Καλαριτών και του Σιράκου κι απ’ την άλλη πλευρά του Ασπροπόταμου (Αχελώου) βρίσκονται τα Κούτσενα ή Κούτσιανα σε υψόμετρο 850 μέτρων, που προς τιμήν του σπουδαίου οπλαρχηγού και αγωνιστή Νικολού Στορνάρη μετονομάστηκαν σε Στουρναραίικα: «Ἐφθάσαμεν τέλος πάντων μετὰ δύο ἡμέρας εἰς Κούτζιανα Ἀσπροποτάμου, χωριὸ τῶν Στορναραίων, ὁποῦ ἦτον καὶ ὁ ἴδιος ὁ Νικολὸς Στορνάρης ἐκεῖ τοποθετημένος.»92 «Στην τουρκι­κή απογραφή του 1454/55, ως [K]uçina, αναφέρεται μεταξύ των τιμαρίων Τρι­καλινών σπαχήδων. Ο οικισμός μνημονεύεται σε πηγές της Τουρκοκρατίας ως Κουτζάνα, Κούτζιανα, Κούτζινα, Κούτσιανα, Κούτσαινα, Κουτσαίνη.»93

Χωριό με παρόμοιο όνομα υπάρχει και στη Σερβία με το όνομα Кућане / Kućane.94 Και τα δύο (ελληνικό και σερβικό) ετυμολογούνται από τη σλαβική λέξη кућа / kuća95 (σπίτι), απ’ όπου ετυμολογείται και το ελληνικό επώνυμο Κουτσονίκας (kućanica кућаница: σπιτονοικοκυρά).96

Κλοκοτός

Τα ερείπια του κάστρου της Φαρκαδόνας και σε δεύτερο πλάνο ο Κλοκοτός. Φωτογραφίες Σπυρίδωνος Βλιώρα, 03/01/2020

Κατεβαίνοντας από τα ορεινά στον κάμπο και ανατολικά των Τρικάλων συναντούμε το χωριό Κλοκοτό97 (39°33’55.3″N 22°00’32.0″E), στις υπώρειες του διδύμου λόφου Συκιά, επί του οποίου υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου της αρχαίας Φαρκαδόνας. «Ο οικισμός αναφέρεται ως Kolokota, μεταξύ των τιμαρίων τρικαλινών σπαχήδων, κατά την τουρκική απογραφή του 1454/55.»98

Στη γραπτή αποτύπωση του τοπωνυμίου ενίοτε εμφιλοχωρεί κάποιο μεγαλοπρεπές –ω– (Κλωκοτός, Κλοκωτός), το οποίο όμως δεν δικαιολογείται, καθώς ετυμολογείται από το σλαβικό клокоти / clocoti / клоко̀тати / πρωτοσλαβικό *klokotati99 με τη σημασία «παφλάζω, ρέω παράγοντας ήχο, κελαρύζω», καθώς στην περιοχή συναντώνται τρία ποτάμια: ο Πηνειός, ο Ληθαίος και ο Νεοχωρίτης.

Γιανιτσά

Τα Γιανιτσά κατά τον 19ο αιώνα

Πιο βόρεια, σε μια άλλη πεδιάδα, μακεδονική αυτή τη φορά, βρίσκονται τα Γιανιτσά, που παρετυμολογώντας τα από τον Γιάννη συνηθίζουν να τα γράφουν με δύο –νν–: Γιαννιτσά. Στην πραγματικότητα το τοπωνύμιο προέρχεται από την τουρκική λέξη Yenice,100 από τη λέξη yenice (πρόσφατος, νέος),101 όπως και το Yenişehir, η Λάρισα στην Τουρκοκρατία (Yenişehir-i Fener).

Βέβαια, κανονικά και ο Γιάννης / Ἰωάννης, ως προερχόμενος από την εβραϊκή יוחנן (Yōḥānān) < יהוחנן (Yəhōḥānān: ο Ιεχωβά είναι ελεήμων), ετυμολογικά με ένα –ν– δικαιολογείται να γράφεται, αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο, που θα περιλάβει στην εξέταση και τη μετάφραση των οʹ.

Αγλίστρα

Χάρτης των βραχωνυμίων & τοπωνυμίων. Χαρτογραφική επεξεργασία: Σπυρίδων Βλιώρας

Θα επιστρέψουμε στη βάση μας, στην Καλαμπάκα, με ένα βραχωνύμιο, την Αγλίστρα, που βρίσκεται στη θέση 39°42’36.5″N 21°37’24.0″E. Πρόκειται ουσιαστικά για τη χαράδρα που χωρίζει τον επιβλητικό βράχο της Αγιάς102 από τον Μπάντοβα στα νοτιοδυτικά του.103

Η προφανής ετυμολόγηση του βραχωνυμίου Αγλίστρα φαίνεται εύκολη: από το ουσιαστικό γλίστρα (με την ανάπτυξη ενός λαϊκότροπου προτακτικού α–)  και το μεσαιωνικό ήδη ρήμα γλιστρώ μέχρι το αρχαιοελληνικό λίστρον, το εργαλείο για εξομάλυνση, λείανση ή γυάλισμα μιας επιφάνειας, το φτυάρι, η ετυμολογική διαδρομή δείχνει καταφανής, καθώς πράγματι η περιοχή στην Αγλίστρα …γλιστρά επικίνδυνα και, όταν περιηγούμαστε με τους μαθητές μας εκεί, τους εφιστούμε ιδιαίτερη προσοχή.

Γνωρίζοντας όμως ότι στην περιοχή υπήρχαν ἐγκλεῖστρες (η πιο κοντινή είναι του Μπάντοβα), η οπτική μας μπορεί ν’ αλλάξει! Ἐγκλείστρα (από το αρχαιοελληνικό ἐγκλείω / κλείω μέσω του ελληνιστικού ἔγκλειστος) είναι «σπήλαιο ή άλλος περίκλειστος χώρος ή ερημητήριο, στο οποίο μονάζουν σε απομόνωση μοναχοί»,104 ενώ το Diccionario Griego–Español των Francisco Adrados και Juan Rodríguez Somolinos δίνει και τη σημασία «φυλακή, κλουβί», που μας θυμίζει τις Φυλακές των μοναχών βορειοανατολικά της Αγλίστρας.

Ο βράχος με την ονομασία Στύλος Σταγών με την τριγωνική σπηλιά των Φυλακών των μοναχών

Στην παρετυμολόγηση πρέπει να έπαιξε ρόλο και η ονομασία του γειτονικού βραχωνυμίου Μπάντοβας, που «προέρχεται από την σλαβική λέξη пад (pȃd), που σημαίνει «πτώση». Στη γενική του πληθυντικού μάλιστα η λέξη είναι падова (padova): των πτώσεων. Η σλαβική λέξη προέρχεται από την πρωτοσλαβική πρόθεση *podъ (*po +‎ *-dъ ), που σημαίνει «υπό, κάτω από». Αρχικά η λέξη θα ήταν Πάντοβας. Ο τύπος Μπάντοβας θα προήλθε, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις συμβαίνει, από την αιτιατική: τον Πάντοβα, τομΠάντοβα → ο Μπάντοβας.»105

Χάρτης των τοπωνυμίων. Χαρτογραφική επεξεργασία: Σπυρίδων Βλιώρας

Επίλογος

Κι έτσι λοιπόν από τα Γιανιτσά ως τη Λιβαδιά κι από το Σιράκο έως τον Τίρναβο, ολοκληρώθηκε η ετυμολογική μας περιπλάνηση…

Υποσημειώσεις

85 πβ. ρουμανική călăreț, αλβανική kalorës, ελληνιστική καβάλλης κ.λπ. Ο Νικολαΐδης 1909, 187, έχει το λήμμα καλάρου με πληθυντικό καλάρι (kalaru, kalari): ἱππεύς.

86 cálu (πληθυντικός cáĺi): το άλογο. Δασούλας 2013, 64.

88 αλλά 20 περίπου χιλιομέτρων με αυτοκίνητο!

90 Από την πρωτοσλαβική *sirъ.

94 Το τοπωνύμιο Κούζαινα στην Ήπειρο (Οικονόμου 1986, 891, πβ. Σπανός Β. 2000 (Οικισμοί), 361, 362), ανθρωπωνύμιο από την αλβανική kuze (Mann 1948α, 232), πρέπει να είναι άσχετο.

95 Από την πρωτοσλαβική *kǫťa.

96 Και —ενδεχομένως— και ο κουτσόβλαχος.

99 Λέξη ηχομιμητική, απ’ όπου και τα νεοελληνικά κλουκουτάω / κλουκούτιασμα / κλουκουτιασμένος καθώς και οι αρωμουνικές λέξεις  klukutésku (παφλάζω, αναταράζω) / κλουκουτέσκου, κλουκουτίρε, κλουκουτίτου (Νικολαΐδης 1909, 222–223)

100 Εννοείται Yenice-i Vardar (يڭيجۀ واردار): Νέος Βαρδάρης.

101 < yeni < οθωμανική τουρκική یڭی (yeñi) (νέος) < πρωτοτουρκική *yaŋï / *yeŋi (νέος).