Σωτήρης Χατζηγάκης : Η ιδεολογική πλευρά της σημερινής κρίσης

xatzhgakhs

Με το ξέσπασμα της σημερινής παγκόσμιας συστημικής κρίσης, άρχισε ένας έντονος διάλογος για τα αίτια που την προκάλεσαν καθώς και για τον τρόπο αντιμετώπισής της.

Η νεοφιλελεύθερη σχολή υποστηρίζει, πως η σημερινή συστημική κρίση οφείλεται αποκλειστικά στις υπέρογκες δαπάνες των κρατών και στη σπάταλη διαβίωση των πολιτών. Κατά την θεωρία αυτή η κατάσταση μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί, με την εφαρμογή αυστηρών κανόνων λιτότητας με περιστολές των δραστηριοτήτων του κρατικού τομέα και με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα απορρυθμίσεων στην οικονομία. Η συνταγή είναι γνωστή. Εφαρμόστηκε, στο παρελθόν σε πολλές χώρες (πχ στην ευρύτερη Λατινική Αμερική, στις «Ασιατικές τίγρεις» κλπ) με όχι επιτυχή αποτελέσματα. Αντίθετα, επέφερε εξαθλίωση στους λαούς, αλλά και απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας.

Πολλοί διακεκριμένοι οικονομολόγοι (όπως πχ ο Στιγκλιτς, ο Κρούγκμαν κα) υποστηρίζουν, πως οι «φονταμενταλιστές» της «ελεύθερης αγοράς» διαψεύστηκαν σχεδόν σε όλα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, κυριαρχούν στη πολιτική σκηνή περισσότερο από ποτέ. Ακόμα και η σημερινή Γερμανία εξοστρακίζει μετά βδελυγμίας τον ρόλο των συλλογικών ρυθμιστικών αντίβαρων, παρ’ όλο που ιστορικά έχει παράδοση στον κυρίαρχο ρόλο του κράτους στην οικονομία. Ο Μπίσμαρκ ήταν, εκείνος, που πρώτος εφάρμοσε παρεμβατικές κοινωνικές πολιτικές στον κόσμο. Αργότερα η χώρα αυτή πρώτη υιοθέτησε στο σύνολό της το “Ρηνανικό μοντέλο” του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Η οικονομική, ωστόσο, θεωρία, αλλά και η πραγματικότητα διαψεύδει αυτή τη «θεολογία» του «νεοφιλελευθερισμού» και των καλούμενων «ελεύθερων αγορών»
Απέναντι στη πολιτικο-ιδεολογική πρόταση του «νεοφιλελευθερισμού» και της καλούμενης «νέας οικονομίας», υπάρχει ο δρόμος του ήπιου φιλελευθερισμού, με βάση το «κεϋνσιανό δόγμα». Κατά τη θεωρία αυτή υιοθετείται η αρχή της ελευθερίας, η οποία θεωρεί το άτομο ως αγαθό με ίδια αξία, σύμφωνα με την Καντιανή και Αριστοτέλεια θεωρία. Αποδέχεται, ωστόσο, παράλληλα και το «συλλογικό» στοιχείο: την αρχή, δηλαδή, της ισότητας. Στον οικονομικό χώρο αυτή η σύνθεση της ελευθερίας και της ισότητας μεταφράζεται σε μια λογική επεκτατική (κεϋνσιανή), που προωθεί την παράλληλη ανάπτυξη του «Ιδιωτικού» με το «Δημόσιο». Το μοντέλο αυτό επικράτησε στον δυτικό κόσμο στις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, προσφέροντας στους λαούς ισορροπία και ευημερία. Σήμερα, υποστηρίζεται από το δημοκρατικό κόμμα του Ομπάμα, καθώς και από πολλά κόμματα του ευρωπαϊκού χώρου. Η Ελλάδα είχε ανέκαθεν επιλέξει αυτό το ιδεολογικό σύστημα, με τον «Ριζοσπαστικό Φιλελευθερισμό», τον «Μεσαίο Χώρο» και τη «σοσιαλδημοκρατία».
Κατά τη νεοκεϋνσιανή θεωρία, μια βαθιά οικονομική ύφεση, όπως και η σημερινή, δεν μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί με οριζόντιες πολιτικές περικοπών σε μισθούς, ημερομίσθια και συντάξεις, αλλά με μια σοβαρή και συνετή πολιτική αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας, με την τόνωση της ζήτησης και την ανάπτυξη των δημόσιων επενδύσεων. Η παραδοχή της θεωρίας αυτής, βέβαια, μας οδηγεί σ’ ένα καίριο ερώτημα: αν, δηλαδή, τα ελλείμματα (όπως και τα σημερινά) δημιουργήθηκαν από τις υπερβολικές κρατικές δαπάνες ή από άλλες αιτίες. Σύμφωνα, με τον James K. Galbraith, ”σε μεγάλο βαθμό, τα τρέχοντα ελλείμματα δημιουργήθηκαν από την χρηματο-οικονομική κρίση. […] Σύμφωνα με μια ανάλυση του ΔΝΤ, η μισή αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού στις μεγάλες οικονομίες ανά τον κόσμο (αλλά και στις μικρότερες, όπως η Ελλάδα), οφείλεται στην κατάρρευση των φορολογικών εσόδων και στη χαμηλή (συχνά αρνητική) ανάπτυξη σε σχέση με την αποπληρωμή επιτοκίων στο υπάρχον χρέος. Λιγότερο από το 10% οφείλεται στην αύξηση δημοσίων δαπανών”.
Βέβαια, η μείωση –ή ακόμα και η εξάλειψη– των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι μια συνετή και συχνά αναγκαία πολιτική. Επιτυγχάνεται όμως με τη μεγέθυνση του ρυθμού της οικονομίας μέσα κυρίως από την αύξηση των οικονομικά αποδοτικών δημόσιων δαπανών και της παρέμβασης του κράτους, χωρίς βέβαια σπατάλες και δαπάνες άχρηστων καταναλωτικών αγαθών. Πάντως όχι με τις πολιτικές περικοπών και περιορισμών.
Η εφαρμογή, βέβαια, μιας τέτοιας «νέο-κευνσιανής» πολιτικής από μια μεμονωμένη χώρα (όπως πχ η Ελλάδα), είναι σήμερα αδύνατη. Χρειάζεται, συνεπώς, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική με κεντρικό μοχλό τις δημόσιες επενδύσεις. Σήμερα, υπάρχουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που επιδιώκουν μια τέτοια πολιτική. Θα μπορούσε, συνεπώς, η Ελλάδα ν’ αναπτύξει συμμαχίες, μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών, που βρίσκονται στην ίδια θέση μ’ εμάς. Τελευταία, άλλωστε, πληθαίνουν και φωνές διανοούμενων (όπως πχ ο Νόαμ Τσόμσκι στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 7/4/2013) οι οποίοι καλούν τις κυβερνήσεις των κρατών του Νότου της Ευρώπης να ενώσουν τις μεταξύ τους πολιτικές, ώστε ν’ αντιμετωπίσουν τις πιέσεις και την επιδιωκόμενη κυριαρχία στην Ευρώπη της Γερμανίας.

του Σωτήρη Χατζηγάκη πρώην υπουργού

Δημοσιεύθηκε στο “ΒΗΜΑ” της Κυριακής, 9 Μαρτίου 2014

.