Οι Αρμάνοι Βλάχοι -Ιστορική καταγωγή και ταυτότητα
Οι Αρουμάνοι/Βλάχοι είναι λατινόφωνος πληθυσμός της Βαλκανικής, με ρίζες που ανάγονται στη ρωμαιοκρατία, όταν οι τοπικοί πληθυσμοί – κυρίως Θράκες, Ιλλυριοί και Έλληνες – εκρωμαΐστηκαν γλωσσικά, διατηρώντας ωστόσο την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα.
Η γλώσσα τους, τα Αρμανικά (ή Βλάχικα), είναι λατινογενής με έντονα ελληνικά και σλαβικά στοιχεία. Οι πρώτες αναφορές σε Βλάχους απαντώνται ήδη από τον 11ο αιώνα στο Βυζάντιο.
Με την πάροδο των αιώνων, οι Βλάχοι εγκαθίστανται σε ορεινές περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Πίνδου. Από τον 17ο αιώνα και εξής κτηνοτρόφοι, έμποροι και μαστόροι είχαν σημαντικότατο ρόλο στην οικονομική και πολιτιστική εξέλιξη του Ελληνισμού. Χαρακτηρίζονταν από μια εξαιρετικά πλούσια κοινωνική συνοχή, βασισμένη στη συνεργασία και την ισχυρή συλλογική ταυτότητα.
Ξεχώρισαν για την τεχνική τους κατάρτιση και την εμπορική τους πρόοδο. Το πολιτισμικό αποτύπωμα της αρχιτεκτονικής των Βλάχων/Αρμάνων αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική τους δεν ήταν απλώς τεχνική ανάγκη, αλλά τρόπος ζωής. Ήταν τρόπος να ζουν μέσα στη φύση, με σεβασμό, καλύπτοντας λειτουργικές και αισθητικές ανάγκες.
Οι Αρμάνοι/Βλάχοι, εκτός από μαστόρους, εμπόρους και τεχνίτες, υπήρξαν και μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, με βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στην πατρίδα και τις κοινότητές τους. Η προσφορά τους δεν περιορίστηκε μόνο σε τοπικό επίπεδο, αλλά άγγιξε ολόκληρο το έθνος, συμβάλλοντας στην ίδρυση σχολείων, νοσοκομείων, βιβλιοθηκών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών θεσμών.
Η προσφορά τους ήταν έκφραση εθνικής ταυτότητας, συλλογικής ευθύνης και κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα κτίριά τους σχεδιάστηκαν για να διαρκούν, να ενσωματώνουν αρμονικά το τοπίο, να προάγουν την παιδεία και να εμπνέουν τις επόμενες γενιές.
Η μνήμη τους δεν ανήκει μόνο στην ιστορία, αλλά είναι παρούσα σε κάθε μαθητή που μορφώνεται σε σχολείο που ίδρυσαν, σε κάθε επισκέπτη που περνά την πύλη ενός μουσείου, σε κάθε ασθενή που θεραπεύεται σε νοσοκομείο που έκτισαν.
Όταν μιλάμε για Βλάχικη αρχιτεκτονική δε μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από το πρώτο «οίκημα» την βλάχικη καλύβα.
Η βλάχικη καλύβα ή κονάκι αποτελεί σημαντικό αρχιτεκτονικό στοιχείο της μετακινούμενης διαβίωσης που απαιτούσε η κτηνοτροφία. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής και κοινωνικής ταυτότητας των ορεινών κοινοτήτων. Πρόκειται για μια απλή αλλά πλήρως λειτουργική κατασκευή, σχεδιασμένη να προσφέρει στέγαση με ασφάλεια και προστασία από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες του ορεινού τοπίου.
Κατασκευάζεται με υλικά όπως κορμοί δέντρων, κλαδιά ή καλάμια και άχυρα για μόνωση από τη βροχή και τον ήλιο. Με χειροποίητες τεχνικές, εντάσσεται αρμονικά στο τοπίο, στην πρακτικότητα και την ευελιξία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Η νέα αρχιτεκτονική μορφή αντανακλούσε όχι μόνο τις λειτουργικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά και την κοινωνική τους άνοδο και τη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας των Βλάχων.
– Η Βιβλιοθήκη Τσοτυλίου, ένα εκπαιδευτικό στολίδι της Κοζάνης, χτίστηκε με χορηγία Βλάχων εμπόρων. Διαθέτει μεγάλη αίθουσα με καμάρες, ξύλινα πατώματα και συμμετρική κάτοψη.
– Το Αβερώφειο Γυμνάσιο Λάρισας αποτελεί ένα από τα ωραιότερα παραδείγματα συνδυασμού της βλάχικης κατασκευαστικής παράδοσης με τον αστικό νεοκλασικισμό.
Κοινωφελή Έργα
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων Βλάχων ευεργετών στη χρηματοδότηση δημόσιων έργων που βελτίωσαν την ποιότητα ζωής και τις υποδομές της χώρας. Ξεχωρίζουν, μεταξύ άλλων, η οικονομική υποστήριξη για το Νοσοκομείο Χατζηκώστα στα Ιωάννινα, καθώς και η δωρεά για την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου στην Αθήνα.
Οι Βλάχοι ευεργέτες στήριξαν επίσης πληθώρα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, υγειονομικών κέντρων, οδικών έργων και άλλων βασικών υποδομών. Ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Ευγένιος Ζάππας, ο Νικόλαος Στουρνάρας και πολλοί άλλοι συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της δημόσιας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Ο Αβέρωφ συνέβαλε οικονομικά στην ολοκλήρωση του κτιρίου του Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων, το οποίο θεμελιώθηκε το 1862 και αποπερατώθηκεστις αρχές του 20ού αιώνα. Το κεντρικό αυτό κτίριο φέρει το όνομά του και συχνά αποκαλείται «Αβερώφειο».
Η συνεισφορά του υπήρξε καθοριστική για τη στέγαση και την ανάπτυξη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Το κτίριο του Αβερώφειου, που στεγάζει τη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Διακρίνεται για τις συμμετρικές του όψεις, τους επιβλητικούς κίονες και τις κλασικές αναλογίες, που συνδυάζουν λειτουργικότητα και αισθητική αρμονία. Είναι κατασκευασμένο κυρίως από μάρμαρο και πέτρα.
Αντίστοιχα, ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ υπήρξε ο κύριος χρηματοδότης και για την ανέγερση του συγκροτήματος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων(ΣΣΕ). Το συγκρότημα κατασκευάστηκε την περίοδο 1900–1904, στις αρχές του 20ού αιώνα, βάσει σχεδίων του διακεκριμένου αρχιτέκτονα Ernst Ziller, ενώ την επίβλεψη των εργασιών είχε ο στρατιωτικός μηχανικός Ιφικράτης Κοκκίδης. Η αρχιτεκτονική σύνθεση του συγκροτήματος διατηρεί τη μνημειακή αυστηρότητα και τη νεοκλασική αισθητική της εποχής, εκφράζοντας το κύρος και τη σημασία της στρατιωτικής εκπαίδευσης για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Πρωταρχικός σκοπός των κτιρίων ήταν η στέγαση της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, της ανώτατης στρατιωτικής σχολής για την εκπαίδευση και παραγωγή αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού. Η ΣΣΕ στεγάστηκε εκεί μέχρι το 1982, οπότε και μετεγκαταστάθηκε στη Βάρη Αττικής.
Έκτοτε, το ιστορικό αυτό συγκρότημα απέκτησε νέες λειτουργίες: χρησιμοποιείται κυρίως ως κτιριακό συγκρότημα του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου καταδικάστηκε και ο Σωτήρης Μπλέτσας.
Παράλληλα, τμήματά του έχουν αποκτήσει μουσειακό ή εννοιολογικό χαρακτήρα, όπως το Μουσείο της Σχολής, ενώ σε ορισμένους χώρους έχουν στεγαστεί και άλλες υπηρεσίες, διατηρώντας όμως το ιστορικό αποτύπωμα της ΣΣΕ στο
κτιριακό σύνολο.
Ο Τοσίτσας συνέβαλε καθοριστικά στη χρηματοδότηση της ίδρυσης και λειτουργίας σχολείων, καθώς και άλλων κοινωφελών έργων στο Μέτσοβο και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η γενναιοδωρία του συνέβαλε σημαντικά στην προώθηση της εκπαίδευσης και της πολιτιστικής ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.
Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Οι Βλάχοι ευεργέτες προσέφεραν καθοριστικά για την ανέγερση και χρηματοδότηση του Αστεροσκοπείου. Το Αστεροσκοπείο είναι ένας φάρος ελληνικής και ευρωπαϊκής
επιστημονικής παράδοσης, με συνεχή λειτουργία από το 1842. Η πραγματοποίησή του οφειλόταν στην γενναιοδωρία του Γεώργιου Σίνα, Γενικού Πρόξενου της Ελλάδος στη Βιέννη. Η αρχιτεκτονική του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών είναι μοναδική και συνδυάζει την επιστήμη με την αισθητική της ελληνικής αρχαιότητας και του νεοκλασικισμού. Χτίστηκε στον Λόφο των Νυμφών, κοντά στο Θησείο, με θέα την Ακρόπολη και τον λόφο του Φιλοπάππου.
ΑρσάκειαΣχολεία
Ο Απόστολος Αρσάκης ήταν Ηπειρώτης, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς ευεργέτες: χρηματοδότησε σημαντικά την ανέγερση του βασικού κτιρίου και την λειτουργία των σχολείων όπου προωθείτο η εκπαίδευση των νέων κοριτσιών – εκπαιδευτριών οι οποίες στη συνέχεια διαδόθηκαν την ελληνική παιδεία σε όλη την Ελλάδα. Οι Αρσάκεια Σχολεία ιδρύθηκαν την περίοδο μετά την Ελληνική Επανάσταση (1836), για να στηρίξουν την ανασυγκρότηση της νέας χώρας μέσω της εκπαίδευσης, με έμφαση στην ενίσχυση της γλώσσας και του πολιτισμού.
Ακαδημία Αθηνών
Οι Βλάχοι υπήρξαν σημαντικοί ευεργέτες της Ακαδημίας Αθηνών, συμβάλλοντας με δωρεές και υποστήριξη στην ανάπτυξη της ελληνικής επιστήμης και παιδείας. Μέσα από την οικονομική τους ενίσχυση, βοήθησαν στην ίδρυση και λειτουργία της Ακαδημίας, προωθώντας τον πολιτισμό και την έρευνα στην Ελλάδα. Η προσφορά τους αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της Ακαδημίας και της εθνικής προόδου.
Ζάππειο Μέγαρο
Ο Ευάγγελος Ζάππας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ευεργέτες του 19ου αιώνα, με καταγωγή από το χωριό Λάμποβο της σημερινής Αλβανίας. Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αναβίωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στην ενίσχυση της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και των υποδομών στην Ελλάδα.
Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι το Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα, το οποίο χρηματοδότησε και δώρισε στο ελληνικό κράτος. Το Ζάππειο χρησιμοποιήθηκε για
εκθέσεις, συνέδρια και εθνικές εκδηλώσεις, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας.
Η προσφορά του Ευάγγελου Ζάππα παραμένει έως σήμερα σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας και κοινωνικής προσφοράς.
Το Ζάππειο Μέγαρο είναι ένα από τα πιο επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας.
Χτίστηκε τον 19ο αιώνα με δωρεά του Ευάγγελου Ζάππα και σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν. Το κτίριο συνδυάζει κλασικά στοιχεία, όπως κίονες, αετώματα και συμμετρικές όψεις, αποτυπώνοντας την επιρροή της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Ο Μιχαήλ Τοσίτσας υπήρξε επίσης ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ευεργέτες του 19ου αιώνα, καταγόμενος από το Μέτσοβο, όπως και ο Γεώργιος Αβέρωφ.
Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία, μέρος της οποίας αφιέρωσε αργότερα στην πατρίδα του.
Ξυλόγλυπτα ταβάνια, εντοιχισμένα τζάκια, τοιχογραφίες και κιλίμια σε έντονα χρώματα που προσδίδουν ζωντάνια και ιστορική αξία. Οι λιθόκτιστες εστίες και τα εντοιχισμένα ντουλάπια μαρτυρούν την πρακτικότητα και την προσοχή
στη λεπτομέρεια. Τα παράθυρα είναι μικρά, τα μπαλκόνια ξύλινα, ενώ η περίκλειστη αυλή αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της οικίας των Βλάχων. Οι αυλές, οι αυλόπορτες μαζί με τα δημόσια καλντερίμια, οργανώνουν τον οικισμό,
συνδέοντας τα σπίτια μεταξύ τους και δημιουργώντας ένα λειτουργικό δίκτυο κυκλοφορίας που μεταφέρει αρμονικά τον κάτοικο από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο και αντίστροφα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αρχιτεκτονικής τους και της μορφής των κτισμάτων αυτών είναι το Αρχοντικό Τοσίτσα στο Μέτσοβο, ένα παραδοσιακό ηπειρωτικό αρχοντικό που σήμερα λειτουργεί ως Λαογραφικό Μουσείο, όπου συναντάμε σπάνιες
ξυλογλυπτικές λεπτομέρειες, μεγάλα τζάκια και εσωτερικές σάλες με εντυπωσιακές διακοσμήσεις.
Η αρχιτεκτονική από το ιδιωτικό περνάει στο δημόσιο χώρο όπου κατασκευάστηκαν εκκλησίες και πολλά δημόσια κτίρια (σχολεία, βρύσες, γεφύρια) αποδεικνύοντας την υψηλή τεχνική αρτιότητα και την αισθητική συνείδηση των
Βλάχων μαστόρων.
Το Αρχοντικό Αβέρωφ, το οποίο σήμερα λειτουργεί ως Πινακοθήκη, αποτελεί ζωντανό μνημείο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και της τέχνης. Διατηρεί με σεβασμό τα αυθεντικά του υλικά, όπως η πέτρα και το ξύλο, που
μαρτυρούν την υψηλή τεχνική και την ποιότητα
των κατασκευαστών του. Μέσα από τη συντήρηση και την ανάδειξή του, το Αρχοντικό Αβέρωφ συνεχίζει να αφηγείται την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής, προσφέροντας στους επισκέπτες μια μοναδική εμπειρία αισθητικής και πολιτισμικής κληρονομιάς.
Στο Συρράκο και στους Καλαρρύτες, όλα τα σπίτια είναι χτισμένα από πέτρα, με στέγες από σχιστόπλακες, ξύλινα πατώματα, τοξωτές πόρτες, μικρά παράθυρα και σοφίτες – τα λεγόμενα «οντάδια». Πολλά αρχοντικά σώζονται ακόμη στο Μέτσοβο, στο Συρράκο, στους Καλαρρύτες, στη Βλάστη. Στο Νυμφαίο, ορισμένα αρχοντικά φέρουν επιρροές από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό του 19ου αιώνα.
Οι Βλάχοι μετανάστες στην Αίγυπτο, τη Ρωσία και το Βουκουρέστι έστελναν χρήματα πίσω, για να χτιστούν σπίτια αντάξια της προόδου τους. Αυτά τα σπίτια δεν ήταν μόνο κατοικίες· αποτελούσαν σύμβολα κοινωνικής ανόδου και πολιτισμικής ταυτότητας.
Η Διεθνής Διάσταση των Βλάχων
Η ιδιαίτερη αυτή αρχιτεκτονική αντίληψη και η δεξιοτεχνία στην επεξεργασία της πέτρας δεν περιορίστηκε μόνο εντός των ελληνικών συνόρων. Οι Βλάχοι, ως εξαιρετικοί μαστόροι και τεχνίτες, μετέφεραν την τέχνη τους και πέρα από τα σύνορα, αναλαμβάνοντας σημαντικά έργα σε διάφορες χώρες.
Οι μαστόροι Βλάχοι εργάστηκαν στη Ρουμανία (Βουκουρέστι, Πλοέστι), στην Οδησσό και στη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου. Οι Αρμάνοι/Βλάχοι μετέδωσαν την τέχνη της πέτρας, τη συμμετρία και τον σεβασμό προς το υλικό, όχι μόνο ως εργάτες, αλλά και ως δημιουργοί.
Δημόσια Έργα: Σχολεία, Βιβλιοθήκες, Πλατείες
Μεγάλη υπήρξε και η προσφορά τους στη δημόσια αρχιτεκτονική όπως είπαμε. Σημαντικά παραδείγματα είναι:
– Τα «Τοσίτσεια Σχολεία» στο Μέτσοβο και στην Αθήνα ιδρύθηκαν από τον Μιχαήλ Τοσίτσα.
Τα κτίρια είναι πετρόκτιστα, με κλασικά στοιχεία και οργανωμένη αρχιτεκτονική σύνθεση.
– Τα Παλαιά Τοσίτσεια Σχολεία, που ιδρύθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, χαρακτηρίζονται από νεοκλασική αρχιτεκτονική, όπως συνέβαινε με τα περισσότερα δημόσια και εκπαιδευτικά κτήρια της εποχής.
- Η Ακαδημία Αθηνών αποτελεί αριστούργημα της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Ο σχεδιασμός της έγινε από τους διάσημους αρχιτέκτονες Θεόφιλο Χάνσεν και Ερνέστο Τσίλλερ, εμπνευσμένος από τα αρχαία ελληνικά πρότυπα και την κλασική αρμονία. Το κτίριο ξεχωρίζει για τους επιβλητικούς κίονες, τα γλυπτά και τις λεπτομερείς διακοσμήσεις, που αποτυπώνουν την πολιτιστική και πνευματική ταυτότητα της χώρας.
Θρησκευτικά Μνημεία
Η συμβολή των Ελλήνων Βλάχων επεκτάθηκε και στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.
Στον Άγιο Νικόλαο στο Συρράκο και στην Αγία Παρασκευή στους Καλαρρύτες, συναντούμε πέτρινες λιθοδομές, καμπαναριά και ξυλόγλυπτα τέμπλα.
Η Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα, ένα από τα σπουδαιότερα μοναστηριακά συγκροτήματα της Ελλάδας, αναστηλώθηκε με τη συμμετοχή Ηπειρωτών Βλάχων τεχνιτών.
Οι ναοί αυτοί, λιτοί και αρχοντικοί, δεν αποτελούν μόνο χώρους λατρείας – είναι και χώροι τέχνης και συλλογικής μνήμης.
Γεφύρια, Βρύσες, Δρόμοι
Δεν μπορώ να μην σταθώ στους μάστορες των γεφυριών. Στην Ήπειρο και της Πίνδο ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, με πρωτομάστορες και καλφάδες. Αυτή η βαθιά αίσθηση προσφοράς και καλλιτεχνικής επιμέλειας αποτυπώνεται ακόμη και στις πιο απλές, καθημερινές κατασκευές — γεφύρια, βρύσες, μονοπάτια — που φέρουν την ίδια φροντίδα, το ίδιο μεράκι και την ίδια πολιτισμική αξία. Ενδεικτικές αναφορές είναι το Γεφύρι του Κόκκορη στο Ζαγόρι, το Γεφύρι Καλογήρου στη Βίτσα, το Γεφύρι της
Αρτοτίβας στην Αιτωλοακαρνανία, καθώς και οι πέτρινες βρύσες τους.
Τα γεφύρια τους είναι θαύματα ισορροπίας και ομορφιάς. Κάθε πέτρα είχε σημασία, κάθε τόξο κουβαλούσε μια ιστορία. Πολλά από αυτά σώζονται ακόμη και προκαλούν δέος.
Σε κάθε χωριό υπάρχει μία πέτρινη βρύση, χρονολογημένη, με το ονοματεπώνυμο του δωρητή, με καμάρα και διακόσμηση. Οι βρύσες αυτές δεν φτιάχτηκαν μόνο για το προφανές. Δεν ήταν απλώς πηγές νερού. Ήταν κέντρα κοινωνικής ζωής, τόποι συνάντησης, κουβέντας, γιορτής.
Γαρδίκι
Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ και στο χωριό από το οποίο κατάγομαι: το Γαρδίκι. Εκεί όπως και σε όλα τα άλλα μήκη και πλάτη που έδρασε η Βλάχικη κοινότητα κυριαρχεί η τοπική πέτρα στα πετρόχτιστα σπίτια και στις εκκλησίες, εκπέμποντας αίσθηση φυσικής ενσωμάτωσης στο τοπίο, ενώ τα ξύλινα στοιχεία (παράθυρα, μπαλκόνια) συμπληρώνουν λειτουργικά και αισθητικά τη σύνθεση.
Στο χωριό ξεχώριζε το αρχοντικό της οικογένειας Γαρδικιώτη, κτισμένο το 1860, με δύο υπόγεια, ισόγειο και δύο ορόφους. Ο πέτρινος εξωτερικός τοίχος πάχους ενός μέτρου και οι πολεμίστρες μαρτυρούν την ανάγκη για προστασία από επιδρομές. Στον πρώτο όροφο βρίσκεται το «Μαντζάτο» (σαλόνι με τζάκι), από τον οποίο κυριαρχεί η θέα στο “πλουν” (πλατώ), διακοσμημένος με πίνακες της εποχής.
Το αρχοντικό της οικογένειας Γαρδικιώτη αποτελούσε ένα από τα αρχιτεκτονικά στολίδια του χωριού, βασισμένο στη βλάχικη παράδοση, με τοπική πέτρα και ξυλόγλυπτα στοιχεία, συνδυάζοντας λειτουργικές ανάγκες άμυνας και φιλοξενίας. Η απώλειά του θεωρείται μεγάλη, ιδιαίτερα καθώς υπήρξε προσπάθεια χαρακτηρισμού του ως μουσειακός χώρος
– κάτι που θα μπορούσε να αναδείξει την πολιτιστική ταυτότητα του Γαρδικίου τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Επίλογος
Εθνικούς ευεργέτες όπως ο Αβέρωφ, ο Τοσίτσας, ο Στουρνάρας, ο Ζάππας, δεν πρέπει να τους θυμόμαστε μόνο για τις χορηγίες τους, αλλά και για την πίστη τους στην παιδεία, την πρόοδο και την αρχιτεκτονική ομορφιά. Και γι’ αυτό τα κτίρια που άφησαν πίσω τους ξεχωρίζουν όχι μόνο για τη χρηστικότητά τους,αλλά και για τη διαχρονική αισθητική τους.
Συμπερασματικά, η συμβολή των Αρμάνων/Βλάχων στον αρχιτεκτονικό θησαυρό της Ελλάδας είναι: υλική,μέσα από τα έργα τους· πολιτισμική,ως τρόπος ζωής και αισθητικής έκφρασης· και ηθική, ως προσφορά στον τόπο τους.
Η βλάχικη αρχιτεκτονική είναι μια μορφή πολιτισμικής έκφρασης, με βαθιές ρίζες και άρτια τεχνική. Δεν εξυπηρετούσε μόνο την καθημερινότητα, αλλά αποτύπωνε τον τρόπο με τον οποίο οι Βλάχοι έβλεπαν τον εαυτό τους, τη φύση και την κοινότητα. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και αξίζει διατήρηση και ανάδειξη.
Στο τέλος αυτής της σύντομης παρουσίασης, εύχομαι να συνέβαλα στην πεποίθηση πως η αρμάνικη/βλάχικη αρχιτεκτονική δεν είναι απλώς μια περιφερειακή παράδοση, αλλά αποτελεί ζωντανό κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας – ένας αυθεντικός θησαυρός.
Σωτήρης Μπλέτσας Αρχιτέκτονας
Πηγές:
Χουλιαράς Γ., Η Αρχιτεκτονική των Βλάχων, 2003
Κολώνιας Ηλίας, Τα Πέτρινα Γεφύρια της Ελλάδας, 2000
Σβολόπουλος Κ., Οι Εθνικοί Ευεργέτες και η Ελλάδα, 1982
Μπίρης Κ., Η Αρχιτεκτονική της Πίνδου, 1986
Παπαγιάννης Β., Εκκλησιαστικά Μνημεία Ηπείρου, 2003
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Ψηφιακά Αρχεία Λαϊκής Αρχιτεκτονικής
Καραμήτσος, Ν. (2003). Οι Βλάχοι: Η ταυτότητα και η ιστορία τους. Εκδ. Κυριακίδη.
Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων (10ος αι.).
Kahl, T. (2006). The Ethnic Identity of the Aromanians after 1990: The Identity of a Minority
That Behaves Like a Majority. Ethnologia Balkanica.
Παπαγεωργίου, Χ. (1998). Οι Βλάχοι στο Νέο Ελληνικό Κράτος. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας.
Ζάχος, Κ. (2001). Οι Ευεργέτες του Έθνους. Εκδ. Γκοβόστη.
Αθανασίου, Δ. (1985). Ο Αβέρωφ και το Μέτσοβο. Ίδρυμα Τοσίτσα.
Πετροπούλου, Δ. (2000). Η Ηπειρώτικη Αρχιτεκτονική και οι Βλάχοι Μάστορες. Εκδ.
Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς.
Βαλκανικός Πολιτιστικός Σύλλογος Βλάχων (2021). Διαδρομές και Ταυτότητα: Ο Βλαχικός Πολιτισμός στην Ελλάδα.