Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται πάντα κρύο. Η εκδίκηση ως μορφή αντίδρασης στην αδικία. Αυτό είναι κατά βάση, το θέμα της νέας ταινίας του Matteo Garrone “Dogman” με την οποία πήγε φέτος στο φεστιβάλ των Καννών.
Ο Garrone γυρίζει με την ταινία του στα γνώριμα μονοπάτια του ιταλικού περιθωρίου που γνωρίσαμε από την δικιά του “Gomorra”. Μόνο που εδώ παρακολουθεί την ιταλική κοινωνία μέσα από άλλο μάτι. Συγκεκριμένα την παρακολουθεί με την ματιά του σκηνοθέτη που ξεκοκαλίζει αλλά και ξαναγράφει την πραγματική ιστορία του Pietro De Degri, ενός ιδιοκτήτη ξενοδοχείου σκύλων συνοδείας αλλά και επιδέξιου κομμωτή σκύλων που η προσωπική του ιστορία, αλλά περισσότερο η δραματική της εξέλιξη συγκλόνισε και απασχόλησε την κοινωνία της Ιταλίας στην δεκαετία του ’80.
Η ταινία παρακολουθεί την ζωή του Marcello (Marcello Fonte), του κομμωτή και ξενοδόχου σκύλων, που το κατάστημα του βρίσκεται σε μια παρηκμασμένη ιταλική λουτρόπολη η οποία παραπέμπει σε σκηνικό αστικού western, μια πόλη-φάντασμα όπου οι «νεκροζώντανοι» κάτοικοι του βρίσκονται βουτηγμένοι στην παρανομία, στην απάτη, στα ναρκωτικά, στον τζόγο, στη βία και στις «φιλίες» που εξυπηρετούν ιδιοτελείς σκοπούς. Ο Marcello προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην απλόχερη αγάπη του για τα σκυλιά, την πατρική του φροντίδα και αγάπη στην μοναχοκόρη του από ένα διαλυμένο γάμο, για την οποία θα έδινε και θα έκανε τα πάντα, την εξάρτηση του από την κοκαΐνη και την αποδοχή του από μια περιθωριακή κοινωνία που θέτει και εφαρμόζει τους δικούς της κανόνες.
Σ’ αυτό το σκοτεινιασμένο και ζαλισμένο περιβάλλον, όλα αλλάζουν άρδην όταν επιστρέφει από την φυλακή ο παλιός του φίλος Simone (Edoardo Pesce), ένας γεροδεμένος γίγαντας με καμένο εγκέφαλο από τα ναρκωτικά, εθισμένος στην βία, την κλοπή και την παράνοια. Από την στιγμή που ο ήρεμος Marcello αποφασίζει με μισή καρδιά αλλά με την άλλη μισή να καμφθεί από φόβο, θαυμασμό, ένοχη κολακεία, χρήμα και την έξη στα ναρκωτικά όλα αλλάζουν στην ατμόσφαιρα. Η παράνομη σκέψη γίνεται ενέργεια και πράξη και σ’ έναν κόσμο χωρίς συνεκτικό ιστό, η γρήγορη πτώση είναι κάτι παραπάνω από σίγουρη κατάληξη. Ότι ακολουθεί την πορεία του Marcello έχει την αξία του για τον ίδιο και τους γύρω του και η μανιασμένη εκδίκηση στο τέλος έχει σκοπό να κερδίσει την χαμένη τιμή του σ’ έναν άτιμο κόσμο.
Ο Matteo Garrone «παρακολουθεί» με σκηνοθετική αλλά και ψυχιατρική ακρίβεια την ελεύθερη πτώση του ήρωα του στο western πείραμα του υποταγμένου και ντοπαρισμένου «ποντικού» που δεν μπορεί να ξεφύγει από τα στενά σοκάκια του γυάλινου λαβύρινθου. Η ερμηνεία του Marcello Fonte κερδίζει επάξια το βραβείο του α’ ανδρικού ρόλου που πήρε στο φεστιβάλ των Καννών, αν και ο σκηνοθέτης τον κρατά «μακριά» από σκηνές κορύφωσης της δράσης εκεί που μάλλον θα επιβάλλονταν από τα πράγματα. Ίσως να θέλει να δώσει έτσι ακόμη περισσότερη έκταση στο πόσο μπορεί να εγκλωβιστεί κάποιος ανεπανόρθωτα σε κάτι πολύ πάνω από τις δυνάμεις του και τον χαρακτήρα του.
Η σκηνοθετική στροφή του έργου από τα γεγονότα της πραγματικής υπόθεσης του Pietro De Degri υποθέτω ότι εξυπηρετεί το να «εξηγήσει» στους θεατές ότι η πορεία της ζωής είναι γεμάτη αλήθειες, λάθη, αγάπη, υποθέσεις, καταδίκες, μετάνοια αλλά και προσπάθειες εξιλέωσης. Συνήθως όμως δεν προλαβαίνουμε να δούμε όλο το έργο της ζωής όπως θα θέλαμε.