Πρόταση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για ένα προϊόν, από το οποίο παράγεται άριστο δημοσιογραφικό χαρτί

kenaf

Ένα φυτό άγνωστο κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα, αλλά με μεγάλη προσαρμοστικότητα και δυναμικό παραγωγής βιομάζας στις ελληνικές συνθήκες, έτσι ώστε θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στη νέα γεωργική προοπτική της χώρας, αποτελεί το κενάφ, από το οποίο παράγεται άριστο δημοσιογραφικό χαρτί […]

Στο πλαίσιο της εναλλακτικής γεωργίας χαμηλών εισροών που πρέπει να υιοθετήσει και η χώρα μας πλησιάζοντας προς την αναθεωρημένη ΚΑΠ το 2013 με τη διακοπή των γεωργικών επιδοτήσεων, είναι αναγκαία η εισαγωγή νέων συστημάτων καλλιεργειών που θα ελαχιστοποιούν το κόστος παραγωγής και τις περιβαλλοντικές εκροές, και που θα αποδίδουν μεγάλη προστιθέμενη αξία τόσο για παραγωγή τροφής όσο και για παραγωγή ενέργειας ή άλλων βιομηχανικών προϊόντων.

Ένα τέτοιο φυτό είναι και το κενάφ (Hibiscus Canabinnus- Οικ. Malvaceae), το οποίο, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νικόλαος Δαναλάτος, καθηγητής Γεωργίας-διευθυντής του Εργαστηρίου Γεωργίας στη Σχολή Γεωπονικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, είναι ετήσιο φυτό θερμών περιοχών, συγγενές με το βαμβάκι, τη μπάμια και τον ιβίσκο.

Καλλιεργείται σε μεγάλο εύρος εδαφο-κλιματικών συνθηκών, και λόγω των περιορισμένων απαιτήσεών του συγκριτικά με άλλα βιομηχανικά φυτά, μπορεί να συμπεριληφθεί στην αμειψισπορά των μονοκαλλιεργειών.

Το κενάφ αποτελεί χορτονομή υψηλής βιολογικής αξίας με περιεκτικότητα φύλλων 18%-30% και βλαστών 6%-12% σε ακατέργαστη πρωτεΐνη και με υψηλή πεπτικότητα κυτταρίνης και πρωτεΐνης (55%), ενώ οι σπόροι του χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή λαδιού (20% λάδι).

Ο βλαστός, που αποτελεί το μεγαλύτερο οικονομικό προϊόν του κενάφ, διακρίνεται στο φλοιό (25-40% του βάρους) και τον εσωτερικό ξυλώδη βλαστό (60-75%). Οι ίνες του φλοιού είναι μακριές (μήκος 3-4 mm), υψηλής ποιότητας ανάλογης των ινών του μαλακού ξύλου, ενώ οι ίνες του εσωτερικού ξυλώδους βλαστού με μήκος 0.5-1 mm είναι χαμηλότερης ποιότητας.

Χρησιμότητα
Το κενάφ έχει μελετηθεί σε διάφορες χώρες ως πηγή φυτικών ινών και χαρτοπολτού για τη χαρτοβιομηχανία, στην παραγωγή διαφόρων προϊόντων, αλλά κυρίως για την παραγωγή δημοσιογραφικού χαρτιού άριστης ποιότητας, το οποίο παρουσιάζει άριστη κατακράτηση μελάνης, μεγάλη αντοχή στην τυπογραφική πρέσα μεγάλων ταχυτήτων και δεν κιτρινίζει.

Η διαδικασία μετατροπής και λεύκανσης του χαρτοπολτού που προέρχεται από το κενάφ απαιτεί λιγότερη ενέργεια και χημικά έναντι του χαρτοπολτού, που προέρχεται από δασικές πρώτες ύλες. Οι ίνες του κενάφ χρησιμοποιούνται, επίσης στην παραγωγή μοριοσανίδων και άλλων κατασκευαστικών υλικών, στην αντικατάσταση του fiberglass.

Από τη διεθνή βιβλιογραφία προκύπτει, όπως σημειώνει ο κ. Δαναλάτος, ότι η μεγαλύτερη έρευνα, που αφορά την καλλιέργεια του κενάφ, ανήκει στις ΗΠΑ και άρχισε το 1940 από το USDA (United States Department of Agriculture).

Στην Ευρώπη, το ενδιαφέρον ξεκίνησε πολύ αργότερα με τις ανησυχίες που δημιούργησαν οι κοινοτικοί προβληματισμοί στα θέματα της εξάντλησης των δασικών αποθεμάτων και εκδηλώθηκε με το πρόγραμμα “Agenda 2000”, που αφορούσε τον έλεγχο των εκπομπών του CO2 και την παραγωγή βιομάζας για ενεργειακούς σκοπούς. Την ίδια εποχή (1993-97), μερικές ποικιλίες κενάφ μελετήθηκαν και στην Ελλάδα (περιοχές Κωπαΐδας και Θράκης), σε ερευνητικές προσπάθειες του ΕΘΙΑΓΕ. του ΚΑΠΕ και του Οργανισμού Βάμβακος.

Περί το 2003, το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το κενάφ, κυρίως για την αντικατάσταση της κάνναβης (για προφανείς λόγους) και την παραγωγή χαρτοπολτού και χαρτιού υψηλής ποιότητας, είχε ως αποτέλεσμα την εκπόνηση μεγάλης κλίμακας ερευνητικού προγράμματος, με τίτλο “Biomass Production Chain and Growth Simulation Model for Kenaf (QLK5-CT-2002-01729)”, την περίοδο 2003-2007.

Το πρόγραμμα εκπονήθηκε παράλληλα σε 10 εργαστήρια της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας, και της Ολλανδίας, με κοινά πρωτόκολλα πειραμάτων αγρού. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχε το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Πειραματικοί αγροί στη Θεσσαλία
Για τους σκοπούς του μεγάλου αυτού ευρωπαϊκού προγράμματος, δοκιμάστηκαν οι δύο σημαντικότερες ποικιλίες του κενάφ παγκοσμίως (Tainnung 2 και Everglades 41) σε πειραματικούς αγρούς της Θεσσαλίας (Βελεστίνο και Παλαμάς Καρδίτσας), την περίοδο 2003-2008.

Τα αποτελέσματα της μεγάλης αυτής ερευνητικής προσπάθειας ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς απέδειξαν ότι αυτό το εν πολλοίς άγνωστο φυτό στην Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες προσαρμογής και μεγάλης παραγωγικότητας χαρτοπολτού υψηλής ποιότητας.

Συγκεκριμένα, με ημερήσιους αυξητικούς ρυθμούς 25-28kg/στρ., το φυτό μπορεί άνετα να αποδώσει τελική παραγωγή βλαστού και συνολικής βιομάζας που υπερβαίνει σε ξηρό βάρος τους 2,2 και 1,7t/στρ, αντίστοιχα.

Σημαντικά αποτελέσματα της έρευνας αφορούν τη μελέτη της επίδρασης της ποικιλίας, του χρόνου σποράς, του πληθυσμού φυτών, της άρδευσης και της αζωτούχου λίπανσης στην αύξηση και την παραγωγικότητα της καλλιέργειας.

Τα αποτελέσματα αυτά έδειξαν, σύμφωνα με τον κ. Δαναλάτο, ότι η μέγιστη παραγωγικότητα μπορεί να επιτευχθεί σε πρώιμες σπορές με πληθυσμό περί τα 20 φυτά/m2, ενώ σε γόνιμα εδάφη της Δ. Θεσσαλίας σημαντικές αποδόσεις 1,5-1,8t/στρ μπορούν να επιτευχθούν με ελάχιστη λίπανση και μισό αρδευτικό νερό (200-300 κυβικά ανά στρέμμα).

Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος προγράμματος, το Εργαστήριο Γεωργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, εκτός των πειραμάτων αγρού ανέλαβε τη δημιουργία του μοντέλου ανάπτυξης και παραγωγικότητας του κενάφ (BIOKENAF), με σκοπό την εφαρμογή του σε διάφορες ευρωπαϊκές περιοχές για τη δημιουργία ζωνών καλλιέργειας του κενάφ στην Ευρώπη.

Για τη δημιουργία του μοντέλου αυτού χρησιμοποιήθηκαν όλα τα ερευνητικά αποτελέσματα που παρήχθησαν σε όλες τις ευρωπαϊκές περιοχές, και το έργο αυτό είχε μεγάλη επιτυχία. Το μοντέλο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη της παραγωγικότητας του κενάφ σε ελληνικές περιοχές.

Τα πρώτα αποτελέσματα από σχετικές μελέτες καταδεικνύουν την υπεροχή πολλών ελληνικών περιοχών αναφορικά με το δυναμικό παραγωγής του κενάφ συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές περιοχές. Εκτός των μεγάλων αποδόσεων υπό ελληνικές συνθήκες, σημαντικό προτέρημα της καλλιέργειας αποτελεί το μειωμένο κόστος καλλιέργειας, που δεν υπερβαίνει τα 70-80€ ανά στρέμμα.

Επίσης, λόγω των μειωμένων εισροών που απαιτεί το κενάφ, αποτελεί μια καλλιέργεια ιδιαίτερα φιλική προς το περιβάλλον και γι’ αυτό και οι ειδικοί επιστήμονες προτείνουν την εισαγωγή του κενάφ στις υπάρχουσες αμειψισπορές της χώρας μας, στο άμεσο μέλλον