Του Γιώργου Χαρβαλιά
Δεν ξέρω αν οι δημοσκοπήσεις αποτελούν «φωτογραφίες στιγμής», όπως συχνά αρέσκονται να λένε οι επαγγελματίες του κλάδου, δύο όμως είναι τα βασικά συμπεράσματα των πιο πρόσφατων μετρήσεων: Ότι η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτο κόμμα στις εκλογικές προτιμήσεις με μεγάλη και μη αναστρέψιμη, διαφορά από τα άλλα κόμματα και ότι το πολιτικό σκηνικό διατρέχεται, οριζόντια πλέον, από «αντιμνημονιακούς» σχηματισμούς που εμφανίζονται, στη σημερινή συγκυρία, να έχουν αξιοσημείωτη απήχηση στη κοινωνία.
Η υπεροχή της ΝΔ και του Αντώνη Σαμαρά καταγράφει σταθερή διαχρονική τάση που απεικονίζεται άλλωστε στη λεγόμενη «παράσταση νίκης». Αντίθετα, οι εντυπωσιακές επιδόσεις των «αντιμνημονιακών κομμάτων», στα αριστερά και δεξιά του εκλογικού φάσματος, αποδίδονται στη λογική ενός γενικευμένου(και εν πολλοίς εύλογου) κύματος διαμαρτυρίας, το οποίο είναι άγνωστο αν τελικά θα εκφραστεί στη κάλπη.
Πολλές φορές, ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν, υπήρξαν δημοσκοπικά «ευρήματα» που διαψεύστηκαν παταγωδώς από τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα. Στην πράξη δηλαδή η εκλογική συμπεριφορά αποδείχτηκε πολύ πιο συντηρητική και «ψύχραιμη», σε σχέση με τις «στιγμιαίες απεικονίσεις θυμικού» που εκφράστηκαν στην διάρκεια σφυγμομετρήσεων. Ενδεικτικά θα μπορούσα να αναφέρω τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ που έφτασαν να εκτινάσσονται στο 18% ή τα υψηλά ποσοστά του Γιάννη Δημαρά για την περιφέρεια Αττικής, που προδίκαζαν, ακόμη «και στο παρα πέντε» την συμμετοχή του στο δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2010.
Σχεδόν πάντα δηλαδή, ο πρόσκαιρος «δημοσκοπικός θρίαμβος» πολιτικών σχηματισμών και προσώπων «εναλλακτικού τύπου», κατέληγε σε εκλογική…προσγείωση, εις όφελος βεβαίως, του πανίσχυρου δικομματικού τοπίου και των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας.
Σήμερα, ωστόσο, θα μπορούσε κάποιος βάσιμα να ισχυριστεί ότι τα δεδομένα που καθόριζαν το μεταπολιτευτικό εκλογικό στερεότυπο πριμοδότησης των κομμάτων εξουσίας, έχουν ανατραπεί. Γιατί υπάρχουν πλέον νέα στοιχεία που μπορεί να καθορίσουν την εκλογική συμπεριφορά. Όπως για παράδειγμα:
Η πρωτοφανής αποξένωση των ψηφοφόρων από την πολιτική σκηνή, τα παραδοσιακά κόμματα και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς.
Η αβεβαιότητα για το τι θα συμβεί αύριο, ή ακριβέστερα η εμπεδωμένη βεβαιότητα ότι το αύριο θα είναι χειρότερο από το χθές.
Η προοπτική νέων επαχθών μέτρων που «διαφημίζονται» συνεχώς από την τρόικα, το ΔΝΤ, τον προσωρινό πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο και το περιβάλλον του.
Η εκρηκτική άνοδος της ανεργίας σε πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα επίπεδα.
Η πεποίθηση ότι το μέλλον δεν καθορίζεται πλέον από τις επιλογές του ελληνικού λαού, ούτε από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις, αλλά από πανίσχυρα κέντρα λήψης αποφάσεων στο εξωτερικό.
Η ανακύκλωση στα ΜΜΕ, φθαρμένων υλικών από το στελεχιακό δυναμικό των μεγάλων κομμάτων
Η γενικευμένη αίσθηση ατιμωρησίας για όσους λεηλάτησαν το δημόσιο χρήμα.
Θα μπορούσα να συνεχίσω και με πολλά ακόμη που δικαιολογούν την πρωτόγνωρη αγανάκτηση των Ελλήνων ψηφοφόρων. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα κατέληγα στο ίδιο θεμελιώδες ερώτημα: Πώς μπορούν όλα αυτά κακώς κείμενα να αλλάξουν; Η έστω, με ποιο εκλογικό αποτέλεσμα δημιουργούνται προυποθέσεις μιας επί τω βελτίω αλλαγής; Με μία σταθερή και συμπαγή κυβέρνηση υπό ισχυρή ηγεσία; Η με ένα κατακερματισμένο εκλογικό τοπίο, όπου θα πρυτανεύουν οι ανέξοδες φωνές διαμαρτυρίας;
Αυτό θέλω να πιστεύω ότι θα καταλήξει να είναι και το ζωτικό διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών. Και η απάντηση στην κάλπη θα αποτελέσει προιόν λογικής επεξεργασίας των Ελλήνων ψηφοφόρων. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης και η προοπτική μιας ελπίδας θα υπερκεράσουν την απόγνωση και την απελπισία, περιορίζοντας την «εκλογική τιμωρία» σε αυτούς που πραγματικά την αξίζουν. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ποιοι μας έφεραν εδώ. Και σήμερα έχουν το θράσος να προσδοκούν την ψήφο του ελληνικού λαού, διεκδικώντας μάλιστα στην καλπάζουσα φαντασία τους και την εκλογική πρωτιά…
(δημοσιεύεται στον Τύπο της Κυριακής)